Συμφωνία TTIP: τα οφέλη και οι επιπτώσεις της στις διατλαντικές εμπορικές σχέσεις
2 Αυγούστου 2017[Προηγούμενη δημοσίευση: https://www.pemptousia.gr/?p=166837]
Με το πέρασμα του χρόνου καθίσταται σαφές ότι η διατλαντική σχέση δεν είναι στάσιμη, αντιθέτως έχει εξελιχθεί σημαντικά κατορθώνοντας να προσαρμοστεί και να επιβιώσει στη νέα δυναμική που υπαγορεύουν οι διεθνείς περιστάσεις. Πράγματι, το δίκτυο των θεσμών που πλαισιώνουν τη συνεργασία ΕΕ-ΗΠΑ έχει γίνει αρκετά πολυδιάστατο και εκλεπτυσμένο. Ωστόσο, ανακύπτει το ερώτημα αν και σε ποιο βαθμό είναι το σύστημα αυτό επαρκές για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των δυο ίσως σημαντικότερων παραγόντων οικονομικής πολιτικής στην παγκόσμια σκηνή. Ανεξάρτητα από μια θετική ή αρνητική απάντηση, το βέβαιο είναι ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης. Επομένως δεδομένων των συνθηκών, οι δύο πλευρές κρίνεται σκόπιμο να εστιάσουν στην αναβάθμιση των διατλαντικών συνδετικών δεσμών, είτε μέσα από νέες συμφωνίες (όπως η ΤΤΙΡ) είτε μέσα από την ενίσχυση των υφιστάμενων συστημάτων.
Σε οικονομικό επίπεδο, η διατλαντική εταιρική σχέση παραμένει ισχυρή, αποδεικνύοντας παρά τα εμπόδια ότι έχει την απαραίτητη διάρκεια και ένταση. Αναλυτικότερα, στον τομέα των αγαθών το διατλαντικό εμπόριο έχει αυξητική τάση από το 2003, αν και επηρεάστηκε από την ύφεση, φαίνεται ότι σταδιακά επανέρχεται στα προ της κρίσης επίπεδα. Παρόμοια εικόνα παρατηρείται και στο εμπόριο υπηρεσιών. Από την άλλη πλευρά, αξιοσημείωτη είναι τα τελευταία έτη η δυναμική παρουσία των αναδυόμενων χωρών BRICS στις διεθνείς συναλλαγές, η οποία απειλεί όλο και περισσότερο το διατλαντικό εμπόριο. Έτσι ενώ οι ΗΠΑ παραμένουν ο κύριος εξαγωγικός προορισμός των ευρωπαϊκών αγαθών, η Κίνα είναι πλέον ο σημαντικότερος προμηθευτής αγαθών για την ΕΕ.
Παράλληλα, οι ΗΠΑ και η ΕΕ είναι η κύρια πηγή αλλά και ο προορισμός για τις FDI των δύο εταίρων. Αν και η ύφεση μείωσε για ένα διάστημα τις εκατέρωθεν επενδυτικές ροές, έκτοτε έχουν ανακάμψει. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι, το 2015 οι αμερικανικές επιχειρήσεις απέσυραν τις επενδύσεις τους από την Ελλάδα, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Παρόλα αυτά, οι διατλαντικές άμεσες ξένες επενδύσεις αποτελούν μια πολύ
σημαντική πηγή εσόδων για τις ευρωπαϊκές και τις αμερικανικές πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Όσο αφορά τους φραγμούς στο διατλαντικό εμπόριο, αντικείμενο συζήτησης αποτελούν κατά κύριο λόγο τα μη δασμολογικά εμπόδια, καθώς οι δασμοί είναι εν γένει σε χαμηλά επίπεδα. Θα πρέπει κατά συνέπεια να καταβληθεί ιδιαίτερη προσπάθεια για την άρση αυτών των εμποδίων, έχοντας υπόψη ότι η πλήρης κατάργησή τους είναι μάλλον ανέφικτη. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται απαραίτητο να δοθεί έμφαση στην εναρμόνιση των εμπορικών κανονισμών και των προτύπων πέρα από τον Ατλαντικό.
Αναμφισβήτητα, η χρηματοπιστωτική κρίση δεν άφησε ανεπηρέαστη τη διατλαντική οικονομία. Ανεξάρτητα με το ποια πλευρά διαχειρίστηκε την κατάσταση καλύτερα, είναι ξεκάθαρο ότι οι κλυδωνισμοί συνεχίζονται. Προς το παρόν τα στοιχεία δείχνουν ταχύτερη ανάκαμψη της αμερικανικής πλευράς, η οποία και φαίνεται ν’ ασκεί πίεση στην ευρωπαϊκή πλευρά να αναλάβει πιο δραστικά μέτρα. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι, πέρα από τη μεταξύ τους συνεργασία, κάθε εταίρος διατηρεί την ανεξαρτησία του στη χάραξη της οικονομικής του πολιτικής. Στον απόηχο της κρίσης και παρά τις διαφορές ΕΕ-ΗΠΑ, το διατλαντικό μέτωπο παραμένει ενωμένο. Δείγμα αυτής της ενότητας και μάλιστα ιδιαίτερα θετικό, ήταν το γεγονός ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν από κοινού για το σχεδιασμό και την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία μετά τις εξελίξεις στην Ανατολική Ουκρανία το 2014. Πλέον αναμένεται η εκτίμηση των επιπτώσεων της βρετανικής αποχώρησης από την ΕΕ. Αν και αρχικά οι ΗΠΑ τάχθηκαν υπέρ της ευρωπαϊκής συνοχής, η δυναμική της σχέσης των ΗΠΑ με την Βρετανία παραμένει ισχυρή και σε καμία περίπτωση δε μπορεί ν’ αγνοηθεί.
Σε ένα παγκοσμιοποιημένο αλλά και ευμετάβλητο περιβάλλον, Αμερική και Ευρώπη φαίνονται αποφασισμένες να διατηρήσουν ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς. Την τακτική αυτή αποτυπώνουν οι διαπραγματεύσεις για την ΤΤΙΡ. Μια συμφωνία αναμφισβήτητα περίπλοκη αλλά και φιλόδοξη με στόχο να σηματοδοτήσει μια νέα εποχή εμπορικών συμφωνιών, όπως άλλωστε επιδιώκουν η ΤΡΡ και η CETA. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι, αν και το διαπραγματευτικό μέτωπο της ΕΕ παρουσιάζεται ενιαίο μέσω της Επιτροπής, η στάση και οι επιδιώξεις των επιμέρους κρατών-μελών διαφοροποιούνται σημαντικά. Αυτός είναι άλλωστε και ένας από τους παράγοντες που οδήγησε σε μακροσκελείς συνομιλίες, αλλά και σε ένα οιονεί ανταγωνισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, για την πρόταση που θα επικρατήσει και θα παρουσιαστεί τελικά στους Αμερικανούς ομολόγους.
Οπωσδήποτε τα δυνητικά οφέλη της ΤΤΙΡ δεν είναι αμελητέα, όμως φαίνεται ότι και ο αντίλογος έχει βάσιμα επιχειρήματα. Άλλωστε η συμφωνία είναι σχεδιασμένη ώστε να περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα εμπορικών κλάδων, αγγίζοντας αρκετά ευαίσθητα ζητήματα που δεν είχαν βρεθεί ποτέ ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σε αυτό το κομμάτι είναι αναγκαίο να αναγνωριστεί ο πρωτοποριακός χαρακτήρας της ΤΤΙΡ, αλλά ενδεχομένως για αυτό ακριβώς το λόγο ορισμένα ζητήματα (ασφάλεια τροφίμων, σύστημα ISDS) θα έπρεπε να προσεγγιστούν με μεγαλύτερη προσοχή, ώστε οι προτάσεις να συμβαδίζουν περισσότερο με την κοινή γνώμη στο σύνολό της. Είναι βέβαια γενικά αποδεκτό ότι, μια τόσο ευρεία συμφωνία συνεπάγεται νικητές και ηττημένους, τόσο μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών όσο μεταξύ των τρίτων χωρών και των λοιπών εμπλεκόμενων παραγόντων.
Αν και έχει διεξαχθεί πλήθος ερευνών προκειμένου να διαπιστωθούν οι επιπτώσεις της συμφωνίας το ζήτημα παραμένει αμφιλεγόμενο. Οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι η ΕΕ στο σύνολό της θα επωφεληθεί από την ΤΤΙΡ αν και η κατανομή των κερδών θα είναι άνιση. Από την άλλη, μάλλον θα προκύψουν μεγαλύτερα κέρδη για τις ΗΠΑ από ό, τι για την ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, τα οφέλη της ΤΤΙΡ θα είναι μάλλον περιορισμένα στο σενάριο της αποκλειστικής αφαίρεσης των δασμών και θα αυξηθούν ανάλογα με το επίπεδο κανονιστικής εναρμόνισης που θα επιτευχθεί. Το συγκριτικό πλεονέκτημα των διαφόρων χωρών εξαρτάται πιθανότατα είτε από την τοποθεσία και τις υποδομές τους είτε από τον προσανατολισμό του εμπορίου τους, αλλά κυρίως από ένα σύνολο επιμέρους παραμέτρων και διατάξεων που δεν είναι δυνατό να καθοριστούν με βεβαιότητα στο στάδιο αυτό. Εάν η ΤΤΙΡ συναφθεί η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο εταίρων θα προκαλέσει κατά πάσα πιθανότητα σημαντική εκτροπή του εμπορίου, συνεπώς τα αποτελέσματα για τις τρίτες χώρες θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό και από την πολιτική που θα υιοθετήσουν οι ίδιες μετά την υπογραφή της συμφωνίας.
Αναφορικά με τις διεθνείς εξελίξεις, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η παρούσα χρονική στιγμή λειτουργεί σε βάρος της υπό διαπραγμάτευση συμφωνίας. Καθώς τα εκκρεμή θέματα του περιεχομένου αποδεικνύονται ιδιαίτερα περίπλοκα και η δυναμική στην παγκόσμια πολιτική σκηνή μεταβάλλεται, η επιβράδυνση και κατ’ επέκταση η παύση των συνομιλιών θεωρείται πλέον δεδομένη. Οι λόγοι που υπαγορεύουν την ΤΤΙΡ παραμένουν, αλλά η ΕΕ και οι ΗΠΑ μοιάζουν πολύ απασχολημένες με την επίλυση εσωτερικών τους ζητημάτων (προσφυγική κρίση στην Ευρώπη, Brexit, αλλαγή πολιτικής ηγεσίας στις ΗΠΑ). Η ΤΤΙΡ μπορεί να έχει νόημα από οικονομική και στρατηγική άποψη και για τις δύο πλευρές, αλλά αυτό φαίνεται να σημαίνει λίγα τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Στο πλαίσιο αυτό, η εκπόνηση μιας εργασίας για την ΤΤΙΡ αποτελεί μια πρόκληση καθώς οι εξελίξεις τρέχουν, όποιο όμως και να είναι το αποτέλεσμα, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο διάλογος θα οδηγήσει μελλοντικά σε μια διατλαντική συμφωνία, είτε με τη μορφή της ΤΤΙΡ είτε με κάποια άλλη μορφή. Τελικά, η συμφωνία αυτή δε θα εξαρτηθεί μόνο από τη βούληση των μερών, αλλά θα αντικατοπτρίζει τη νέα δυναμική που θα διαμορφωθεί από την παγίωση ενός νέου διεθνούς πολιτικού σκηνικού. Από την παραπάνω επισκόπηση είναι σαφές ότι η διατλαντική εταιρική σχέση έχει διαρκέσει στο χρόνο και τα μέρη είναι διατεθειμένα να εργαστούν προκειμένου να διασφαλίσουν τη διάρκειά της στο μέλλον. Το διατλαντικό εμπόριο φαίνεται να έχει ανακάμψει ιδίως μέσω των επενδυτικών ροών, γεγονός που αποτελεί ιδιαίτερα θετική ένδειξη για την διεθνή οικονομία συνολικά. Όσο για τη συζήτηση γύρω από την ΤΤΙΡ, αποτέλεσε αναμφισβήτητα ένα πολύ ελπιδοφόρο και μακρόπνοο σχέδιο. Όταν ξεκίνησαν οι συνομιλίες φαινόταν ότι η διατλαντική οικονομία ήταν έτοιμη για το επόμενο μεγάλο βήμα που έπρεπε να είχε γίνει από καιρό. Όμως η προσέγγιση σε αρκετά ζητήματα ήταν λανθασμένη και ίσως ριψοκίνδυνη, γεγονός που καθυστέρησε την ολοκλήρωση της συμφωνίας και δικαιολογημένα προκάλεσε αντιδράσεις. Πλέον διαφαίνεται μια μεγάλη περίοδος διακοπής των συνομιλιών. Τόσο η ΕΕ όσο και οι ΗΠΑ έχουν να επιλύσουν ουσιαστικότερα εσωτερικά ζητήματα. Πάντως η ΤΤΙΡ κράτησε ζωντανή τη διατλαντική εταιρική σχέση σε μια δύσκολη μεταβατική περίοδο. Μέσα από όλη αυτή την προσπάθεια επήλθε σημαντική σύγκλιση και οι δυο εταίροι κατανοούν πλέον καλύτερα τις επιδιώξεις και τις πεποιθήσεις ο ένας του άλλου. Έτσι όταν επιστρέψουν και πάλι στις διαπραγματεύσεις, ΕΕ και ΗΠΑ θα είναι πιο ώριμες και το αποτέλεσμα της συμφωνίας πιο άμεσο και ολοκληρωμένο.
Είναι επομένως φανερό ότι η διατλαντική σχέση όντας μακρόχρονη και ιδιαίτερα πολύπλευρη, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκτενούς ανάλυσης και έρευνας. Η μελέτη αυτή επικεντρώθηκε πέρα από το θεσμικό πλαίσιο, στην οικονομική σκοπιά της συνεργασίας ΕΕ-ΗΠΑ. Η ανάλυση επιχείρησε να παρουσιάσει ορισμένα καίρια και επίκαιρα θέματα γύρω από τη διατλαντική εταιρική σχέση δίνοντας το έναυσμα στον αναγνώστη για περαιτέρω εμβάθυνση.
TTIP: Transatlantic Trade and Investment Partnership
BRICS: Brazil, Russia, India, China and South Africa