Ο μολυσματικός ιός της κενοδοξίας
18 Μαΐου 2021Κενοδοξία είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να πορισθεί δόξα για μάταια πράγματα. Υπάρχει και η φιλοδοξία ως επιδίωξη αποκτήσεως δόξας για μεγάλα και σπουδαία πράγματα με ανθρωποκεντρικό πάντοτε σκοπό και όχι για την δόξα του Θεού[1]. Αν εξετάσει κάποιος τον εαυτό του, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, θα δεί ότι όλα σχεδόν τα κάνει για τους ανθρώπους. Θα είμασταν πολύ ευτυχείς, αν κάναμε για τον Θεό τόσα, όσα κάνουμε για τους ανθρώπους, δηλαδή για την δόξα, την τιμή και τον φόβο από αυτούς[2]. Από θεολογική λοιπόν άποψη όχι μόνο η κενοδοξία αλλά και η φιλοδοξία αποτελεί πάθος που οδηγεί σε έριδες και φθόνους, γι’αυτό πρέπει και αυτή να θεραπεύεται με την ταπεινοφροσύνη[3].
Η κενοδοξία ως επιθυμία κενής, δηλαδή μάταιας και ψεύτικης δόξας, αποτελεί φοβερό και ύπουλο εχθρό του ανθρώπου. Αυτή τροφοδοτεί έναν ακατάπαυστο αδιόρατο πόλεμο μέσα του, εισαγοντας τον μολυσματικό ιο της σε όλες τις διαθέσεις και ενεργειές του, ίσως μάλιστα χειρότερο από τον κορονοιό, γιατί είναι διεισδυτικότερος και προκαλεί διαχρονική πανδημία. Η κενοδοξία, που εύστοχα χαρακτηρίζεται ως «αραχνώδης βδέλλα»[4], χαίρεται κακόβουλα, όπως γράφει ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, για κάθε ενασχόληση του ανθρώπου, γιατί μπορεί να εισχωρήσει σε καθεμιά από αυτές.
Κενόδοξος είναι κάθε άνθρωπος που θέλει να επιδεικνύεται[5]. Έτσι ο κενόδοξος, όταν νηστεύει, κενοδοξεί, αλλά και οταν καταλύει την νηστεία για να μη φανεί ότι νηστεύει, πάλι κενοδοξεί συλλογιζόμενος την σύνεση που δείχνει. Όταν φορεί λαμπρά ρούχα νικιέται από την κενοδοξία, αλλά και όταν φορέσει ταπεινά, πάλι κενοδοξεί, σκεπτόμενος ότι ταπεινοφρονεί. Όταν μιλάει, νικιέται από την κενοδοξία, αλλά και όταν σιωπά, πάλι νικιέται. Όπως και αν ρίξεις το τριβόλι της κενοδοξίας, το κεντρί του στέκεται όρθιο[6]. Έτσι συμβαίνει πολλές φορές, ενώ ο άνθρωπος καλλιεργεί τις αρετές, να ασκεί τις κακίες που συμπλέκονται αφανώς με αυτές[7].
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο για να αποκτήσει κάποιος την δόξα πρέπει να την αποφεύγει: «Δόξης ουκ έστιν άλλως επιτυχείν, αλλ’ ή εν τω φεύγειν δόξαν»[8]. Για να αποκτηθεί η αληθινη δόξα, πρέπει να καταφρονηθεί η επίγεια δόξα. Η κενοδοξια ερημώνει την ψυχή του ανθρώπου από την χάρη του Θεού και χρειάζεται πολλή πείρα και μεγάλος αγώνας, για να νικηθεί το πάθος αυτό[9]. Όταν επιδιώκεται η επίγεια δόξα, ιδίως μάλιστα με έργα που έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα, ο άνθρωπος ζημιώνεται πολύ· «βδέλυγμα γαρ της δυνάμεως του Θεού εστιν άνθρωπος ο ποιων τα έργα αυτού κατά ανθρωπαρέσκειαν»[10].
Η χάρη του Θεού που χαροποιεί, θερμαίνει και ευφραίνει την ψυχή του ανθρώπου, δεν παραμένει σε αυτόν που ενεργεί με ανθρωπαρέσκεια. Όποιος επιθυμεί να καρποφορήσει πνευματικά, πρέπει να αγωνίζεται ακατάπαυστα με φόβο Θεού και αγάπη, για να συντρίβει σε όλα τα έργα του το πνεύμα της κενοδοξίας. Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί το πονηρό αυτό πνεύμα εμφιλοχωρεί σε κάθε πράξη αρετής που επιχειρεί ο άνθρωπος[11]. Η μέθοδος που εφαρμόζει το πνεύμα της κακίας είναι να βρίσκει τον άνθρωπο «έξω μνήμης και αγάπης και ζητήσεως Θεού» και να τον κάνει να θεωρεί βαριά και δύσκολα τα εντάλματα του Θεού η να εξαπατά τον εαυτό του και να τον παρασύρει στην οίηση, θεωρώντας τον μεγάλο και σπουδαίο γιατί κατόρθωσε να τα τηρήσει[12].
Στο βιβλίο της Κλίμακος η κενοδοξία χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων και ως «απόγονος της απιστίας και πρόδρομος της υπερηφανείας»[13]. Στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ο Χριστός καυτηριάζοντας την απιστία των Φαρισαίων και των απιστούντων Ιουδαίων λέει: «Πως δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε»[14]; Η ανθρωπαρέσκεια βρίσκεται στην ρίζα της απιστίας. Όποιος επιθυμεί να δοξάζεται από τους ανθρώπους για τα έργα του, λησμονεί τον Θεό και αδυνατεί να τον πιστέψει.
Η κενοδοξία ανατρέπει και διασκοπίζει το νόημα της ζωής του ανθρώπου. Τον συνδέει με πρόσκαιρους και ανυπόστατους σκοπούς, και παραμερίζοντας τον κύριο σκοπό του διοχετεύει τις προσπάθειές του από την καταξίωση στην απαξίωση. Ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου βρίσκεται στην τελείωσή του, που πραγματοποιείται κατά το πρότυπο του Χριστού[15]. Όλη η αιώνια δόξα ανήκει στον Θεό. Αυτός είναι ο Κύριος της δόξης. Ο άνθρωπος καλείται να κάνει τα πάντα για την δόξα του Θεού[16]. Αυτό έκανε στην τέλεια μορφή του ο Χριστός για λογαριασμό των ανθρώπων[17], ώστε και οι άνθρωποι να γίνουν κοινωνοί της δικής του δόξας[18].
Όσοι τοποθετούνται στην προοπτική που διανοίγει στον άνθρωπο η εν Χριστώ υιοθεσία, υψώνονται σε ένα καινούργιο υπαρκτικό επίπεδο, αποκτούν μία νέα ταυτότητα, η οποία τους διατηρεί ακλόνητους μέσα στην εναλλαγή των ποικίλων καταστάσεων της καθημερινής ζωής. Παραμένουν εδραίοι «έχοντες τον σκοπόν της τελειότητος και την ελευθερίαν διά του πνεύματος της υιοθεσίας»[19]. Ευρισκόμενοι στην «σαγήνη της χαριτος» μπορούν να αντέχουν τον πόνο, την πείνα και τα άλλα θλιβερά της παρούσας ζωής. «Ο αρραβών και η παράκλησις του πνεύματος» συνοδεύουν και στηρίζουν τους πιστούς που θλίβονται κατά την παρούσα ζωή, ενώ η τέλεια ανάπαυση και ανταπόδοση θα φανερωθούν στο μέλλον[20].
Όταν ο άνθρωπος συμπάσχει με τον Χριστό, τότε συνδοξάζεται μαζί του. Για να το επιτύχει όμως αυτό, πρέπει να καταφρονησει την ανθρώπινη δόξα που τον καθιστά υποχείριο της ματαιότητας. Όταν το κατορθώνει αυτό, τότε και ο συνδοξασμός του με τον Χριστό δεν αναμένεται μόνο στο μέλλον, αλλά αρχίζει να βιώνεται ήδη από το παρόν· από την παρούσα ζωή αρχίζει να δοξάζεται «το σώμα αυτού μετά της ψυχής αυτού»[21]. Άλλωστε και η δόξα του Χριστού δεν άρχισε μετά από το Πάθος του, αλλά μαζί με το Πάθος του· «νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ»[22].
Όποιος επιθυμεί την δόξα των ανθρώπων, παραμένει καθηλωμένος στην αβεβαιότητα της ματαιότητας. Αυτό συμβαίνει με όσους παραμένουν στην κατάσταση του παλαιού ανθρώπου. Έτσι υπάρχουν και μοναχοί ακόμα που εγκατέλειψαν τον κόσμο και ζούν βιάζοντας τον εαυτό τους με νηστεία, αγρυπνία και ακτημοσύνη, αλλά ευχαριστούνται με την δόξα και τους επαίνους των ανθρώπων, ενώ άλλοι χαίρονται και αναπαύονται με την παράκληση που τους παρέχει ο Θεός μέσα στην πενία και την κακουχία τους. Στην πρώτη περίπτωση υπεισέρχεται το πνεύμα της κενοδοξίας που εμποδίζει την επίσκεψη της χάριτος του Θεού και καθιστά κοπιαστική και ατελέσφορη την ασκητική ζωή, ενώ στην δεύτερη απουσιάζει το πνεύμα της κενοδοξίας και ενεργεί η παρουσία της χάριτος.
Το όλο πρόβλημα εδώ προκύπτει από το αν και κατά πόσο η εν Χριστώ υιοθεσία αντιμετωπίζεται μόνο ως ελπιζόμενη δωρέα, ή βιώνεται και ως δεδομένη εμπειρική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια εξαρτάται από το αν και κατά πόσο αισθάνεται ο Χριστιανός στην καθημερινή του ζωή την παρουσία και την πρόνοια του Θεού, η περιμένει ότι τα πάντα θα συμβούν μετά τον θάνατό του. Στην πρώτη περίπτωση ο Χριστιανός είναι βέβαιος ότι εποπτεύει ο Θεός την ζωή του, διατηρεί ζωντανή προσωπική κοινωνία μαζί του και αισθάνεται σε κάθε δυσκολία του τον «εν θλίψει πλατυσμόν»[23], ενώ στην δεύτερη δεν διαπνεέεται από την βεβαιότητα αυτήν, αλλά ελπίζει ότι τελικά ο Θεός θα τον λυτρώσει από το κακό και θα τον ελευθερώσει.
Η γνήσια χριστιανική ζωή, γράφει ο όσιος Σωφρόνιος ο Αγιορείτης, «είναι κατά τη φύση της αφανής, διακριτική, συνεσταλμένη, μυστική, και εμβαθύνει η ίδια στον εαυτό της»[24]. Αυτό το νόημα έχει και η προτροπή του Χριστού για την «εν τω κρυπτώ» προσευχή προς τον Πατέρα[25]. Αλλά και η διακριτική αυτή συμπεριφορά, που μπορεί κάποτε να γίνει αντιληπτή από άλλους και να εκδηλωθεί ως θαυμασμός προς αυτόν, μπορεί και με την παραμικρή απροσεξία να αποσπάσει τον πιστό από την μυστική σχέση με τον Πατέρα και να τον οδηγήσει στην κενοδοξία.
Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την καλλιέργεια των άλλων γνησίων χριστιανικών αρετών, που υποπίπτουν ευκολότερα στην αντίληψη των άλλων και προκαλούν κοσμικούς επαίνους για την άσκηση τους, όπως είναι η ελεημοσύνη, η φιλοξενία, η αλληλεγγύη και άλλες. Όταν λοιπόν οι έπαινοι για τις αρετές αυτές γινονται ευχαρίστως αποδεκτοί από τον επαινούμενο και εξακολουθούν να ασκούνται, χωρίς εσωτερική αυτεπίγνωση και ταπείνωση, οδηγούν στην κενοδοξία και την υποκρισία[26].
Στην επί του όρους ομιλία γίνονται ιδιαίτερες συστάσεις για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ασκούν οι Χριστιανοί τις αρετές, για να μην αλλοτριώνονται και μεταλλάσσονται τελικά σε ελαττώματα και κακίες. Έτσι εφιστάται η προσοχή για τον τρόπο ασκήσεως της ελεημοσύνης, της προσευχής και της νηστείας, ώστε αυτές, όπως και όλες γενικώς οι αρετές, να μην ασκούνται με διάθεση ανθρωπαρέσκειας, για να διατηρούν την πραγματική τους αξία[27]. Το πάθος της ανθρωπαρέσκειας η της κενοδοξίας, στην οποία εύκολα διολισθαίνει ο άνθρωπος νοθεύει τα αγαθά κίνητρά του.
Η κακία διαθέτει πολλά οχυρώματα. Όταν καταρρέουν τα πρώτα παραμένουν τα άλλα, ώστε ο αγωνιστής να μην παραμένει ποτέ ασφαλής. Πρώτα οχυρώματά της είναι η σαρκική επιθυμία και η φιλαργυρία[28]. Αυτά δεν περιορίζονται στις εξωτερικές καταστάσεις και τις σχέσεις των ανθρώπων με τα πράγματα, αλλά συνδέονται με το φρόνημά του. Μπορεί κάποιος να είναι φτωχός, αλλά να επιθυμεί τον πλούτο, οπότε η αλλαγή μιάς εξωτερικής καταστάσεως είναι ικανή να τον ανατρέψει. Αν όμως απαρνηθεί το κοσμικό φρόνημά του και προσφερθεί αυτοπροαίρετα στον Θεό, τότε εκείνος θα ξεριζώσει τα πάθη και τους λογισμούς της κακίας από μέσα του, θα τον καθαρίσει και θα καρποφορήσει πνευματικά. Ο Θεός χρειάζεται μόνο την προαίρεση του ανθρώπου, προκειμένου να τον ελεήσει και να τον φωτίσει[29].
Έργο του Χριστιανού είναι να έχει τον νού του προσηλωμεένο στον Θεό και να καλλιεργεί την αρετή τηρώντας τις εντολές. Αντιθέτως όλος ο αγώνας του πονηρού είναι να αποσπάσει τον νού του ανθρώπου από την μνήμη του Θεού και να προωθήσει την κακία με την λήθη του Θεού και την καταφρόνηση των εντολων του. Ο αγώνας όμως του πονηρού δεν περιορίζεται ως εδώ, αλλά επεκτείνετει με την φαλκίδευση της αρετής που κατορθώνει ο άνθρωπος με κόπους και προσπάθειες. Και η φαλκίδευση αυτή πραγματοποιείται με την κενοδοξία, που ενεργεί ως «σκορπιστήριο των κόπων, απώλεια των ιδρώτων και επίβουλος των θησαυρών»[30].
Η κενοδοξία ως «αραχνώδης βδέλλα» εισδύει αδιόρατα στον έσω άνθρωπο επηρεάζει τον νού του, και μολύνει ακόμα και τις ευγενέστερες πράξεις και διαθέσεις του. Στην καρδιά του ανθρώπου κρύβεται ο αληθινός θάνατος, και αν αυτός δεν νικηθεί, η κενοδοξία εξακολουθεί να πραγματοποιεί το μολυσματικό έργο της. Όσο ο νούς του ανθρώπου παραμένει «αιχμάλωτος και δούλος της αμαρτίας»[31], κάθε καλή πράξη του μολύνεται από την κενοδοξία. Και όσοι προσέρχονται στον Θεό με παρρησία και εμπιστοσύνη στα έργα τους δεν τον ευαρεστούν, αλλά τον εξοργίζουν.
Για να ματαιωθεί το έργο της κενοδοξίας, πρέπει να καθαρθεί ο νούς και η καρδιά του ανθρώπου, και να δοθεί ολόκληρος ο άνθρωπος στον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να αγιασθεί. Ο αγιασμός όμως αυτός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον ίδιο, αλλά από τον μόνο άγιο, τον Θεό. Πραγματοποιείται από τον Θεό, που από ανερμήνευτη φιλανθρωπία έγινε άνθρωπος, ανέλαβε την εκπεσμένη ανθρώπινη φύση και την αγίασε αγιάζοντας τον εαυτό του για χάρη των ανθρώπων[32].
Ο Χριστός αγίασε ως άνθρωπος τον εαυτό του προσφέροντάς τον μέχρι θανάτου στον Θεό Πατέρα. Ανύψωσε με τον θάνατο και την ανάστασή του την κτιστή ανθρώπινη φύση, ελεύθερη από την αμαρτία, στην άκτιστη Βασιλεία του Θεού. Έτσι υπέδειξε και στον άνθρωπο την οδό που οδηγεί στο άγιο Αρχέτυπό του, τον Τριαδικό Θεό.Η αγιότητα του άκτιστου Θεού παρέχεται στον κτιστό και αμαρτωλό άνθρωπο ως δωρέα του σταυρού. «Στον σταυρό, όπως και στο ποτήριο του Κυρίου», γράφει ο όσιος Σωφρόνιος, «το κτιστό είναι μου συνδέεται με το ακτιστο Θείο Είναι. Προς ένδειξη αυτού ασπαζόμαστε τον σταυρο, με τον οποίο ο λειτουργός ευλογεί τους πιστούς στην Εκκλησία»[33].
Ο άνθρωπος χωρίς την χάρη του Θεού είναι ικανός μόνο για την αμαρτία. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς διατυπώνει την αλήθεια αυτή κατηγορηματικά: «Του Θεού μη ενεργούντος εν ημίν, αμαρτία παν το παρ’ ημών γινόμενον»[34]. Έτσι κατανοείται άλλωστε και η φράση του Κυρίου: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»[35]. Κάθε καλό έργο, κάθε πραγματική αρετή πραγματοποείται από τον άνθρωπο με την χάρη του Θεού. Γι’ αυτόν όμως τον λόγο οφείλει να ασκείται από τον άνθρωπο κενωτικά.
Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο Μέγας νηπτικός ιεράρχης και κοινωνικός εργάτης Βασίλειος Καισαρείας στην αγία Αναφορά της φερώνυμης Λειτουργίας του: «Διά τούτο, Δέσποτα πανάγιε, και ημείς οι αμαρτωλοί και ανάξιοι δούλοί σου, οι καταξιωθέντες λειτουργείν τω αγίω σου θυσιαστηρίω, ου διά τας δικαιοσύνας ημών (ου γαρ επράξαμέν τι αγαθόν επί της γης), αλλά διά τα ελέη σου και τους οικτιρμούς σου, ούς εξέχεας πλουσίως εφ’ ημάς, θαρρούντες προσεγγιζομεν τω αγίω σου θυσιαστηρίω…»[36].
Χωρίς την ταπείνωση οποιοδήποτε καλό έργο, οποιαδήποτε αρετή η θεάρεστη πράξη, αλλοτριώνεται και διαβρώνεται απο το «σκορπιστήριόν» της, την κενοδοξία. Αλλά και η επιβραβευση των ανθρώπων από τον Θεό δεν γίνεται για τις αρετές και για τους κόπους που κάνουν γι’αυτές, αλλά για την ταπείνωση που γεννούν. Αν απουσιάσει η ταπείνωση οι αρετές του ανθρώπου χάνουν κάθε αξία. Η αμοιβή του Θεού στους εργάτες της αρετής, λέει ο όσιος Ισαάκ, δεν δίδεται για την εργασία αλλά για την ταπείνωση[37].
Η εργασία της αρετής πραγματοποιείται με την τήρηση των θείων εντολών[38]. Οι εντολές του Θεού είναι θείες ενέργειες. Τηρώντας ο πιστός τις θείες εντολές ενεργοποιεί την παρουσία του Θεού μέσα στην ύπαρξή του. Η ενεργοποίηση αυτή είναι γνήσια και ανόθευτη, όταν δεν αναμιγνύεται με ιδιοτελείς επιδιώξεις του ανθρώπου· όταν ο άνθρωπος προσφέρει με πλήρη αυταπάρνηση τον εαυτό του και τις δυνάμεις του για την πραγματοποίηση του θελήματος του Θεού. Και αυτό κατορθώνεται μόνο με τον φόβο του Θεού, που κατακαίει κάθε κάθε ανθρώπινη αυταρέσκεια, και την θεία ταπείνωση, που απενεργοποιεί κάθε κενοδοξία.
Η αποφυγή της δόξας και η απόκρυψη κάθε αρετής αποτελούν σπουδαία μέσα για την καταπολέμηση της κενοδοξίας. Αυτά όμως έχουν αρνητικό χαρακτήρα και αφήνουν ευάλωτο τον άνθρωπο στον βασανιστικό πειρασμό της κενοδοξίας. Η θετική απόκρουση και αποφυγή της απαιτεί δραστικότερο φάρμακο. Και τέτοιο φάρμακο είναι η αναζήτηση και βίωση της ανεπίληπτης δόξας, που πηγάζει από τον πόνο της ανιδιοτελούς και θυσιαστικής αγάπης· από τον πόνο του σταυρού.