O αλχημιστής των μορφών και των χρωμάτων

11 Σεπτεμβρίου 2012

Σκέπτομαι τον κύριο Πέτρο. Έναν αγιογράφο που δούλευε ακατάπαυστα στο δωματιάκι του σ’ έναν στενό, απόμερο δρόμο. Ο τόπος εργασίας του αποτελούσε βασικό σταθμό στις περιπλανήσεις που κάναμε με τους φίλους. Από το ανοιχτό παράθυρο τον βλέπαμε να πιάνει τα πινέλα, να τ’ αφήνει, να σηκώνεται για να πάρει ένα τελάρο, να διαλέγει κατόπιν ένα βουρτσάκι. Ώρες ολόκληρες αυτό, από το πρωί ως αργά το απόγευμα. Έλεγαν κάποιοι ότι είχε βάλει πλώρη για να πάει σε μοναστήρι, σύντομα θα έφευγε. Άλλες φήμες, μάλλον αβάσιμες, τον ήθελαν μαγκούφη έπειτα από έναν παλιό αποτυχημένο έρωτα που για να τον ξεχάσει είχε μπει στα καράβια ως ναυτικός, απ’ όπου επέστρεψε στον κάβο της γειτονιάς. Για μεσημεριανό είχε συνήθως ένα μήλο, δυο φέτες ψωμί με λίγες ελιές και μερικά καρύδια ακουμπισμένα σε ένα πανάκι δίπλα του. «Έτσι όπως πάει θα μουρλαθεί», είπε μια μέρα περνώντας δίπλα μας μια γνωστή τσούχτρα της περιοχής, κοιτώντας μας με νόημα` δεν συμμεριστήκαμε καθόλου την άποψη της. Εξακολουθήσαμε να τον παρατηρούμε αφήνοντας να πέσει χάμω η κουβέντα της γυναίκας σαν ένα άχρηστο τσόφλι. Ήταν πάρα πολύ ωμή και στενόμυαλη για να μας επηρεάσει. Ενώ ο ζωγράφος είχε άλλα φόντα: τα μπουκαλάκια γύρω του, τα σωληνάρια, τους χρωστήρες, και ιδίως την υποβλητική γενειάδα του που φαινόταν ν’ αντιγράφει την αντίστοιχη του αγίου ο οποίος απεικονιζόταν στο ξύλο.

Μια φορά – εκεί που τον κατασκοπεύαμε από τον δρόμο – γύρισε αναπάντεχα την πλάτη του και, κοιτώντας μας μ’ ένα περίεργο μειδίαμα, έτεινε το δάκτυλο προς το δημιούργημά του. «Τι λες, Αντωνάκη; Να βάλω εδώ λίγο παραπάνω μοβ;» Σύξυλο το αγόρι στο οποίο απευθύνθηκε (ήταν ο μικρούλης αδελφός ενός από τους φίλους μου). Μόλις συνήλθε, σήκωσε απλώς τους ώμους του. Είχαμε μείνει κόκαλο, απορώντας πώς ήταν δυνατόν να μας είχε αντιληφθεί ο αλλόκοτος εκείνος αλχημιστής των μορφών και των χρωμάτων. Μόνο αν είχε μάτια και στη ράχη θα μπορούσε να ξέρει τι γίνεται πίσω του. Υπήρχε περίπτωση το υπερκόσμιο εκείνο μοντέλο που το αναπαριστούσε με τη ζωγραφιά του να είχε ψιθυρίσει στον πιστό καλλιτέχνη πως κάποια παιδιά στέκονται πιο πέρα στον δρόμο και τον χαζεύουν. Ειπώθηκε κι αυτό από κάποιον ανάμεσά μας που διέθετε ντετεκτιβίστικο μυαλό. Είχε συνεπώς την ευχέρεια ο άνδρας, εάν ήθελε, να στραφεί ξαφνικά και να μας πιάσει στα πράσα. Και το έκανε πράγματι μερικές φορές. Τα χάναμε έτσι που τον βλέπαμε να γυρίζει απότομα προς τη μεριά μας τη στιγμή που νομίζαμε ότι ήμασταν τέλεια προφυλαγμένοι.

Στην αρχή η κουβέντα εκείνη που είχε πετάξει ο πιο φιλύποπτος της παρέας, ότι μας κατέδιδε δήθεν στον ζωγράφο ο άγιος, ακούστηκε σαν ένα αστειάκι από αυτά που αφθονούν στις εφηβικές παρέες. Στο δεύτερο παρόμοιο επεισόδιο πήραμε το αστείο περισσότερο σοβαρά. Άλλη εξήγηση δεν χωρούσε. Εκτός πια κι εάν υπήρχε κάποιο καθρεφτάκι μέσα στο δωμάτιο και μας πρόδιδε. Αλλά δεν βλέπαμε, όσο και να ψάχναμε με το βλέμμα μας, τίποτα τέτοιο. Σημασία έχει ότι το παιχνίδι μ’ εκείνη τη γενειάδα που μια την παραμονεύαμε και μια μας αιφνιδίαζε συνεχίστηκε. Μετά από κάποιον καιρό ο Αντωνάκης προσεκλήθη από τον ίδιο τον κύριο Πέτρο στο εργαστήριό του, και θα το πιστέψετε; Μπήκε, και μάλιστα μόνος. Ο βιβλικός εκείνος άνδρας τον φίλεψε καραμέλες, τον κατατόπισε και συνέχισε τη δουλειά του, έχοντας δίπλα το παιδί που παρακολουθούσε με μισάνοιχτο στόμα και διάπλατα μάτια. Εμείς οι άλλοι χάσκαμε το ίδιο, βλέποντας την εξέλιξη απ’ έξω. Ο μικρός επισκέπτης έγινε αργότερα ζωγράφος` εκείνη η μέρα προφανώς τον σφράγισε. Άφησαν και σε μένα έντονα ίχνη τα περάσματα μου από εκείνο τον χώρο. Ερχόταν από εκεί μέσα μια ακαθόριστη κεντρομόλος δύναμη προς την οποία  δεν ήταν δυνατόν να μην ανταποκριθώ, να μη θελήσω να μπω σ’ αυτό το δωμάτιο, παράξενο άντρο ενός ιδιότροπου και μαζί ναϋδριο μιας μυστικοπαθούς αφοσίωσης που σπιρούνιζε τη φαντασία μου.

Δεν άργησε να έρθει και η δική μου σειρά να λάβω την ανάλογη πρόσκληση. Την πρώτη φορά που πήγα, ο χώρος ήταν πλημμυρισμένος από το σύθαμπο ενός φθινοπωρινού δειλινού. Κοίταγα άπληστα γύρω. Τα συμπράγκαλα εκεί μέσα, τα παραφερνάλια μιας τέχνης που πλησίαζε την ιερουργία, οι μυρουδιές απ’ τις βαφές και τα νέφτια, και πρώτα απ’ όλα ο ίδιος αυτός, ο άνδρας με τη μορφή ερημίτη (τη σπηλιά του θα πρέπει να την έζωναν σκορπιοί και οχιές κάθε λογής, ανίκανες όμως να τον ταράξουν), αυτός ο άνδρας μ’ άφησε να καταλάβω ότι όποιος δίνεται πολύ σε ό, τι επιλέγει δέχεται την ευεργετική επιρροή μέσα του αόρατων συμμάχων. Από κάπου αντλεί εφεδρείες. Έτσι μόνο εξηγείται η ικανότητα του να μην πεινά και να μη νυστάζει όταν καταπιάνεται μ’ αυτό που θέλει, που το θέλει πάρα πολύ. Πρέπει πρώτα να δώσεις, για να σου δοθεί κατόπιν ό, τι χρειάζεσαι. Κι εκείνος ο άνδρας χρειαζόταν απλώς να τον αφήνουν ήσυχο για να ασκεί ένα πάθος που δεν το συντηρούσε παρά μόνο με τέμπερες και λαδοχρώματα.

 Βασίλης Καραποστόλης, «η εποχή της όρεξης»,
Αθήνα 2012, εκδ Πατάκη, σελ. 167-170.
Πηγή: kafsokaliva.blogspot.gr