Μέγας Κωνσταντίνος και Πρωτοβυζαντινή περίοδος
15 Σεπτεμβρίου 2017[Προηγούμενη δημοσίευση: https://www.pemptousia.gr/?p=169934]
Το παρόν μέρος είναι το τελευταίο που πραγματεύεται την καταγωγή των Αυτοκρατόρων της Κωνσταντινουπόλεως, και αφορά όσους βασίλευσαν την πρωτοβυζαντινή περίοδο (330 – 610). Στην περίοδο αυτή κυβέρνησαν τέσσερις δυναστείες, με πρώτη εκείνη του Μεγάλου Κωνσταντίνου (330 – 378), έπειτα του Μ. Θεοδοσίου (379 – 457), κατόπιν αυτή του Λέοντος Α’ (457 – 518) και τέλος του Ιουστινιανού (518 – 610).
Ο πρώτος Αυτοκράτορας και ιδρυτής της Κωνσταντινουπόλεως είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας, ο οποίος ήταν γιος του Αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Κωνστάντιου Χλωρού (293 – 306), που ήταν ιλλυρικής καταγωγής [289, 290, 291] και της Αγίας Ελένης, η οποία ήταν Ελληνίδα από το Δρέπανο Βηθυνίας, πόλη η οποία μετονομάστηκε σε Ελενόπολη προς τιμή της Αγίας Ισαποστόλου.[291, 292, 293, 294, 295] Ο Μ. Κωνσταντίνος γεννήθηκε πιθανώς το 272 [294, 295] στην Ναϊσσό (σημερινή Νις της Σερβίας) της Μοισίας,[294, 295, 296, 297, 298, 299] και όπως ο πατέρας του ήταν κι αυτός ιλλυρικής καταγωγής.[299, 300, 301] Ο Αυτοκράτορας μιλούσε την λατινική γλώσσα και ορισμένα κηρύγματά του θα τα εκφωνήσει στα ελληνικά από επαγγελματίες μεταφραστές,[302, 303] όμως εκτός από λατινική λογοτεχνία είχε μάθει ελληνικά και φιλοσοφία.[302] Στον αυτοκρατορικό θρόνο τον διαδέχτηκαν οι τρεις γιοι του Κωνσταντίνος Β’ (337 – 340), Κώνστας Α’ (337 – 350) και Κωνστάντιος Β’ (337 – 361),[304, 305] και μετά τον θάνατο του τελευταίου ανήλθε στον θρόνο ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος ήταν ανιψιός του Μ. Κωνσταντίνου, αφού ο πατέρας του Κωνστάντιος ήταν ετεροθαλής αδελφός του.[306] Έπειτα ο στρατός ανέδειξε Αυτοκράτορα τον διοικητή της αυτοκρατορικής φρουράς Ιοβιανό, που καταγόταν από την Σιγγηδόνα (σημερινό Βελιγράδι) της Άνω Μοισίας, και η οικογένειά του πιθανώς να καταγόταν από νομαδικά φύλα που είχαν εγκατασταθεί στα αυτοκρατορικά εδάφη.[307, 308] Ο τελευταίος της δυναστείας ήταν ο Ουάλης που κυβέρνησε το ανατολικό μέρος της Αυτοκρατορίας ενώ ο αδελφός του Βαλεντιανός Α’ το δυτικό, έχοντας με αυτόν τον τρόπο την πρώτη διάκριση μεταξύ των δύο κομματιών της Αυτοκρατορίας, έστω και ανεπίσημα.[309] Αυτοί ήταν Ιλλυριοί και είχαν γεννηθεί στην πόλη Cibalae της Παννονίας (σημερινή Κροατία).[310, 311]
Φαίνεται λοιπόν, πως όλα τα μέλη της πρώτης δυναστείας που κυβέρνησε στην Κωνσταντινούπολη ήταν ιλλυρικής καταγωγής, όμως αναγκαίο είναι να γίνουν ορισμένες διευκρινήσεις για το πρόσωπο και το έργο του Μ. Κωνσταντίνου. Ο Μ. Κωνσταντίνος δεν ήταν Έλληνας, όμως είναι ένας από του δύο μη Έλληνες, που ο Ελληνισμός τους χρωστάει αιώνια χάρη. Ο πρώτος είναι ο Άγιος Απόστολος των Εθνών Παύλος που γνώρισε τον Θεό στους Έλληνες, γι’ αυτό και είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος,[312] και ο δεύτερος ο Μ. Κωνσταντίνος, διότι με την μετακίνηση της Πρωτεύουσας ουσιαστικά έθεσε τα θεμέλια για τον εξελληνισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[313] Η ιστορία τον ονόμασε Μέγα, και μία από τις πολλές πράξεις του που τον κατέστησαν τέτοιον ήταν η μεταφορά του κέντρου του Κράτους,[313] γεγονός διόλου αμελητέο, διότι δεν μπορεί αυτή η πολιτική και στρατιωτική διάνοια να μην γνώριζε τα αποτελέσματα αυτής της κίνησης. Άλλωστε, αυτός είναι ο λόγος που οι παπικοί τον αποστρέφονται ή και τον μισούν ακόμα, και μετά το Σχίσμα κανένας πάπας ή δυτικός ηγεμόνας δεν ονομάστηκε Κωνσταντίνος.[314] Εύλογο είναι λοιπόν, ότι δεν είναι δυνατόν να έχουν γίνει τόσες αναλύσεις από ειδικούς ιστορικούς για τις ενέργειες του Μ. Κωνσταντίνου και εκείνος να μην διείδε το τι μέλλει γενέσθαι.[313]
(συνεχίζεται)