Εκκλησιαστικό και Κανονικό Δίκαιο. Ιστορική Ανασκόπηση
17 Ιανουαρίου 2020Το Κανονικό Δίκαιο είναι τόσο παλιό όσο και η Εκκλησία. Από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης έχουμε το σύνολο των διατάξεων, που οφείλει ο λαός του Ισραήλ να ακολουθεί κατ’ επιταγή του νόμου του Θεού, έτσι όπως παραδόθηκε στο Όρος Σινά στο Μωυσή και σαφώς όπως αναπτύχθηκε μετέπειτα από τους πατριάρχες. Έτσι, διαμορφώνεται ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης. Στην Καινή Διαθήκη έχουμε την πλήρωση του Νόμου με το κήρυγμα του Ευαγγελίου δια του Χριστού. Ακολούθως στην Καινή Διαθήκη, εντοπίζονται διατάξεις μέσω των Αποστόλων, που αναφέρονται στη διοίκηση, στη λατρεία, στη δικαστική εξουσία, στο φιλανθρωπικό έργο και σε άλλες πτυχές της ζωής της Εκκλησίας.
Επισήμως ως επιστήμη το Κανονικό Δίκαιο καλλιεργείται κατά τη δεύτερη κυρίως χιλιετία. Ωστόσο παρουσιάζεται σε ένα περιβάλλον κατάρτισης συλλογών των Ιερών Κανόνων κατά τον 4ο αιώνα. Στις αρχές του 6ου αιώνα εμφανίζεται μια πλήρης σειρά των Ιερών Κανόνων, που οφείλεται στον Στέφανο τον Εφέσιο με το έργο του «Κανονική Σύνοψις». Η σημαντικότητα του έργου αυτού είναι μεγάλη, διότι διέπει το Κανονικό Δίκαιο μέχρι σήμερα. Μάλιστα, το έργο αυτό του Στεφάνου Εφεσίου περιλαμβάνεται στο πληρέστερο έργο συλλογής των Θείων και Ιερών Κανόνων που υπάρχει μέχρι σήμερα και είναι «το Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων» των Γ. Ράλλη και Μ. Ποτλή.
Στην πραγματικότητα η καθ’ εαυτή επιστημονική απαρχή του Κανονικού Δικαίου εντοπίζεται στον 6ο αιώνα με τη συλλογή Ιερών Κανόνων από τον Ιωάννη τον Σχολαστικό, ο οποίος αργότερα χρημάτισε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (566-578 μ.Χ). Η αξία του έργου του Ιωάννη του Σχολαστικού έγκειται στην συστηματικότητα συλλογής των Ιερών Κανόνων και στην συστηματική θεματική ταξινόμηση αυτών. Η απόπειρα θεματικής ταξινόμησης των Κανόνων, εγκαινιάστηκε στον λεγόμενο «Νομοκάνονα» του Φωτίου. Στον Νομοκάνονα, επιχειρείται σε δεκατέσσερα τιτλοφορούμενα τμήματα, η κατανομή των ιερών Κανόνων και των Πολιτειακών Νόμων με συστηματική ακρίβεια. Το πιθανότερο είναι ότι ο Νομοκάνων εκδόθηκε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο (610-638 μ.Χ.) και αργότερα το 883 μ.Χ επανεκδόθηκε από τον μέγα Φώτιο. Το 920 μ.Χ η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, κατανοώντας ότι η συστηματική κατάταξη της ύλης του Νομοκάνονα, καθιστά το έργο εύχρηστο για τις ανάγκες της Εκκλησίας, επικυρώνει αυτό και έτσι ο Νομοκάνων καθίσταται η επίσημη και θεμελιώδης συλλογή Κανόνων και Νόμων της Εκκλησίας. Στον 6ο αιώνα δηλαδή, η συλλογή του Ιωάννη Σχολαστικού και του Νομοκάνονα του Φωτίου, παρουσιάζουν την πρώτη επιστημονική προβολή του περιεχομένου του Κανονικού Δικαίου.
Στη δεύτερη μετά Χριστόν χιλιετία και μετά την ίδρυση της νομικής σχολής στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, εμφανίζεται μία ουσιωδέστερη μορφή καλλιέργειας του Κανονικού Δικαίου, η οποία τακτοποιεί τους Ιερούς Κανόνες, είτε αυτούσια είτε συνοπτικά, συμπεριλαμβανομένων σχολίων και ερμηνείας, κατά το πρότυπο του Ρωμαϊκού Δικαίου. Ο Αλέξιος Αριστινός, διάκονος και νομοφύλακας της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, το 1130 μ.Χ προβαίνει σε μία τέτοια έκδοση. Ακολουθούν στις αρχές του 12ου αιώνα μεγάλοι κανονολόγοι με κύριο τον Ιωάννη Ζωναρά, ο οποίος προβαίνει σε ερμηνευτικό υπομνηματισμό και σχολιασμό όλων των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, που απορρέουν είτε από Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους είτε εκ των Αγίων Πατέρων. Μεγάλη μορφή του Κανονικού Δικαίου εμφανίζεται ο Θεόδωρος Βαλσαμών (+1199 μ.Χ), ο οποίος χρημάτισε Πατριάρχης Αντιοχείας. Το 14ο αιώνα ο Ματθαίος Βλάσταρις επιχειρεί τη σύνταξη του έργου «Σύνταγμα Κατά Στοιχείων», που αποτελεί μια σημαντική Κανονική Συλλογή. Σημαντική, επίσης, μορφή αποτελεί στους επιστήμονες του Κανονικού Δικαίου, ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος (1320 – 1383 μ.Χ).
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης δημιουργεί σχετικό μαρασμό στην επιστημονική ανάπτυξη της καλλιέργειας του Κανονικού Δικαίου. Ωστόσο δεν εκλείπει η παρουσία Κανονολόγων, οι οποίοι επεξεργάζονται τα δεδομένα του Κανονικού Δικαίου. Το 16ο αιώνα και ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό, ο Μανουήλ Μαλαξός εκ Ναυπλίου αποδεικνύεται μια σημαντική μορφή Κανονολόγου, ο οποίος συγγράφει «Νομοκάνονα», βασιζόμενος τόσο στου Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, όσο και στου Πολιτειακούς Νόμους των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Το έργο του Μαλαξού αποδεικνύεται το ευρύτερο και πιο διαδεδομένο σύστημα Νομοκανονικού Δικαίου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, διότι λειτούργησε ως έργο δημώδους εγκυκλοπαιδικής γνώσης. Στα τέλη της τουρκοκρατίας ο Αγάπιος Λεονάρδος και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, το 1800 μ.Χ[1]., συντάσσουν και εκδίδουν το «Πηδάλιον» βασισμένοι στην Κανονική συλλογή του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου[2]. Το «Πηδάλιον» είναι γραμμένο σε δημώδη γλώσσα με υπομνηματικούς σχολιασμούς και μέχρι σήμερα αποτελεί την επίσημη συλλογή Κανόνων της Εκκλησίας, κυρίως δε της Ελληνικής Εκκλησίας[3]. Η μέθοδος που ακολουθείται στη διαπραγμάτευση κάθε κανόνα είναι : στην αρχή προτάσσεται το κείμενο του κανόνα. Στη συνέχεια παρατίθεται η ερμηνεία του κανόνος στην απλή νεοελληνική γλώσσα για τους απλοϊκούς και ασόφους. Ακολούθως παραδίδεται με νέα εξ αρχής διατύπωση οι εξηγήσεις του Ιωάννη Ζωναρά, του Θεόδωρου Βαλσαμώνος και του Αλέξιου Αριστεινού. Μάλιστα οι διατυπώσεις αυτών φέρουν την προσωπική σφραγίδα τους[4].
Το «Πηδάλιον» έτυχε στα νεότερα χρόνια αυστηρής κριτικής με την λογική ότι εισάγει στην Ορθόδοξη Εκκλησία το δικανικό πνεύμα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και το σχολαστικισμό της Δύσης[5]. Ωστόσο, στην εισαγωγή του έργου – στην ανατύπωση της τρίτης έκδοσης – ο αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Δεληδήμου, διακρίνει το πνεύμα της αυστηρότητας του Πηδαλίου και το πνεύμα αγάπης που απορρέει από αυτό μοναδικά, αιτιολογώντας το έργο του Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Στην εισαγωγή επιχειρείται επίσης η ανατροπή κάθε θεώρησης που προσδίδει στο έργο κάθε μορφής ακραίο συντηρητισμό. Η κύρια λογική αυτής της θεώρησης για τον Ειρηναίο είναι ότι, ο συντηρητισμός οδηγεί σε περιβάλλοντα στασιμότητας βίου, κάτι που δεν εμφαίνεται στο σύνολο πνεύμα του Πηδαλίου[6]. Έτσι το Πηδάλιον ανήκει στις «επίσημες συλλογές» κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας[7]. Είναι αναμφίβολο ότι ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, θεωρείται «ο μεγαλύτερος από τους νεώτερους κανονολόγους»[8]. Το κύρος του έργου του Νικόδημου του Αγιορείτη αναγνωρίζεται εκ της αποδοχής που έτυχε στην Ορθόδοξη Εκκλησία[9], ενώ το κύρος του ίδιου του Νικοδήμου αναγνωρίζεται από την ανακήρυξή του ως Αγίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας[10].
Σαφώς τόσο το έργο του Πηδαλίου, όσο και το πρόσωπο του συντάκτη, κρίνονται πάντα εντασσόμενα στο περιβάλλον της Εκκλησίας και των όρων της[11]. Αυτό σημαίνει πως, ακόμη κι αν κάποιος εκφράσει διαφορετική άποψη επάνω σε κάποια από τα σχόλια του αγίου Νικοδήμου, ο ρόλος των Ιερών Κανόνων στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, άσχετα με τη γνώμη οποιουδήποτε ή την κριτική που μπορεί κάποιος να ασκήσει σ’ αυτούς, δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί, καθώς έχουν περιβληθεί με «ακατάλυτο» Οικουμενικό κύρος[12].
Η απελευθέρωση δημιουργεί τις συνθήκες της εκ νέου ανάπτυξης του Κανονικού Δικαίου με κύριο αποτέλεσμα το έργο των καθηγητών της Νομικής Σχολής Γ. Ράλλη και Μιχ. Ποτλή, οι οποίοι εκδίδουν το «το Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων των τε Αγίων και πανευφήμων Αποστόλων, και των Ιερών και Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, και των κατά μέρος Αγίων Πατέρων, των Γ. Ράλλης και Μ. Ποτλής», κατά τα έτη 1852-1859 μ.Χ. Στο έργο περιλαμβάνονται οι Ιεροί Κανόνες των Αγίων Αποστόλων, των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων των Αγίων Πατέρων καθώς και οι σημαντικότερες Πατριαρχικές Διατάξεις και οι Κυριότεροι Νόμοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων[13].
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ