Ο κλήρος κατά τις πολιτικές εξελίξεις της Ελληνικής Επανάστασης: Η Β’ Εθνοσυνέλευση και ο εμφύλιος πόλεμος
3 Σεπτεμβρίου 2021Η Β’ Εθνοσυνέλευση έλαβε χώρα στο Άστρος[1] περί τα τέλη Μαρτίου 1823[2]. Κύριο χαρακτηριστικό των εργασιών της ήταν η όξυνση των πνευμάτων και η ένταση μεταξύ των Προκρίτων και των στρατιωτικών[3]. Ο ρόλος της Εκκλησίας είναι εμφανής, από τη στιγμή που το προεδρείο αποτελούνταν από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ως προέδρου και Βρεσθένης Θεοδώρητου ως αντιπροέδρου. Μάλιστα, μέρος των εκλεγμένων βουλευτών από τους πληρεξούσιους που είχαν σταλθεί ήταν κληρικοί. Ρητή διάταξη του εσωτερικού κανονισμού της Συνέλευσης επέτρεπε ξεκάθαρα την παρουσία κληρικών στις εργασίες της[4]. Κάνοντας τη διάκριση μεταξύ των πληρεξούσιων και των βουλευτών καθίσταται σαφές ότι στο Βουλευτικό Σώμα στην πρώτη περίοδο της Συνέλευσης συμμετέχουν κληρικοί, όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός[5] με το αξίωμα του βουλευτή Πελοποννήσου, ο ιεροδιάκονος Γρηγόριος Κωνσταντάς[6] ως βουλευτής Δημητριάδος[7]. Στην Α΄ Εθνοσυνέλευση ο Ιεροδιάκονος Γρηγόριος Κωνσταντάς είχε την ιδιότητα του συνηγόρου της επαρχίας Δημητριάδος και όχι του παραστάτη[8] και ο ιερομόναχος Βενιαμίν ο Λέσβιος ήταν βουλευτής Πελοποννήσου[9]. Ο τελευταίος δε συμμετείχε στην Α΄ Εθνοσυνέλευση[10], απλά είχε εκλεχθεί από τη Συνέλευση της Πελοποννήσου ως μέλος της Εθνικής Βουλής[11].
Στη δεύτερη περίοδο των εργασιών της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, πάλι ο κλήρος παίζει το δικό του πολιτικό ρόλο με την παρουσία του επισκόπου Βρεσθένης Θεοδώρητου, ως βουλευτή του Μυστρά[12], που ενώ ήταν Αντιπρόεδρος της Συνέλευσης έκανε χρέη Προέδρου[13]. Επίσης, στην Εθνοσυνέλευση συμμετείχαν και άλλοι επίσκοποι ως βουλευτές, συγκεκριμένα ο Επίσκοπος Μεθώνης, Ναυαρίνου και Νεοκάστρου Γρηγόριος ως βουλευτής Νεοκάστρου[14] και ο Μητροπολίτης Άρτης και Ναυπάκτου Πορφύριος ως Βουλευτής Ζυγού[15]. Συμμετείχαν, επίσης, ο αρχιμανδρίτης Γεράσιμος Παγώνης, που εκλέχτηκε πληρεξούσιος και βουλευτής δυτικής Σπάρτης το 1823[16] και οι πρεσβύτεροι Θεόδωρος Οικονόμος Κανελλόπουλος βουλευτής Μεθώνης[17], Νικόλαος Οικονόμος βουλευτής Ανατολικής Σπάρτης και ο Θεόφιλος Καίρης βουλευτής Άνδρου[18].
Στην τρίτη και τελευταία περίοδο των εργασιών της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, συμμετέχουν κληρικοί βουλευτές, αρχής γενομένης από τον επίσκοπο Βρεσθένης ως βουλευτή Μυστρά[19], που εκλέχτηκε πάλι αντιπρόεδρος του σώματος[20], τον επίσκοπο Καρύστου Νεόφυτος ως βουλευτή Καρύστου[21], τον Θεόφιλο Καίρη ως βουλευτή Άνδρου[22] και τον ιερέα Δημήτριο Γρίβα ως βουλευτή Μεθώνης[23].
Επίσης, οι πολιτικοί είχαν ένα αριθμητικό προβάδισμα έναντι των στρατιωτικών, αφού στο Προεδρείο συμμετείχαν ο Θ. Νέγρης που είχε καθήκοντα γραμματέα και ο Γιατράκος του φρουράρχου. Οι κατευθυντήριες γραμμές χαράχτηκαν από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο[24]. Σημαντική απόφαση της Εθνοσυνέλευσης ήταν η κατάργηση των διοικητικών σωμάτων των Γερουσιών[25].
Την 1η Απριλίου συγκροτείται επταμελής επιτροπή, που ως αντικείμενο είχε να συντάξει ποινική νομοθεσία σύμφωνα με το πρότυπο της Βυζαντινής νομοθεσίας[26]. Στη σύνθεση της επιτροπής υπερτερούσαν αριθμητικά οι κληρικοί[27]. Συγκεκριμένα, οι κληρικοί ήταν οι εξής: Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος, ο Ταλαντίου Νεόφυτος, ο Βενιαμίν ο ιερομόναχος από τη Λέσβο, ο ιερομόναχος Γεράσιμος Παπαδόπουλος και ο ιεροδιάκονος Γρηγόριος Κωνσταντάς[28]. Τα λαϊκά μέρη, που ήταν τέσσερα, ήταν ο Πανούτσος Νοταράς, ο Ιωάννης Ζαΐμης, ο Γεώργιος Αινιάν κι ο Ιωάννης Κοντουμάς[29].
Στην Β΄ Εθνοσυνέλευση συζητήθηκαν τα ζητήματα της εκκλησιαστικής ευταξίας και εκκλησιαστικής κεφαλής[30]. Αποφασίστηκε ο Υπουργός Θρησκείας να συντάξει σχέδιο σχετικά με τις εκκλησιαστικές διατάξεις[31] και να το καταθέσει στη Διοίκηση για να έχει υπόσταση η Εκκλησία στην Ελλάδα[32]. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ Οικονόμων η Εθνοσυνέλευση επέβαλε προφορικά να μη γίνεται κανένα έγγραφο του Πατριαρχείου δεκτό, ούτε και κάποιου ιεράρχη από την Κωνσταντινούπολη[33] για όσο κρατά ο αγώνας[34]. Επίσης, ο Οικονόμος επισήμανε τους κινδύνους που μπορεί να έχει η με οργανικό νόμο της Α’ Εθνοσυνέλευσης εξομοίωση των αυτοχθόνων Ελλήνων με όσους έρχονται από τις έξω περιοχές, για να μην μεταβεί η ηγεσία της πολιτείας σε ξένα χέρια. Ο διορατικός κληρικός θεώρησε αναγκαίο να γίνει μια διευκρίνιση στο άρθρο του νόμου της Α’ Εθνοσυνέλευσης και να γραφτεί ότι το δικαίωμα ανάληψης αξιωμάτων έχουν μόνο όσοι είναι αυτόχθονες Έλληνες και έχουν πολιτογραφηθεί και που θα έχουν το δικαίωμα να αναλάβουν ανώτατα αξιώματα στον κρατικό μηχανισμό[35]. Η Συνέλευση τοποθετήθηκε σ’ αυτό ορίζοντας ότι οι Υπουργοί Πολέμου, Θρησκείας και Εσωτερικών θα μπορούν να κρίνουν και να αποφασίζουν για την ανάληψη των αξιωμάτων[36].
Η Εθνοσυνέλευση του Άστρους όρισε τη σύνθεση της Κυβέρνησης απέκλεισε στρατιωτικούς, καθώς επίσης απομάκρυνε τον Θ. Νέγρη, που συντάχθηκε πλέον με τους στρατιωτικούς που είχαν δυσαρεστηθεί από την όλη κατάσταση. Ωστόσο, κατόπιν πιέσεων και αντιδράσεων ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ανέλαβε την πέμπτη θέση του Εκτελεστικού[37].
Δυστυχώς, η προσπάθεια να κερδίσουν τον έλεγχο της εξουσίας δημιούργησε δύο μέτωπα, τα οποία σταδιακά μετατρέπονταν σε πολιτικές φατρίες που ξεχνούσαν ποιο είναι το κοινό καλό και ενεργούσαν σύμφωνα με τις προσωπικές φιλοδοξίες των μελών που τις απάρτιζαν. Οι σημαντικές νίκες των ναυτικών δίνουν στους καπετάνιους το δικαίωμα να θέλουν να έχουν ισχυρή άποψη και να αποβλέπουν στην ανάληψη διοικητικών αξιωμάτων. Επίσης, παρατηρείται το φαινόμενο της συσπείρωσης των αντρών που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, όπως για παράδειγμα έπραξαν οι ακμάζουσες οικογένειες της Πελοποννήσου. Μπροστά στον επικείμενο κίνδυνο να περιθωριοποιηθούν από το παιχνίδι της εξουσίας ξέχασαν τις μεταξύ τους διαφορές και συνασπίστηκαν για να αντιμετωπίσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Γενικά, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους στρατιωτικούς και τους πολιτικούς ολοένα αυξάνονταν[38]. Το ένα στρατόπεδο που ουσιαστικά τα μέλη του ταυτίζονταν με τα μέλη του Εκτελεστικού και αποτελούνταν κυρίως από τους Προκρίτους της Πελοποννήσου και το Βουλευτικό που υποστηρίζονταν από νησιώτες, οπλαρχηγούς και στο οποίο συμμετείχαν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ανδρέας Λόντος και Ανδρέας Ζαΐμης[39].
Το Βουλευτικό σώμα κρίνοντας παράνομες κάποιες ενέργειες του Εκτελεστικού αξίωσε την παραίτηση και αρνούμενα τα μέλη να παραιτηθούν προέβη σε σύσταση νέου Εκτελεστικού[40], ορίζοντας τον Γεώργιο Κουντουριώτη ως πρόεδρο και με νέα έδρα το Κρανίδι[41].
Τα κίνητρα των δύο πλευρών δεν περιορίζονταν μόνο στην ανάληψη εξουσίας[42]. Στην περίπτωση των νησιωτών και ιδιαίτερα των Υδραίων απέβλεπαν και την παραχώρηση εκ μέρους της κεντρικής εξουσίας γης στην περιοχή της Αργολίδας[43].
Η προβλεπόμενη συνέλευση της Γερουσίας της Ανατολικής Ελλάδας στις 14 Σεπτεμβρίου του 1821 δεν πραγματοποιήθηκε. Οι εργασίες της συνέλευσης ξεκίνησαν δύο μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 15 Νοεμβρίου. Συμμετείχαν πρόκριτοι, κληρικοί και οπλαρχηγοί διαφόρων περιοχών της Ελλάδας, όχι μόνο από την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε στη Συνέλευση ο Άνθιμος Γαζής και ο ιεροδιάκονος Γρηγόριος Κωνσταντάς[44]. Δεν είναι εύκολο να υπολογισθεί το πόσο συνέβαλε ο Άνθιμος στην τελική μορφή που είχε το κείμενο του καταστατικού οργανισμό, που τιτλοφορούνταν «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος», γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία που να διασώθηκαν και να το μαρτυρούν. Ωστόσο, τα μέλη της συνέλευσης τον εκλέγουν πληρεξούσιο για τις επαρχίες στην ανατολική Στερεά Ελλάδα, όσον αφορά τις εργασίες της Α’ Εθνοσυνέλευσης[45].
Ήταν γεγονός πλέον η κατάργηση των τοπικών διοικητικών οργάνων τόσο της Πελοποννήσου, όσο και της Στερεάς Ελλάδας με απόφαση της Β’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους. Σχετικά με τη Γερουσία της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας, πρέπει να σημειωθεί ότι λίγους μήνες πριν τη Εθνοσυνέλευση του Άστρους οι επίσκοποι Θηβών Παισίου και Καρυστίας Νεόφυτου, εργάστηκαν για την κατάργηση του Αρείου Πάγου. Οι δύο επίσκοποι συνεργάστηκαν με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που ήταν σε διαφωνία και αντιπαλότητα με το συγκεκριμένο διοικητικό όργανο και πέτυχαν με τη βοήθεια και άλλων προσώπων την κατάργηση της στην συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1822[46], στην οποία προήδρευε ο Αθηνών Διονύσιος[47]. Οι διοικητικές αρμοδιότητες της Ανατολικής Χέρσου Γερουσίας μεταφέρονταν μέχρι να συγκληθεί η Β΄ Εθνοσυνέλευση στις αντιπροσωπείες και τις εφορείες των ελεύθερων περιοχών. Σε τελετή που πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 1822 ανακηρύχτηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αρχιστράτηγος[48].Δύο συμμετέχοντες αρχιερείς και συγκεκριμένα ο Αθηνών Διονύσιος και ο Θηβών Παίσιος έδωσαν στον Ανδρούτσο ως όπλο για τους μελλοντικούς αγώνες, το ξίφος του Ομέρ Βρυώνη[49], γεγονός που δυσχέραινε πολιτικά και διπλωματικά τις σχέσεις τους με τον Νέγρη και τα μέλη του Αρείου Πάγου που τον υποστήριζαν[50].
Η οριστική κατάργηση του Αρείου Πάγου δεν ανέκοψε την πολιτική Δράση του Άνθιμου Γαζή, που απλά κινήθηκε από άλλη θέση με σκοπό να ενισχύσει την εδραίωση του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, συμμετέχοντας ως μέλος σε όλες τις επιτροπές των πρώτων χρόνων, που συγκροτήθηκαν για να αντιμετωπίσουν τα ανακύπτοντα στρατιωτικά θέματα[51]. Συγκεκριμένα, αναγνώριση της δράσης του ήταν η εκλογή του από το Βουλευτικό ως μέλος της επιτροπής που συστάθηκε το Μάιο του 1824 για να αντιμετωπιστούν διάφορα στρατιωτικά θέματα[52]. Ο Γαζής εργάστηκε και ως μέλος επιτροπών για εκπαιδευτικά θέματα[53].
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ