Η κοινωνική διαστρωμάτωση και οι τέσσερις φιλοσοφίες της ιουδαϊκής κοινωνίας κατά την εποχή του Ιησού
4 Νοεμβρίου 2020Ακόμη και στους προϊστορικούς χρόνους ο άνθρωπος δημιουργούσε ομάδες για να μπορεί να επιβιώνει αποτελεσματικότερα στις αντίξοες συνθήκες τις οποίες ζούσε. Με το πέρασμα των αιώνων οι ομάδες αυτές μεγάλωσαν, αναπτύχθηκαν και έγινα πιο περίπλοκες στην δομή τους, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν οι πρώτες κοινωνίες και κατά συνέπια οι πρώτες κοινωνικές ομάδες. Από τον φίλαρχο, τον αρχηγό του οικισμού και τους πρώτους αγρότες, μέχρι τον βασιλιά, τον αυτοκράτορα, τον έμπορο και τον δούλο, οι κοινωνικές ομάδες επηρεάζονταν από την κοινωνία και το πρόσωπο της διαμορφωνόταν ανάλογα.
Έτσι, η ανθρώπινη κοινωνία διακλαδώθηκε σε επιμέρους κοινωνικές τάξεις, οι οποίες εκπροσωπούσαν τις ανθρώπινες καταστάσεις στις οποίες ζούσε ο κάθε άνθρωπος, το κάθε μέλος της κοινωνίας. Όμως, αυτό που χαρακτήριζε τόσο την κοινωνία, αλλά και την κοινωνική διαστρωμάτωση, μέσα σε αυτήν, ήταν ανέκαθεν ο τόπος στον οποίο κατοικούσε και άκμαζε η κοινωνία αυτή. Δηλαδή, το αστικό κέντρο στο οποίο συγκεντρώνονταν όλοι αυτοί οι διαφορετικοί άνθρωποι και κατείχαν μια κοινή ταυτότητα[1].
Στην Ιουδαία της Καινής Διαθήκης, εκτός από την Ιερουσαλήμ,άλλες μεγάλες πόλεις που υπήρχαν ήταν η Σέπφωρις, η Τιβεριάδα και η Καισάρεια. Στα αστικά κέντρα κατοικούσαν οι ανώτερες τάξεις, όπως και οι έμποροι και οι τεχνίτες. Ο υπόλοιπος πληθυσμός κατοικούσε γύρω από αυτές σε χωριά και συνοικισμούς. Η ιουδαϊκή κοινωνία τόσο πρίν, όσο και μετά την μεταιχμαλωσιακή περίοδο ήταν ιεραρχική όπως αρκετές άλλες κοινωνίες των χρόνων εκείνων[2]. Οι τάξεις σε γενικές γραμμές ήταν τρείς, η ανώτερη, η μεσαία και η κατώτερη. Η ιουδαϊκή κοινωνία εμφάνιζε ολιγαρχικές, δημοκρατικές και μοναρχικές τάσεις σε όλη την περίοδο της ιστορία της[3]. Οι τάσεις αυτές πολλές φορές συνυπήρχαν και λειτουργούσαν μαζί δημιουργώντας ένα πολιτικό ψηφιδωτό.
Η ανώτερη τάξη χωριζόταν σε άλλες επιμέρους τάξεις που στην κορυφή της υπήρχε ο ηγεμόνας, ο οποίος αποτελούσε από μόνος του μια τάξη και ακολουθούσε η πραγματικά άρχουσα τάξη στην οποία ανήκε ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού που συγκέντρωνε την μεγαλύτερη ποσότητα υλικών αγαθών. Η κατοχή πλούτου και αξιωμάτων ήταν αυτό που χαρακτήριζε την ανώτερη τάξη η οποία ασκούσε τον έλεγχο στην επικράτεια της χώρας[4]. Όμως, η κατοχή υλικού πλούτου και ευημερίας δεν σήμαινε πάντα ότι κάποιος ανήκε σε αυτήν την τάξη. Κοντά στην ανώτερη τάξη υπήρχε προσκολλημένη η τάξη των σοφερίμ (γραμματέων) οι οποίοι είχαν ως αρμοδιότητα την ενασχόληση τους με την γραφειοκρατία, τα οικονομικά, την εκπαίδευση των νέων, την οργάνωση του στρατού και άλλα πολλά[5]. Η τάξη των εμπόρων ήταν γενικότερα πιο ελεύθερη από τις υπόλοιπες τάξεις, εξαιτίας της ιδιότητας τους και των απαιτήσεων του επαγγέλματος τους. Οι ιερείς, τέλος, όπως και ο αρχιερέας ασκούσαν μεγάλη επιρροή στον λαό γι’ αυτό τον λόγο ήταν καθοριστική δύναμη μέσα στην κοινωνία. Οι ιερείςγίνονταν μόνο, με κληρονομική διαδοχή και ήταν αυτοί που λειτουργούσαν στον Ναό[6].
Στην μεσαία τάξη ανήκαν όσοι είχαν μικρότερες επιχειρήσεις και ήταν ελεύθεροι, σημαντικό χαρακτηριστικό για την εποχή[7]. Οι αλλαγές στην φορολογία, αλλά και οι δυσμενείς συνθήκες ήταν αυτές που επηρέαζαν τους μικροεμπόρους και τους έπλητταν περισσότερο από κάθε άλλη τάξη. Η κατώτερη τάξη ήταν διαμορφωμένη και αυτή από διάφορες κοινωνικές ομάδες. Οι πιο ευνοημένοι ήταν αυτοί που κατείχαν γη και μπορούσαν να ζουν μέσω αυτής. Άλλωστε οι αγροτικές ασχολίες ήταν η κύρια δραστηριότητα των ανθρώπων της εποχής. Οι αγρότες ήταν αυτοί που σήκωναν το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος, αφού μεγάλο κομμάτι των προϊόντων τους έπρεπε να το δίνουν σε μορφή φόρου είτε στους αριστοκράτες, είτε στους Ρωμαίους, είτε στον Ναό ως ετήσια προσφορά. Οι τεχνίτες και αυτοί δεν βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση διότι, έπρεπε να ταξιδεύουν συχνά όπως ήταν στην φύση του επαγγέλματος τους.
Στα κατώτερα κοινωνικά επίπεδα ανήκαν οι δούλοι και όλοι αυτοί που έκαναν επαγγέλματα τα οποία οι υπόλοιποι τα θεωρούσαν απεχθή, όπως των μεταλλωρύχων[8]. Η δουλεία, ήταν αρκετά διαδεδομένη την ελληνιστική και την ρωμαϊκή εποχή. Η κατάσταση της δουλείας θα μπορούσε να προέλθει από πόλεμο, πειρατεία, απαγωγές, από προσωπικό χρέος σε κάποιον ή και επειδή ένα παιδί γεννήθηκε σε κατάσταση δουλείας. Ο μέσος όρος των δούλων προερχόταν από την Ανατολή, όμως αργότερα η Γαλατία, η Γερμανία και η Βρετανία έγιναν μια σημαντική πηγή δουλείας.
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην πολιτική θέση του δούλου μέσα στην κοινωνία λέγοντας ότι ο δούλος αντιμετωπίζεται ως ένα αντικείμενο. Είναι ένα έμψυχο εργαλείοκαι γι’ αυτό τον λόγο δεν είχε δικαιώματα και ήταν ιδιοκτησία του κυρίου του[9]. Οι τέσσερεις ελευθερίες που είχαν όλοι οι Έλληνες στην αρχαία Ελλάδα ήταν αυτές που τις αρνείτο ο δούλος. Η πρώτη ήταν το δικαίωμα να υπερασπίζεται κάποιος τον εαυτό του σε νομικά πλαίσια, το δεύτερο ήταν να μπορεί να προστατεύεται από παράνομες κατασχέσεις, το τρίτο ήταν να δουλεύει όπου επιθυμεί, ενώ το τέταρτο να μπορεί να κινείται ελεύθερα[10].
Βέβαια, όλα είχαν να κάνουν από τον ίδιοτον ιδιοκτήτη, τον κύριο του δούλου. Δηλαδή υπό ορισμένες συνθήκες εάν αυτός που είχε τον δούλο ενδιαφερόταν για αυτόν και τον μεταχειριζόταν ανθρώπινα, τότε, ο δούλος θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση από αρκετούς άλλους ελεύθερους, ενώ εάν ο δούλος είχε κάποιον ιδιοκτήτη ο οποίος δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα γι’ αυτόν, η ζωή του δούλου θα ήταν πολύ δύσκολη, διότι πιθανόν επειδή τον θεωρούσε περιουσιακό αντικείμενο θα τον έβλεπε και αναλώσιμο.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ