Η εικόνα της Παναγίας της Αγιοσορίτισσας
18 Μαρτίου 2022Ἡ ὀνομασία «Ἁγιοσορίτισσα»[1] εἶναι σύνθετη ἀπό τίς λέξεις «ἁγία» καί «σορός» καί δηλώνει τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού φυλασσόταν στό ἱερό παρεκκλήσι τῆς «Ἁγίας Σοροῦ», στόν περίφημο ναό τῶν Χαλκοπρατείων[2] στήν Κωνσταντινούπολη, μέ θύρες ἀπό ἤλεκτρο, ἀσήμι καί χρυσό[3], ἐκεῖ πού ἦταν ἡ Ἁγία Σορός (ἡ Ἁγία Ζώνη) τῆς Θεοτόκου. Κτήτορες τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Σοροῦ, πού ἦταν προσκολλημένο στόν κυρίως ναό, εἶναι ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος Β΄(565-574) καί ἡ αὐγούστα Σοφία[4]. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος (395-408) ἦταν αὐτός πού ἀνέλαβε τήν πρωτοβουλία νά μεταφέρει τήν Ἁγία Ζώνη ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στήν Κωνσταντινούπολη καί νά τήν τοποθετήσει μέσα σέ φρικτή καί ἀειλαμπῆ κιβωτό[5] στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων πού κτίσθηκε ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Πουλχερία (450-453)[6]. Τό γεγονός αὐτό ἑορτάζεται στίς 31 Αὐγούστου[7].
Τά Χαλκοπρατεῖα ἦταν συνοικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως κείμενη πλησίον τῆς Ἁγίας Σοφίας. Κλήθηκε ἔτσι, διότι ἀπό τῶν χρόνων τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἔκειτο σέ αὐτή ὁ ἔμβολος (στοά), ὅπου βρίσκονταν τά ἐργαστήρια κατασκευῆς καί ἐμπορίου χάλκινων άντικειμένων[8]. Ἡ συνοικία ἦταν γνωστή καί ὡς ἡ συνοικία τῶν «Χαρτοπρατείων», ἐξαιτίας τῆς ὕπαρξης ἐργαστηρίων γραφικῆς ὕλης[9].
Ἡ Θεοτόκος τῶν Χαλκοπρατείων ἀποτελεῖ τή σημαντικότερη ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀφιερωμένη στήν Παναγία μέχρι τήν ἀνάδειξη τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν. Βρίσκεται βόρεια τοῦ Πατριαρχείου καί σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό συγκρότημα τῆς Ἁγίας Σοφίας[10]. Ὁ ναός ἀνήκει στόν τύπο τῆς τρίκλιτης βασιλικῆς μέ μία τρίπλευρη ἀψίδα καί νάρθηκα στά δυτικά. Δυτικότερα ὑπήρχε τρίστωο αἴθριο μέ διαστάσεις παρόμοιες μέ ἐκείνες τοῦ αἰθρίου τῆς βασιλικῆς τοῦ Στουδίου[11]. Στή διάρκεια τῆς ἱστορίας του, ὁ ναός ἔγινε θέατρο σημαντικῶν γεγονότων. Κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α΄ ἡ ἐκκλησία χρησιμοποιήθηκε ὡς πατριαρχικός ναός γιά πέντε χρόνια (532-537), ἀπό τήν καταστροφή τῆς Ἁγίας Σοφίας, στίς πυρκαγιές τῆς στάσης τοῦ Νίκα, μέχρι τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἰουστινιάνειου ναοῦ[12]. Στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων συνῆλθε ἡ Σύνοδος τοῦ 536, πού ἀναθεμάτισε τούς μονοφυσίτες καί τόν μονοφυσίτη πρώην πατριάρχη Ἄνθιμο Α΄[13]. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118), ἐξαιτίας τῆς σοβαρῆς οἰκονομικῆς κρίσης, προχώρησε στή δήμευση ἐκκλησιαστικών ἀντικειμένων, γιά νά μπορέσει νά ἀντιμετωπίσει τίς ἐπιθέσεις τῶν Νορμανδῶν[14]. Ἀπό τό ναό τῆς Παναγίας τῶν Χαλκοπρατείων ἀφαιρέθηκαν τότε οἱ χρυσές θύρες. Ὡς ἀποζημίωση ὁρίσθηκε ἕνα ἐτήσιο κονδύλιο ἀπό τό βασιλικό ταμεῖο[15]. Τέλος, τήν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας ὁ ναός χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν λατινικό κλῆρο[16]. Ἐλάχιστα τμήματα τοῦ μνημείου διατηροῦνται σήμερα[17].
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας θεωρεῖται ἡ ἀρχαιότερη ἐγκαυστική εἰκόνα μέ τόν συγκεκριμένο εἰκονογραφικό τύπο πού χρονολογεῖται ἀπό ἱστορικούς ἀπό τόν 2ο μέχρι τόν 5ο αἰώνα[18] καί εἶναι κατά τήν παράδοση ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ[19]. Ἐντάσσεται στήν κατηγορία τῶν ἀχειροποίητων εἰκόνων, ἀφοῦ καί πάλι ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι μετά τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου οἱ Ἀπόστολοι ἐζήτησαν ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ νά ζωγραφίσει τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ὁ Λουκᾶς ἄρχισε τό ἔργο τῆς ἁγιογράφησης ἀλλά τό πρόσωπο τῆς Παναγίας τελειώθηκε διά θαύματος. Ἡ ἀπεικόνιση τῆς θείας μορφῆς τῆς δεομένης Θεοτόκου εἶχε ἁγιογραφηθεῖ μέ θεία παρέμβαση.
Ἡ εἰκόνα φυλασσόταν στά Ἱεροσόλυμα μέχρι πού ἡ αὐγούστα Εὐδοκία[20] (421-443, † 13 Αὐγούστου) τή μετέφερε στήν Κωνσταντινούπολη[21]. Ἡ ἱερά εἰκόνα, πού εἶναι τό πιθανό ἀρχέτυπο τοῦ εἰκονογραφικοῦ τύπου τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, τοποθετήθηκε στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων[22] «ἐν ᾧ παννυχίδα καί λιτήν κατά πᾶσαν τετράδα ἐθέσπιζε γίνεσθαι. Συνάμα φωτί ὅ πηγάζει λαμπάς»[23].
Τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σύμφωνα μέ τή διήγηση κάποιου ἀνώνυμου, μετέφεραν στή Ρώμη ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τρεῖς Ἕλληνες ἐξόριστοι, ὁ Σέρβηλος, ὁ Κέρβηλος καί ὁ Τέμπουλος πού τήν τοποθέτησαν στό ναό πού ἀφιερώθηκε στήν Παναγία καί ἀναφέρεται στίς πηγές ὡς Sancta Maria Tempuli[24]. Στή Ρώμη πρέπει νά ἔφθασε κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Ἐπισκόπου Ρώμης (590-604, +12 Μαρτίου) [25], ὁ ὁποῖος συνδεόταν μέ τούς Ἕλληνες τῆς Κωνσταντι-νούπολης, ἀφοῦ εἶχε διατελέσει ἀποκρισάριος τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης στήν αὐτοκρατορική αὐλή[26].
Κάποτε κάποιοι ἱερεῖς τῆς Ρώμης θέλησαν νά μετακινήσουν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στό ναό τοῦ Λατερανοῦ προκαλώντας μεγάλη στεναχώρια στίς μοναχές. Κατά τή διάρκεια τῆς μεταφορᾶς ξέσπασε κυκλώνας καί τή νύχτα ἡ εἰκόνα ἐπέστρεψε θαυματουργικά στό ναό ἀπό τόν ὁποῖο ἀποσπάσθηκε.
Ὅταν κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου ἡ Ρώμη ὑπέφερε ἀπό τόν λοιμό τῆς πανώλης, ὁ Ἅγιος ἐπικαλέσθηκε γιά τή θεραπεία τῶν ἀνθρώπων τή χάρη τῆς Παναγίας καί διέταξε νά λιτανεύσουν τήν Εἰκόνα της. Ὅταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔφθασε κοντά στόν τάφο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ, στό κάστρο τοῦ Ἀγγέλου ἐμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά της ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ πού ἔβαλε τό σπαθί του στή θήκη του ἐνῶ οὐράνιες δυνάμεις ἔψαλαν τόν ὕμνο «Χαῖρε, Βασίλισσα τοῦ κόσμου». Ἡ Παναγία, πού εἶναι τό πολυθρύλητο θαῦμα τῶν Ἀγγέλων, ἔκανε τό θαῦμα της. Ὁ λοιμός σταμάτησε[27].
Ἡ μορφή τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας εἶναι μία δεόμενη πρός τόν Χριστό Παναγία πού κρύβει μέσα της τήν κραυγή ἀγωνίας καί τήν ἱκεσία τοῦ πιστοῦ, τήν προσευχή του, τήν ἐλπίδα του γιά τό αὔριο, τήν ἐμπειρία τῆς χάριτός της, γιατί αὐτή εἶναι καί παραμένει παρηγοριά καί χαρά τοῦ λαοῦ της. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς μέ τά βλέμματα στραμμένα πρός τήν εἰκόνα Της ἀναφωνοῦμε μέ τρυφερότητα: «Σκέπασέ μας, Παναγία Μητέρα μας, μέ τό τίμιο πέπλο σου κι ἀπό κάθε κακό ἐλευθέρωσέ μας, παρακαλώντας τόν Υἱό σου, τόν Χριστό καί Θεό μας, νά σώσει τίς ψυχές μας».