Θεολογική θεώρηση της αναπαραγωγικής κλωνοποίησης
10 Ιουλίου 2020Ο άνθρωπος είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα Θεού», και στην προσπάθειά του να «ομοιωθεί» με τον Θεό παραλληλίζει τις δυνάμεις του με τον Θεό, και ενίοτε λειτουργεί απέναντι στον Αυτόν. ως να είναι ο ίδιος Θεός και αυτό αποτελεί «ύβρη». Τουναντίον, «῾Ο ἄνθρωπος δὲν εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεώς του. Κάθε ἀναγωγὴ στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του πρέπει νὰ γίνεται μὲ αἴσθημα δέους καὶ ὄχι μὲ ὕβριν» (Εκκλησία της Ελλάδος, 2006). Η εκκλησία εντάσσει στην διδασκαλία της τα ηθικά ζητήματα που αναφύονται από την εφαρμογή γενετικής μηχανικής στον άνθρωπο, προκειμένου να μην οδηγείται ο άνθρωπος σε άκρατο ατομοκεντρισμό, παρά να καθοδηγείται στη συνάντηση αγάπης, τόσο με τον συνάνθρωπο, όσο και με τον Θεό (Κατσιμίγκας, Γ. & Βασιλοπούλου, Γ., 2010).
Η Ορθόδοξη ανθρωπολογία αναγνωρίζει την ιερότητα της υπάρξεως του ανθρώπου θέτοντας κατευθείαν το ερώτημα κατά πόσο ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει επί θεμάτων ζωής (Σταυρόπουλος, Σ., 2014; Εκκλησία της Ελλάδος, 2006). Η διόρθωση ή αντικατάσταση του «hardware» του ανθρώπινου συστήματος, φαίνεται να έχει και αποχρώσεις κουλτούρας ευγονικής, όπου αυτό μπορεί να οδηγεί στην υποταγή στον «τύπο» (behavioural genetics) στα κατά παραγγελία γονίδια (σεξουαλικές προτιμήσεις, πολιτικές αντιλήψεις). Το γεγονός ότι μπορούμε κυριολεκτικά να κυριαρχήσουμε στο «μέσα» μας, ήτοι να αφαιρέσουμε γονίδια, να τα διορθώσουμε ή και να τα αντικαταστήσουμε, προκαλεί ενθουσιασμό, αλλά και πραγματικό τρόμο ταυτόχρονα (Shannon, T.A., 1998). Στο πεδίο της θεραπευτικής κλωνοποίησης, το «κενό» της ιστοσυμβατότητας λόγω του περιορισμένου αριθμού δωρητών, έρχεται να το καλύψει η κλωνοποίηση, δίνοντας λύση στον πάσχοντα ασθενή. Συνεπώς, η τεχνολογία της κλωνοποίησης καλύπτει τα «κενά» του δημιουργήματος του Θεού, με τεχνολογική τελειότητα, ωσάν να είναι τελειότερη από Αυτόν. Από την άλλη πλευρά όταν οι τεχνολογίες αποτυγχάνουν, τότε στρεφόμαστε στον Θεό, μετατρέποντας την πίστη σε μια θρησκευτική μηχανική που είναι παρούσα μόνο όταν χρειαζόμαστε (Drees, W.D., 2002). Μήπως όμως η εστίαση στο κενά του Θεού, τα οποία καλύπτει η επιστήμη είναι σαν να χτίζουμε τεχνολογίες πάνω σε πάγο;.
Η ιατρική και η ηθική είναι άρρηκτα συνδεδεμένες από τον πατέρα της ιατρικής – Ιπποκράτη, της ιατρικής που ξεκίνησε θεραπευτική, έγινε προληπτική και τώρα με τη ραγδαία εξέλιξη της γενετικής οδηγείται στην προγνωστική. Η ηθική όμως αντίστοιχα διέπει και τον τρόπο ζωής των χριστιανών, προτρέποντάς τους στην βίωση[1] της εν Χριστώ ζωής (Κατσιμίγκας, Γ. & Βασιλοπούλου, Γ., 2010). Σε αυτό το σημείο το ζευγάρι που έχει ενωθεί με την Χάρις του Θεού δια του Μέγα Μυστηρίου (Γάμος), συμμετέχει στο δημιουργικό έργο του Θεού μέσα από την αναπαραγωγική λειτουργία. Στην υποβοήθηση της αναπαραγωγής με εργαστηριακό τρόπο αποχωρίζεται η σεξουαλική από την αναπαραγωγική λειτουργία και άρα δημιουργείται κενό στην διαδικασία της ιεροποιημένης συζυγικής συνεύρεσης (Κατσιμίγκας, Γ., 2016-2019).
Η κλωνοποίηση κατά την επιστημονική κοινότητα έρχεται για να εφαρμοστεί σε στείρα ζευγάρια που δεν μπορούν με άλλο τρόπο να τεκνοποιήσουν (Harris, J., 1997), από την άλλη πλευρά όμως η Εκκλησία δεν θεωρεί ως ποιότητα ζωής μόνον την βιολογική, ψυχολογική και κοινωνική ευδαιμονία, αλλά την πνευματική ολοκλήρωση, που σημαίνει ότι στην ατεκνία του ζευγαριού αντικρίζεται η βούληση του Θεού ή μια ευλογία που εκφράζεται ως δοκιμασία για να «γυμνάζει» το πνεύμα (Εκκλησία της Ελλάδος, 2006).
Η λήψη βλαστικών κυττάρων μέσω της θεραπευτικής κλωνοποίησης είναι οιονεί αναπαραγωγική κλωνοποίηση, καθότι παράγεται ζωή μέσω της κλωνικής αναπαραγωγής εμβρύου. Η διαφορά της θεραπευτικής κλωνοποίησης είναι ο σκοπός και όχι η πράξη καθαυτή. Η ανθρωπολογική διάσταση της Ορθόδοξης θεολογίας θεωρεί ενιαία τη σύσταση ψυχής και σώματος κατά την σύλληψη και ότι από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως έχουμε άνθρωπο εν εξελίξει, έχουμε έμβρυο με αρχή και προοπτική ανθρώπινη, ως εικόνα του Θεού που πορεύεται προς το κατ’ ομοίωση (Breck, J., 2002; Κατσιμίγκας, Γ. & Βασιλοπούλου, Γ., 2010; Αρχιμ.Μακαρίου Γρινιεζάκη, 2005; Εκκλησία της Ελλάδος, 2006). Συνεπώς η θεραπευτική-αναπαραγωγική κλωνοποίηση και χειρισμός των εμβρύων θεωρείτε αυτομάτως απορριπτέος από την εκκλησία (Breck, J., 2002).
Το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο ορίζει ότι κάθε παρέμβαση που έχει ως σκοπό την δημιουργία ενός ανθρώπινου όντος που είναι γενετικώς όμοιο με ένα άλλο ανθρώπινο ον, ζωντανό ή νεκρό, απαγορεύεται ή όπως επίσης και η επιλογή φύλου για μη ιατρικούς λόγους ή η ανάπτυξη ανθρώπινων γονιμοποιημένων ωαρίων εκτός του ανθρώπινου σώματος μετά την πάροδο δεκατεσσάρων (14) ημερών από τη γονιμοποίηση (Ν.3305/2005; ΚΥΑ, 1998), Ωστόσο, επιτρέπεται στα ανωτέρω χρονικά όρια η έρευνα επί γονιμοποιημένων ωαρίων που έχουν διατεθεί για το σκοπό αυτό προκειμένου, διευρυνθούν οι γνώσεις επί της ανθρώπινης αναπαραγωγής, βελτιωθούν οι μέθοδοι διάγνωσης και θεραπείας της υπογονιμότητας, βελτιωθεί ο έλεγχος της γονιμότητας (αντισύλληψη), εντοπιστούν τα αίτια των αποβολών, αναπτυχθούν τεχνικές ελέγχου και θεραπείας των γενετικών νόσων, καθώς και τεχνικές ελέγχου και θεραπείας γενετικών νόσων και συγγενών ανωμαλιών. Εδώ όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει την σημασία της ψυχοσωματικής συμφυΐας του ανθρώπου, που σημαίνει ότι η ψυχή δεν εγκαθίσταται στο σώμα, αλλά γεννιέται μαζί με το σώμα (Εκκλησία της Ελλάδος, 2006).
Μπορεί να θεωρηθεί ότι η κλωνοποίηση δεν κλονίζει την ύπαρξη της ψυχής ή την παρουσία του Θεού στην δημιουργία της ζωής, καθώς και η κλωνοποίηση δημιουργία ζωής είναι. Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα αν αυτός ο νέος τρόπος τεκνοποιίας, όπου το ένα μέλος δεν συμμετέχει καθόλου γενετικά, θα οδηγήσει στο μέλλον σε περισσότερα διαζύγια ή και σε μείωση του λόγου τέλεσης μυστηρίου ορθόδοξου γάμου. Οι θεολογικοί Πατέρες περισσότερο προβληματίζονται για τις σχέσεις στην οικογένεια, όπου το τέκνο είναι βιολογικό αντίγραφο του ενός γονέα, όπως εξίσου προβληματίζονται για τα συναισθήματα αυτών των παιδιών (Κατσιμίγκας Γ., Καμπά, Ε., 2010). Επίσης, η θεραπευτική κλωνοποίηση που προβλέπεται νομικά, επί γονιμοποιημένων ωαρίων, βρίσκει την Εκκλησία απέναντι στην εφαρμογή αυτήν, καθότι δεν θεωρεί ότι καταστρέφονται εμβρυονικά κύτταρα, αλλά ανθρώπινα έμβρυα (Αρχιμανδρίτη Μακαρίου Γρινιεζάκη, 2005). Η εκκλησία λοιπόν θεωρεί την επιλογή της θανάτωσης της αρχής της ζωής, μη συμβατή με την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής.
Ο άνθρωπος αναδεικνύεται ως διαχειριστής της κτίσεως και αυτό του προσδίδει υπεροχή και εξουσία, ωστόσο οφείλει να ασκεί τις επιστήμες με λόγο και ήθος, όπως και ο πλατωνικός επιτάφιος λόγος αναφέρει «πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται» (Πλάτωνα, Μενέξενος, 246a-247e).
Η Ορθόδοξη θεολογία αναγνωρίζει την ιερότητα της υπάρξεως του ανθρώπου, ο οποίος θέλοντας να ομοιωθεί με τον Θεό καλλιεργεί τις επιστήμες, τις τέχνες, δημιουργεί οικογένειες (Εκκλησία της Ελλάδος, 2006). Ωστόσο, η ανάγκη του ανθρώπου να κυριαρχήσει απέναντι στην στειρότητα, στην ανικανότητα, στην αρρώστια, στον θάνατο στηρίχθηκε από τις νέες ιατροτεχνολογικές μεθόδους, δίνοντας σε αυτόν την αίσθηση της παντοδυναμίας, εφόσον ανατρέπει κοινωνικές νόρμες (δομή οικογένειας, αναπαραγωγή), αλλά και θεολογικούς προσανατολισμούς (Κατσιμίγκας, Γ. & Βασιλοπούλου, Γ., 2010; Μυτροσύλη, Μ., 2015). Η θνητή φύση μας διαιωνίζεται με την αναπαραγωγή, με την ουσία της ζωής να συνοψίζεται κατά τον Πλάτωνα στην αποφυγή του θανάτου και στην αναζήτηση της αθανασίας (Γογγάκη, Κ., 2016). Η ανθρώπινη φύση ολοκληρώνεται με την πνευματική αναγέννηση και ολοκλήρωση, με την αναζήτηση του ωραίου ως αγαθό που προκύπτει από την επιθυμία της μητέρας και του πατέρα να αναπαραχθούν, με σεβασμό στη φύση και στον εαυτό τους, η οποία δεν φαίνεται εν τέλει να ενισχύεται με την κλωνική αναπαραγωγή. Περισσότερο είναι η στιγμή να ατενίσουμε γενιές ωραίων παιδιών (σώμα και πνεύμα) μέσα από την φυσική προγεννητική αγωγή που θα επιτρέψει στο Έρωτα να είναι παρόν στην ανθρώπινη και θεία φύση και να γεμίζει την ψυχή του παιδιού ήδη από την σύλληψή του!
[1] Εδώ διακρίνεται η ζωή, από τον βίο, με την ζωή να είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των οργανισμών, ενώ ο βίος είναι η ανθρώπινη ζωή που νοηματοδοτείται με την συμβίωση και τις κοινωνικές μας δεξιότητες (συνεργασία, αμοιβαία μάθηση, κοινωνική δικαιοσύνη (Dimitridis, n. & Psychogios, A., 2016: 171; Τάσης, Θ., 2017: 34)
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ