Ο όσιος Ειρηνάρχος θεράπευσε το παιδί μουσουλμάνας και τον άντρα της που πήγε να τον σκοτώσει!
1 Απριλίου 2018
Το όρος Θαβώρ, γκραβούρα, (λεπτομέρεια).
Ο πατήρ Νεκτάριος έλεγε για τον όσιο Ειρήναρχο [αρχ. Ειρήναρχος Ροσέτς (1771-1859) ασκητής στο Όρος Θαβώρ]:
Κάποια μέρα μια γυναίκα μουσουλμάνα από το χωριό Νταμπούρια της περιοχής του Όρους ανέβηκε με το παιδί στην αγκαλιά της στο Θαβώρ, πλησίασε το Γέροντα και του είπε δακρυσμένη:
– Έλεος, πάτερ, διάβασε στο παιδί μου μια ευχή, κινδυνεύει να πεθάνει.
– Γιατί έρχεσαι σε μένα, είπε αυτός, αφού είμαι χριστιανός ιερεύς; Πήγαινε στον παπά σας και στους γιατρούς σας.
– Δεν πηγαίνω σε κανέναν άλλον. Εγώ ήρθα στο Θεό και στην αγιότητά σου και πιστεύω ότι θα διαβάσεις το παιδί μου και θα γίνει καλά.
Σαν είδε λοιπόν ο πατήρ την πίστη της, ευλόγησε και αγίασε νερό, ύστερα ράντισε το παιδί, του διάβασε μερικές ευχές, το σφράγισε με το σημείο του Σταυρού και είπε:
– Πίστευε στο Θεό, γυναίκα, και «πορεύου εν ειρήνη». Το παιδί σου θεραπεύτηκε.
Πράγματι, όταν έφθασαν στο σπίτι, το παιδί έγινε καλά. Από τη χαρά της η γυναίκα ανήγγειλε το θαύμα σε όλο το χωριό.
Όταν άκουσε ο χότζας του χωριού τη θεραπεία του παιδιού, οργίσθηκε και είπε στον άνδρα της γυναίκας:
– Γιατί αφήνετε τη γυναίκα σας να πηγαίνει σ’ αυτόν τον γκιαούρη [τον άπιστο] του βουνού, να διαβάζει το παιδί σας;
Τότε ο άνθρωπος οργισμένος είπε:
– Αύριο το πρωί πηγαίνω να τον ντουφεκίσω.
Την άλλη μέρα ανέβηκε στο Θαβώρ και μπήκε στο κελί του οσίου Ειρηνάρχου με σκοπό να τον θανατώσει. Αλλ’ ο Γέροντας έλειπε. Προσευχόταν στο δάσος. Τότε κατά παραχώρηση Θεού τυφλώθηκε ο Άραβας και σαν βγήκε έξω, δεν εύρισκε το μονοπάτι να κατεβεί. Όταν τον συνάντησε ο όσιος, τον ρώτησε:
– Από πού είσαι, άνθρωπε, και ποιον ζητάς;
– Συγχώρεσέ με, πάτερ, διότι έσφαλα. Εγώ είμαι ο άνδρας της γυναίκας που σου έφερε το παιδί και το γιάτρεψες. Σ’ ευχαριστώ, άνθρωπε του Θεού. Αλλά με μάλωσαν οι άρχοντες του χωριού και εγώ ήρθα να σε
σκοτώσω. Αλλά ο Θεός δε θέλησε να κάνω κακό σε σένα που μου έκανες καλό. Γι’ αυτό με τιμώρησε. Να, κοίτα με, τυφλώθηκα, δε βλέπω πού να περπατήσω. Τότε ο όσιος τον σπλαχνίσθηκε, τον πήρε από το χέρι και του είπε:
– Έλα να σου δείξω το μονοπάτι. Από τώρα με τη Χάρη του Θεού θα βλέπεις, επειδή αναγνώρισες το σφάλμα σου και μετενόησες. Ο Θεός να σε συγχωρέσει, «πορεύου εν ειρήνη». Την ίδια κιόλας στιγμή ο Άραβας βρήκε το φως του και κατέβηκε υγιής στο σπίτι του.
Από το βιβλίο “Γεροντικό Ρουμάνων Πατέρων” των εκδόσεων “Ορθόδοξος Κυψέλη”.