Η αυτογνωσία υπό το φως της Θεογνωσίας
10 Μαρτίου 2023Η σπουδαιότερη γνώση για τον άνθρωπο, γράφει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, είναι η αυτογνωσία. Γιατί, αν γνωρίσει κάποιος τον εαυτό του, θα γνωρίσει τον Θεό, και γνωρίζοντας τον Θεό θα εξομοιωθεί με αυτόν[1]. Και ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος σημειώνει: Σε αυτόν που γνωρίζει τον εαυτό του παρέχεται η γνώση των πάντων[2]. Συχνά όμως ο άνθρωπος αποφεύγει να γνωρίσει τον πραγματικό εαυτό του, τον φοβάται, και τοποθετεί στην θέση του κάποιο αυτοείδωλο που ανταποκρίνεται στην ἀλλοτριωμένη ύπαρξή του. Έτσι αποτυχαίνει όχι μόνο στην γνώση του εαυτού του ἀλλὰ και στην γνώση του Θεού. Πως όμως μπορεῖ να αποφευχθεί η διπλή αυτή πλάνη;
Η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που ανοίγεται μπροστά μας ως περίοδος περισυλλογής και μετανοίας παρέχει την καταλληλότερη ευκαιρία για να προσεγγίσουμε και να βελτιώσουμε την αυτογνωσία μας και την γνώση του Θεού. Θα μπορούσαμε λοιπόν να απομακρυνθοῡμε κατά την περίοδο αὐτὴν από το πνεύμα της καθημερινότητας και να συνδέσουμε τις συνηθισμένες ενασχολήσεις μας με έναν σκοπό: Nα γνωρίσουμε καλύτερα τον Θεό και τον εαυτό μας. Ο σκοπός αυτός θα προσθέτει μια καινούργια διάσταση στις ποικίλες ἐνασχολήσεις μας και θα πλουτίζει με νέο περιεχόμενο τις δραστηριότητές μας. Έτσι οι ενέργειές μας θα προσλάβουν βαθύτερο νόημα και ένας νέος τρόπος σκέψεως θα δημιουργηθεί μέσα μας.
Ο άγιος Σιλουανός αναφερόμενος στους τρόπους με τους οποίους σχετίζεται ο άνθρωπος με τον Θεό γράφει: «Αλλο εἶναι να πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός, και άλλο να γνωρίζεις τον Θεό… Ὑπάρχουν ψυχές που γνώρισαν τον Κύριο· υπάρχουν ψυχὲς που δεν Τον γνώρισαν, αλλά πιστεύουν· υπάρχουν όμως και άλλες, που ούτε Τον γνώρισαν ούτε πιστεύουν»[3]. Ο ίδιος ο Χριστὸς στην επί του όρους ομιλία του λέει: «Μακάριοι οι καθαροὶ τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»[4]. «Και οι Άγιοι Ἀπόστολοι κι ένα πλήθος ανθρώπων είδαν τον Κύριο κατά σάρκα, αλλά δεν Τον αναγνώρισαν όλοι ως Κύριο. Πολλοί φιλόσοφοι και επιστήμονες έφτασαν να πιστεύουν στην ὕπαρξη του Θεού, αλλά δεν γνώρισαν τον Θεό. Και σε μένα, που είμαι γεμάτος αμαρτίες–σημειώνει ο άγιος Σιλουανός–δόθηκε από το Άγιο Πνεύμα να γνωρίσω ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός»[5].
Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι που βλέπουν τον Θεό και δεν τον αναγνωρίζουν. Άλλοι πάλι τον πιστεύουν, χωρίς να τον βλέπουν. Άλλοι ούτε τον βλέπουν ούτε τον πιστεύουν, ενώ ἄλλοι τον βλέπουν και τον πιστεύουν. Ο Χριστός μακαρίζει αὐτοὺς που δεν τον είδαν και τον πίστεψαν: «Μακάριοι οι μη ἰδόντες και πιστεύσαντες»[6]. Ο ίδιος ο Σιλουανός κατά παράδοξο ἴσως τρόπο χαρακτηρίζει ως μακαριότερους αυτούς που όχι μόνο τον πίστεψαν, αλλά και τον είδαν[7].
Ο Κύριος, γράφει ο άγιος Σιλουανός, αποκαλύπτεται στις ταπεινές ψυχές. Ο υπερήφανος ισχυρίζεται ότι θα γνωρίσει τα πάντα με τον νου και την επιστήμη του. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι ικανός να προσεγγίσει και να γνωρίσει τον Θεό. Με τον φυσικὸ νου του μπορεί να γνωρίσει μόνο τα γήινα πράγματα, και αυτά εκ μέρους. Ο Θεός και όλα τα επουράνια γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα[8].
Η θεογνωσία δεν αποτελεί θεωρητική υπόθεση, ἀλλὰ ὑπαρξιακὸ γεγονός· είναι καρπός προσωπικής κοινωνίας και ἑνώσεως του ανθρώπου με τον Θεό· καρπός κοινωνίας «εν τη υπάρξει». Όπως και αντιθέτως η απουσία μιας τέτοιας κοινωνίας φανερώνει αλλοτρίωση του ανθρώπου από τον Θεό· ἀποξένωση και έμπρακτη άγνοιά του[9]. Ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Θεοῦ άγνοια θάνατός εστι ψυχής»[10]. Και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι η άλογη και ανόητη έξη της αγνοίας εἶναι μητέρα όλων των κακών[11].
Η άρση της αλλοτριώσεως αυτής κατορθώνεται από τον άνθρωπο με την αὐτοσυγκέντρωση και την απόσπασή του από τις βιοτικές μέριμνες σε κατάσταση εσωτερικής και ἐξωτερικῆς ησυχίας. Η ἡσυχία δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Η βιβλική προτροπή «σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμι ο Θεός»[12], δεν οδηγεί μόνη της στην θεογνωσία. Ο Θεὸς γνωρίζεται με την τήρηση των εντολών του, που απαιτεί την ενοποίηση και ενεργοποίηση του ἀνθρώπου και προϋποθέτει την επανένωση του νου με την καρδιά του. Το έργο αυτό δεν είναι εύκολο ούτε ευχάριστο εξ αρχής για τον εκπεσόντα άνθρωπο.
Η τήρηση των εντολών του Θεού μπορεῖ να αρχίζει ως υποχρέωση απέναντι στον Χριστό. Όταν όμως αυτή γίνεται με φιλότιμο και ευγνωμοσύνη, με πόνο καρδιάς και κόπο για τον Χριστό, μετατρέπεται σε προσωπική σχέση με αυτόν, που είναι η ουσία κάθε αρετής: «Ει γαρ ουσία της εν εκάστω αρετής ο εις υπάρχειν Λόγος του Θεού μη αμφιβέβληται ‒ ουσία γαρ πασών των αρετών αυτός εστιν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός….‒πᾶς δηλονότι άνθρωπος αρετής καθ’ἕξιν παγίαν μετέχων ἀναμφηρίστως Θεού μετέχει της ουσίας των αρετών»[13].
Όλοι οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Ἐκκλησίας ποτέ δεν πρόταξαν την ησυχία σε βάρος της τηρήσεως των ἐντολῶν[14]. Ἀλλὰ και ποτέ δεν μαθαίνει ο άνθρωπος την δύναμη του Θεού «εν αναπαύσει και πλατυσμώ» ούτε αντιλαμβάνεται αἰσθητῶς την ενέργειά του, παρά μόνο σε τόπο ησυχίας, έρημο και ἀπαλλαγμένο από θορύβους και κοσμικούς περισπασμούς[15]. Τέλος η γνώση του Θεού δεν πραγματοποιείται ως μονομερὴς πράξη του Θεού, αλλά απαιτεί και την ελεύθερη ἀνταπόκριση του ἀνθρώπου.
Ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος επισημαίνει ότι ο ἄνθρωπος γίνεται μέτοχος της αληθινής ζωής με την κατά πρόθεση αποδοχή του θανάτου· «διά θανάτου γαρ του κατά πρόθεσιν ωκονόμησεν ο Θεός την ζωήν λαμβάνειν ημάς την αιώνιον». Και προσθέτει επιγραμματικώς: «Θάνε και ζήση. Ου βούλει; Και ιδού συ νεκρός»[16]. Ο «κατά πρόθεση» θάνατος μπορεί να εἶναι το μαρτύριο ή η ισόβια ασκητική ζωή.
Ο Χριστός φανέρωσε στον κόσμο την Βασιλεία του Θεού. Δεν είναι ο Προφήτης της ελεύσεως των ἐσχάτων, αλλά η παρουσία των εσχάτων μέσα στην ιστορία. Η ένσαρκη παρουσία του Χριστού δεν ὑποδηλώνει απλώς την Βασιλεία του Θεού, αλλά την εισάγει μέσα στον κόσμο και την ιστορία. Και η κατὰ πρόθεση επιλογή της χριστιανικής ζωής από τον άνθρωπο πραγματοποιεῖται με την έμπρακτη ἀποδέσμευσή του από την κοσμική ζωή και την οικείωση της θειας ζωής. Στον όσιο Ισαάκ τον Σύρο υπάρχει η ευχή: «Κύριε, αξίωσόν με μισήσαι την ζωήν μου διά την ζωήν την εν σοι»[17].
Η χριστιανική ζωή περνάει μέσα από τον θάνατο του ἀνθρώπου, πράγμα που υποδηλώνεται ήδη με το βάπτισμα. Η πεμπτουσία της χριστιανικής ζωής είναι η ταπείνωση. Και η κινητήρια δύναμή της είναι η πνευματική χαρά, ο ἔνθεος έρωτας. Ο Χριστός μετά από τον εκούσιο θάνατο και την ανάστασή του κληροδότησε στους πιστούς, στα μέλη της Εκκλησίας του, την διαρκή παρουσία του και την αναφαίρετη χαρά: «Πάλιν δε ὄψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία, και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών»[18]. Η αναφαίρετη αυτή χαρά παρέχεται στους πιστούς με την επανεμφάνιση του δοξασμένου Χριστοῦ όχι μόνο κατά τον μέλλοντα αλλά ως αρραβώνας και κατὰ τον παρόντα αιώνα.
Πρωταρχική αρετή για την μετοχή στην Βασιλεία του Θεοῦ είναι η ταπείνωση: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αὐτῶν εστιν η βασιλεία των ουρανών»[19]. Ταπείνωση δεν είναι η ψυχολογική συστολή και αὐτομεμψία, άλλά η τέλεια αὐταπάρνηση. Η ταπείνωση οικοδομείται με την ἀπεξάρτηση από την κακή φιλαυτία και την πλήρη αυτοεγκατάλειψη και ἐμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Το βάθος της ταπεινώσεως είναι η τελειότης[20].
Χωρίς την ταπείνωση δεν είναι δυνατό να υπάρξει και να καλλιεργηθεί καμία χριστιανική αρετή. Γι΄αυτό ο Χριστός ἀρχίζει τους Μακαρισμούς του με τον μακαρισμό των ταπεινών. Πρέπει να προηγείται η ταπεινή προαίρεση, για να αποκτηθεί η πραγματική αρετή. Με την αρετή καθαρίζει ο άνθρωπος την καρδιά του, ειρηνεύει και γίνεται απλός και διαφανής· γίνεται χριστοειδής. Αυτό βέβαια απαιτεί έντονο πευματικό αγώνα. Έτσι προσεγγίζει την θεια αγιότητα, γνωρίζεται από τον Θεό και γνωρίζει τον Θεό όχι θεωρητικά αλλά εμπειρικά[21].
Κάθε χριστιανική αρετή είναι καρπός αγάπης και θυσίας· είναι ένας σταυρός[22]. Και η χριστιανική ζωή στην τελειότητά της είναι ένας καθημερινὸς θάνατος. «Καθ’ ημέραν ἀποθνήσκω», έγραφε ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους[23]. Και ο όσιος Σωφρόνιος λέει ότι χριστιανικά δεν μπορεί ο άνθρωπος να ζει, μπορεῖ μόνο να πεθαίνει. Ο Χριστὸς δεν θέλησε να ζουν οι πιστοὶ με άνεση κατά την επίγεια ζωή τους, γιατί γνωρίζει ότι δεν είναι δυνατό να παραμείνουν στην ἀγάπη του, όταν ἀναπαύονται σωματικά[24]. Τον καιρό της ἀναπαύσεως τον κράτησε για τον μέλλοντα αιώνα. Γι΄αυτό, ὅσοι πιστεύουν στον Κύριο δεν επιθυμούν την ανάπαυση και την απαλλαγή από τις θλίψεις, αν και τους παρέχεται κατά καιροὺς μυστικώς παρηγορία πνευματική[25].
Η ζωή του χριστιανού τρέφεται με την αναφαίρετη χαρά που έφερε ο Χριστός στον κόσμο με τον θάνατο και την ἀνάστασή του. Η τήρηση της εντολής της αγάπης που αγκαλιάζει και τους εχθρούς συνεπάγεται την εκούσια αποδοχή του θανάτου, πράγμα το οποίο προσδίδει στην χριστιανική ζωή μαρτυρικὸ χαρακτήρα. Ο θάνατος όμως αυτός είναι αναστάσιμος και χαροποιός, γιατί έχει λυτρωτικό χαρακτήρα· είναι συμμετοχή στον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού. Και ο Χριστός τηρώντας την εντολή της αγάπης του Πατρός του και πορευόμενος προς τον μαρτυρικό θάνατό του είπε στους Ἀποστόλους: «Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη και η χαρὰ υμών πληρωθή»[26].
Οι μαθητές του Χριστού λυπήθηκαν με την εξαγγελία του επικείμενου θανάτου του Διδασκάλου τους. Εκείνος όμως τους βεβαίωσε ότι θα επιστρέψει και θα παραμείνει διαπαντός μαζί τους χαροποιώντας τις καρδιές τους με αναφαίρετη χαρά[27]. Η χαρά αυτή δεν εξαρτάται από ενδοκόσμιους παράγοντες, αλλά έχει υπερκόσμια πηγή και παραμένει αδιατάρακτη στην ψυχή του χριστιανού. Και όταν η ψυχή μεθήσει από την χαρά αυτήν, τότε και το σώμα δεν αισθάνεται τις θλίψεις, γιατί συμμετέχει στην χαρά του πνεύματος[28].
Η ζωή του χριστιανού κατά τον παρόντα αιώνα έχει σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα· συνυφαίνεται με τον πόνο και βιώνεται ως «χαρμολύπη».Ὅσο βαθύτερος είναι ο πόνος του από την τήρηση της αγάπης του Θεού, τόσο ἐντονότερη είναι η χαρά του από αυτήν. Ο πόνος που κορυφώθηκε με την τήρηση της εντολής της θειας αγάπης στον Σταυρό του Χριστού καρποφορεῖ και την αναφαίρετη χαρά που παρέχεται στους μιμητές του.
Αφότου δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο δεν κάνει τίποτε γι’αὐτὸν χωρίς την συνεργία του. Το έργο της σωτηρίας και ανακαινίσεως του κόσμου, ως το κατεξοχήν έργο του Θεού για τον άνθρωπο, πραγματοποιείται με την συμμετοχή του σε αὐτό. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται συνδημιουργός του Θεού στο ἔργο της σωτηρίας του. Και αυτό δεν πραγματοποιεῖται μόνο ἀτομικά, αλλά και συλλογικά μέσα στους κόλπους της Ἐκκλησίας. Κάθε χριστιανός καλείται να βαδίσει ως ένα βαθμό την οδό που βάδισε ο Χριστός κατά την επί γης παρουσία του. Το ίδιο ισχύει και για ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας. Έτσι ο Απόστολος Παύλος που υπέστη τα πάντα για την διάδοση του Ευαγγελίου γράφει: «Χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών, και ἀνταναπληρῶ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο εστιν η Εκκλησία»[29].
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει πλήρως τον Θεό. Ο Θεός κατά παράδοξο τρόπο γνωρίζεται και ταυτόχρονα παραμένει άγνωστος στον άνθρωπο. Η θεογνωσία έχει δυναμικὸ χαρακτήρα· έρχεται ως καρπός της ἀποκαλύψεως του Θεοῦ προς τον άνθρωπο και παρουσιάζεται ἀνάλογη προς την γνώση του ανθρώπου από τον Θεό. Τηρώντας ο άνθρωπος τις θειες εντολές συγγενεύει με τον Θεό, αναγνωρίζεται από αυτόν, γίνεται οικείος του. Αυτό δηλώνεται επιγραμματικά με την ἀντιστροφὴ του Ἀποστόλου Παύλου: «Νυν δε γνόντες Θεόν, μᾶλλον δε γνωσθέντες υπό Θεοῦ»[30]. Αντιθέτως, όσοι δεν τηροῦν τις εντολές, αποξενώνονται από τον Θεό και θα ακούσουν το «ουκ οίδα υμάς»[31].
Ο Θεός, που παραμένει ἄγνωστος κατά την ουσία του, γίνεται γνωστός με τις ενέργειές του, οι οποίες ἀποκαλύπτουν το ἦθος του και εξανθρωπίζουν τον ἀλλοτριωμένο ἄνθρωπο.Τὸ γνωστὸν ή το «ληπτόν» του Θεού, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, προσφέρεται στον άνθρωπο ως κίνητρο, για να προχωρήσει στην γνώση και την μίμηση του αρχετύπου του, δηλαδή προς την θέωση[32]. Η θεογνωσία προκαλεί τον θαυμασμὸ και τον πόθο για την εξομοίωση του ανθρώπου προς τον Θεό. Εξ άλλου η διαλεκτική που δημιουργείται με την ἐπίγνωση της ταυτόχρονης γνώσεως και αγνωσίας του Θεού προσδίδει δυναμικὸ χαρακτήρα στην πνευματική ζωή του πιστού. Ο χριστιανὸς τοποθετείται στην προοπτική μιας ατελεύτητης προκοπῆς που διεκδικεί ολόκληρη την ύπαρξή του και ὁλόκληρο τον χρόνο της ζωής του. Στην προοπτική αυτή δεν βρίσκει καμία θέση η ακηδία που παραλύει ιδιαίτερα τον ἄνθρωπο της σύγχρονης κοινωνίας.
Η προοπτική αυτή συγκεντρώνει τον πιστό στον τελικό σκοπό της ζωής του, που βρίσκεται χαραγμένος στην ὑποστατική του αρχή. Η θεογνωσία καθίσταται μέτρο αυτογνωσίας. Δεν παραμένει ως θεωρητική γνώση, αλλά προσφέρεται και ως κανόνας ζωής. Οδηγεί στην εμβάθυνση της αυτογνωσίας, της ταπεινώσεως και της πραότητας. Γίνεται πρόγραμμα μιμήσεως του Χριστού και αποστροφής του διαβόλου: «Επίγνωσις θεοσεβείας, επίγνωσις ταπεινώσεως και πραότητος. Ταπείνωσις, Χριστοῦ μίμησις· έπαρσις δε και παρρησία και αναίδεια, του διαβόλου μίμημα»[33].
Ο «κατ’ εἰκόνα και καθ’ὁμοίωσιν» Θεού πλασμένος ἄνθρωπος αποκτά με την θεογνωσία το τελειότερο μέτρο για την αποτίμηση και ἐπίγνωση του εαυτού του. Η αδιάφθορη φυσική κατάσταση του ἀνθρώπου είναι να εικονίζει τον Θεό στην ὕπαρξή του. Η ἁμαρτία όμως του ἀνθρώπου θολώνει αυτόν τον εξεικονισμό. Ο καθαρὸς ἐξεικονισμὸς του Θεού φανερώθηκε στο αναμάρτητο πρόσωπο του Χριστού. Για να επανέλθει ο ἄνθρωπος στην φυσική του κατάσταση πρέπει να μετανοήσει. Και για να προχωρήσει στην μετάνοια, οφείλει προηγουμένως να γνωρίσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Αυτό γίνεται με τον αὐτοέλεγχό του με μέτρο τον αναμάρτητο Χριστό.
Αλλά και γενικότερα οι άλλοι συντελούν στον αὐτοέλεγχο και την αυτογνωσία του καθενός. Επισημαίνοντας ο Μέγας Βασίλειος τους κινδύνους της μοναστικής ζωής γράφει ότι η ἀπουσία των άλλων φαλκιδεύει την γνησιότητα των διαθέσεων και τον έλεγχο του ναρκισσισμού. Πως μπορεί να φανεί η ταπεινοφροσύνη χωρίς την παρουσία των άλλων; Πως να καλλιεργηθεῖ η εὐσπλαγχνία χωρίς την κοινωνία με τους άλλους; Πως να ἀσκηθεῖ η ανεκτικότητα, όταν δεν υπάρχει κανένας που να αντιστέκεται στο ατομικό θέλημα[34];
Ο αυτοέλεγχος αυτός κλονίζει το αυτοείδωλο του ἀνθρώπου. Διαλύει την αυταπάτη και τον ναρκισσισμό του. Ἀποκαλύπτει την αθλιότητά του και τον ταπεινώνει. Και η ταπείνωση αποτελεί πρόσφορο ἔδαφος για το κτίσιμο του καινού εν Χριστῷ ἀνθρώπου. Όταν ο άνθρωπος τοποθετήσει στα βάθη της ψυχής του ως θεμέλιο τον Χριστό, την περιτειχίσει με τις χριστιανικὲς αρετές και την επιστεγάσει με την θεογνωσία, κατασκευάζει τον κατάλληλο οίκο για την υποδοχή και την κοινωνία του Πνεύματος. Έτσι η θεογνωσία γίνεται θεμέλιο και μέτρο της πραγματικῆς αὐτογνωσίας και η αυτογνωσία συνυφαίνεται με την θεογνωσία. Αυτό όμως κατορθώνεται μόνο με ταπεινό φρόνημα.
Ο Χριστός είπε ότι, όποιος θέλει να είναι «πάντων πρῶτος», οφείλει να είναι «πάντων έσχατος και πάντων διάκονος»[35]. Με τον αυτοέλεγχο, την αυτομεμψία, την μετάνοια και το ταπεινό φρόνημα ο πιστός καλλιεργεί βαθμηδόν στην καρδιά του τις χριστοειδείς αρετές[36], μέχρις ότου φτάσει «εις μέτρον ἡλικίας του πληρώματος του Χριστού»[37], δηλαδή στην τελειότητα, που ταυτίζεται με την αγιότητα. Αυτή συνοψίζει όλες τις ἀρετὲς του Θεού και αποτελεί το ἀποκλειστικὸ γνώρισμα που τον διακρίνει από τον κόσμο. Και οι χριστιανοὶ καλούνται να γίνουν ἅγιοι κατά το πρότυπο του Τριαδικοῦ Θεού: «Κατά τον καλέσαντα υμάς άγιον και αυτοί άγιοι εν πάσῃ αναστροφή γενήθητε»[38].
Η αγιότητα, γράφει ο πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, «μας κάνει να διακατεχόμαστε από μια συστολή, άλλης τάξης από κάθε κοσμική συστολή, από ένα ρίγος πρωτόγνωρο σε σχέση με τις πραγματικότητες του κόσμου, αναμεμιγμένο με το φόβο, τον τρόμο, την ντροπή για κάθε τι που είναι ρυπαρό μέσα μας. Μπροστά σ’ αυτή την προσωπικὴ αγιότητα λες και αἰσθανόμαστε ακάλυπτοι σε όλη την αχρειότητα και τη γυμνότητά μας. Ταυτόχρονα όμως η ἁγιότητα αυτή μας ελκύει»[39].
Το φοβερό και ελκυστικό μεγαλείο της θειας ἁγιότητας εμπνέει στον φιλότιμο χριστιανό απεριόριστο θαυμασμό, ταπεινοφροσύνη και αυτομεμψία. Τον κάνει να αντιλαμβάνεται την μηδαμινότητά του, να συντρίβει το απατηλό αὐτοείδωλό του, να μέμφεται τον εαυτό του για την ἀγνωμοσύνη και την ἀχαριστία του απέναντι στον δημιουργό και ευεργέτη του και να ἀποστρέφεται τον εμφωλεύοντα στην ψυχή του ναρκισσισμό. Έτσι βοηθείται να εμβαθύνει στην αληθινή αὐτογνωσία και να στραφεί προς τον Θεό με προσευχή μετανοίας και αὐτομεμψίας. Και όταν τα λόγια της προσευχής του αδυνατούν να ἐκφράσουν το βάθος των αἰσθημάτων του, συμπληρώνονται με δάκρυα. Ο όλος άνθρωπος ἀναφέρεται στον Θεό και γίνεται χωρητικὸ σκεύος της επισκέψεως του Πνεύματός του.