Λόγοι επικράτησης της λαβίδος για τη μετάδοση της Θείας Κοινωνίας
26 Ιουνίου 2020Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης (15ος αι.) γράφει ότι η λαβίδα επικράτησε «διά τινα επιγεγονότα»[56]. Στα ζητήματα που επέβαλαν αυτήν την αλλαγή εντάσσονται και λόγοι βεβήλωσης της κατ’ οίκον διατηρούμενης θείας Κοινωνίας από κάποιους κακούς χριστιανούς. Η έλλειψη επίσης διακόνων δυσκόλευε την μετάληψη και από τα δύο είδη[57]. Τα πρακτικά προβλήματα που δημιουργούντο κατά την Κοινωνία των νηπίων, των ασθενούντων και μελλοθανάτων συνέβαλαν στο νέο τρόπο μετάληψης με λαβίδα «προς το ευσχημονέστερον» κατά την έκφραση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ του Οξείτη[58].
«Και το αίτιον οπού η εκκλησία επενόησε την λαβίδα, σημειώνει ο Ευστράτιος Αργέντης, ήτον, διότι τινές υποκριταί του χριστιανισμού, η αιρετικοί, η δεισιδαίμονες άνθρωποι, λαβόντες τον άγιον άρτον, δεν τον έτρωγαν, αλλά η τον έρριπταν, η τον έκρυπταν, η εις μαγείας και πονηρίας τον εμεταχειρίζοντο. Διά τούτο επενοήθη η ιερά λαβίς, διά να δίδεται η κοινωνία εις το στόμα των κοινωνούντων, και ούτω να παυθή πάσα αιτία και πρόφασις της καταφρονήσεως του ιερού τούτου Μυστηρίου»[59]. Στη Δύση, αλλά και στην Ανατολή επικράτησε από τον 9ο αι. η άποψη να μην κοινωνούν οι λαικοί χριστιανοί με το χέρι[60]. Από συνήθεια επίσης που επικρατούσε στην Ανατολή διαδόθηκε και στην Ισπανία η πρακτική του να προσφέρεται από τα τέλη του 7ου αι. το σώμα του Κυρίου εμβαπτισμένο στον καθαγιασμένο οίνο. Αυτό στη Δύση απαγορεύτηκε από Σύνοδο το 675[61]. Το έθος αυτό της ανάμιξης των δώρων εντός σκευών απηγόρευσε, όπως είδαμε, και η εν Τρούλλω Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος.
Σταθμό στη γενίκευση της λαβίδος αποτελεί η πράξη ανάπτυξης της Προσκομιδής και της επικράτησης των μερίδων. Για τον πρακτικό της ρόλο και κυρίως για την ένωση οίνου και ύδατος γίνεται λόγος στο παλαιότερο κείμενο (12ος αι.) που περιγράφει την τάξη της Προσκομιδής[62]. Ο Βαλσαμών (12ος αι.) κάνει λόγο περί της διάδοσης της λαβίδος «εν τισιν εκκλησίαις»[63]. Την ίδια εποχή αναφέρει τη λαβίδα και το αποδιδόμενο στο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων υπόμνημα της θείας Λειτουργίας[64]. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης θεωρεί απαραίτητη τη λαβίδα λόγω της μίξης των τιμίων δώρων, «Επειδή είναι ανάγκη κάθε πιστός να κοινωνεί και από το σώμα και από το αίμα του Χριστού μαζί» («Επεί χρεία και εκ του σώματος ομού και του αίματος του Χριστού κοινωνήσαι πάντα πιστόν»)[65]. Η κυριαρχία της λαβίδος ως του πλέον ενδεδειγμένου τρόπου Κοινωνίας δεν είναι άσχετη επίσης και με τον τρόπο Κοινωνίας των Λατίνων οι οποίοι δεν τεμαχίζουν τον άρτο[66].
Επίλογος
Η μελέτη της ιστορίας του τρόπου Κοινωνίας των πιστών μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι από τους πρώτους χρόνους έως τον 10ο αι. οι Χριστιανοί κοινωνούσαν ξεχωριστά τα τίμια δώρα, λαμβάνοντας τον αρ-το στο χέρι των από το λειτουργό ιερέα («λαβίς των χειρών»). Η λαβίδα ως λειτουργικό σκεύος, άγνωστο ποιάς μορφής, είναι γνωστή μεν από τον 4ο μ.Χ. αι. ως εργαλείο για εναλλακτική λύση, για έκτακτα περιστατικά και ανάγκες ειδικές. Αγιολογικά κείμενα του 7ου αι. μας πληροφορούν ότι η λαβίδα συναντάται με τη μορφή του κοχλιαρίου. Από τον 12ο αι. συνδέεται με την Προσκομιδή (μερίδες) και μαρτυρείται σε τοπικό επίπεδο. Ως γενικευμένη δε πρακτική κυριαρχεί από τον 14ο αι. Ο όρος «λαβίς», παρέμεινε και για το κοχλιάριο χάριν του δυνατού συμβολισμού και της αναφοράς στον από του θυσιαστηρίου ληφθέντα άνθρακα. Άνθρακα είδε ο Ησαίας, δηλαδή ξύλο «ηνωμένον πυρί· ούτω και ο άρτος της κοινωνίας ουκ άρτος λιτός εστιν, αλλ’ ηνωμένος θεότητι»[67]. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι η λαβίδα αποκτά και μυστικό χαρακτήρα με την έννοια ότι αποτελεί τύπο της Θεοτόκου καθόσον «εκεί η φλογερά φύσις τη λαβίδι τον άνθρακα από του θυσιαστηρίου έλαβεν, αύτη δε το πυρ της θεότητος εν εαυτή δεξαμένη, ου κατεφλέχθη, αλλ’ εδοξάσθη»[68].
Η παράδοση λοιπόν της Εκκλησίας μας περί της ιστορίας, της λόγω πρακτικών αναγκών χρήσης και του συμβολισμού της λαβίδος είναι σαφής και πλούσια. Η μελέτη δε και εντρύφηση σε αυτήν την παράδοση μπορεί να απαντήσει και στους προβληματισμούς που είτε προφάσει, είτε αληθεία τίθενται και στις μέρες μας. Μπορεί να φωτίσει τόσο αυτούς που βλέπουν πνευματικά τα πράγματα και αντιλαμβάνονται το νόημα του λόγου «ο γαρ άρτος του Θεού εστιν ο καταβαίνων εκ του ουρανού και ζωήν διδούς τω κόσμω»[69], όσο και αυτούς που θέλουν να πρωτοτυπήσουν, ακόμη και αυτούς που αδυνατούν να εμβαθύνουν στο θαύμα των μυστηρίων δυσκολευόμενοι από τους λογισμούς της αμφιβολίας των[70].