Η διαλεκτική της χαράς και των θλίψεων
27 Ιουλίου 2023Ο άνθρωπος δεν υπάρχει ως στατικό ον αλλά ως δυναμικό γίγνεσθαι. Δυσφορεί όταν ἐγκλωβίζεται στους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Δεν αναπαύεται, ἀσφυκτιᾶ και θέλει να τους ὑπερβεῖ, να κινηθεί ἀπεριόριστα, να ὑψωθεῖ προς το ἄπειρο: «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστερᾶς, και πετασθήσομαι και καταπαύσω»[1][1]; Αυτό ὑπαγορεύει και η ίδια η ὑπόστασή του, που εικονίζει τον άπειρο, απεριόριστο και ὑπερβατικὸ Θεό.
Κάθε δημιούργημα του Θεού έχει να εκπληρώσει κάποιον σκοπό. Ο άνθρωπος που ξεχωρίζει μέσα στην δημιουργία με την «κατ’εἰκόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού κατασκευή του έχει ως σκοπό την ἀνύψωσή του στην τελειότητα του Θεού. Η ἀνύψωση αυτή πραγματοποιείται με την ἐξουσία που έλαβε εξαρχής, να μεταβεί από την δυναμική κατάσταση του «κατ’εἰκόνα» στην ομοίωση προς τον Θεό, στο «καθ’ὁμοίωσιν».
Ο άνθρωπος έχει ως ταυτότητα αυτόν που κατοπτρίζεται μέσα στην ύπαρξή του, τον Θεό. Ὑπάρχει ως δέκτης της θειας ενέργειας. Ἀποστρεφόμενος τον Θεό και στρεφόμενος προς τον εαυτό του βραχυκυκλώνει την ταυτότητά του και παραδίδεται στον ναρκισσισμό. Με τον τρόπο αυτόν ματαιώνει και την προοπτική της τελειώσεώς του, την πορεία προς το «καθ’ ὁμοίωσιν».
Ο πόθος της τελειώσεως υπάρχει μέσα στο γίγνεσθαι του ανθρώπου, ἀλλὰ δεν μπορεί να εκπληρωθεί μόνο με τις δυνάμεις του. Στον κτιστὸ και πεπερασμένο κόσμο δεν υπάρχει δύναμη που μπορεῖ να ὑψώσει τον ἄνθρωπο προς το ἄπειρο. Για να πραγματοποιηθεῖ αυτό απαιτείται ὑπερκόσμια δύναμη που αντλείται μόνο από τον ἄκτιστο Δημιουργό, τον οποίο εγκατέλειψε ο ἄνθρωπος με την αποστασία του.
Η αποστασία από τον Θεό δεν έβλαψε τον άνθρωπο μόνο ηθικά, αλλά και οντολογικά, γιατί αμαύρωσε την εικονα του Θεού μέσα του και ματαίωσε την δυνατότητα της ομοιώσεως προς αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι και η αποκατάσταση του ανθρώπου στην προπτωτική κατάστασή του οφείλει να πραγματοποιηθεί και σε οντολογικό επίπεδο. Για να προσλάβει και να ἐνεργοποιήσει ο ἄνθρωπος δύναμη από τον άκτιστο Δημιουργό του, πρέπει να ἀποκαταστήσει την κοινωνία του με αυτόν, αλλά και να καλλιεργήσει την ἀπαιτούμενη δεκτικότητα μέσα του.
Η δεκτικότητα αυτή είναι κατ’ἀρχὴν δοσμένη στον ἄνθρωπο με την «κατ’εἰκόνα και καθ’ὁμοίωσιν» Θεού κατασκευή του. Η αποστασία του όμως από τον Θεό που διέκοψε την κοινωνία του με αυτόν, ακύρωσε και την μετοχή του στην ἄκτιστη θεια χάρη και ενέργεια. Ο άνθρωπος αὐτονομήθηκε και περιορίστηκε στην βιολογική ατομικότητά του. Ἀποστράφηκε τον Δημιουργὸ και στράφηκε προς τα δημιουργήματα.Έτσι βρέθηκε ερριμένος μέσα στην κτίση, διχασμένος ἐσωτερικὰ και βυθισμένος μέσα στον κυκεώνα της εγωπάθειας και των αμφιβολιών του.
Η ανύψωση του ανθρώπου σε υψηλότερο επίπεδο ζωής και δράσεως προϋποθέτει την επαναφορά στην φυσική του κατάσταση. Προϋποθέτει την ανασύνδεση με τον Δημιουργό του, που καθιστά δυνατή και την ἀποκατάσταση της ἐσωτερικῆς του ενότητας. Χωρίς την προϋπόθεση αὐτὴν ὁποιαδήποτε περαιτέρω εξέλιξή του οικοδομείται σε ἐσφαλμένη βάση και ὁδηγεῖται ἀναπότρεπτα σε ἀποτυχία και καταστροφή. Αυτό διαπιστώνεται στην παγκόσμια ἱστορία και γίνεται ἰδιαίτερα αἰσθητὸ στην σύγχρονη κοινωνία.
Η μετάβαση από το «κατ’εἰκόνα» στο «καθ’ὁμοίωσιν» δεν ἐπιβάλλεται στον ἄνθρωπο, αλλά επαφίεται στην φιλοτιμία και την προαίρεσή του. Και η σωστή μετάβαση κατορθώνεται με την ελεύθερη επιλογή και ἄσκηση της καλής εργασίας που καλείται να αναλάβει ως συνεργὸς του Δημιουργοῦ του· είναι η εργασία της αρετής που δραστηριοποιεί τα φυσικά του χαρίσματα και αξιοποιεί την κοινωνία αγάπης με τον Δημιουργὸ και τα δημιουργήματά του.
Η αποστασία του ανθρώπου από τον Θεό ματαίωσε την εξέλιξη αὐτήν. Διέστρεψε την φύση του και ἀνέτρεψε την ζωή. Ο ἄνθρωπος ἀγάπησε τον κόσμο και έγινε εχθρός του Θεού. Την φυσική ἀναφορά του προς τον Δημιουργό διαδέχθηκε η παρά φύσιν υποταγή του στα κτίσματα. Στην ανώδυνη και ειρηνική ζωή του εισήλθε η οδύνη και η ταραχή. Ο σκοτισμός του ήταν δραματικός, όχι όμως και απόλυτος. Θέλοντας τώρα ο ἄνθρωπος να λυτρωθεῖ από την οδύνη καταφεύγει στην ἡδονή, αλλά απογοητεύεται, γιατί έτσι οδηγείται σε νέα οδύνη. Και επειδή ἀδυνατεῖ να βρει ηδονή ἀπαλλαγμένη από οδύνη αἰχμαλωτίζεται στον φαύλο κύκλο ηδονής και οδύνης[2][2].
Για τον αποστάτη ἄνθρωπο οἰκονόμησε ο Θεὸς να τρώει με ιδρώτα τον ἄρτο της ζωής του. Και αυτό δεν το έκανε από κακία, ἀλλὰ για να τον προφυλάξει από την πλήρη καταστροφή[3][3]. Ο πόνος υπενθυμίζει στον ἄνθρωπο τις αδυναμίες και την ανεπάρκειά του. Η υπόμνηση αυτή είναι χρήσιμη για την αυτογνωσία του, αλλά δεν είναι ικανή να τον θεραπεύσει. Για να θεραπευθεί ο άνθρωπος και να ἐπανέλθει στην φυσική του κατάσταση χρειάζεται να καταλλαγεί με τον Θεό.
Η καταλλαγή αυτή δεν κατορθώνεται με θεωρίες και ιδεολογίες. Δεν πραγματοποιεῖται ούτε με τις διάφορες θρησκεῖες, τους ἠθικοὺς κανόνες, τις ιερές διατάξεις και τελετές που πραγματοποιεί ο άνθρωπος. Όλες οι προσπάθειες αυτές περιορίζονται στο ἐπίπεδο του κτιστού και ἀδυνατοῦν να τον ανακαινίσουν και να ἀποκαταστήσουν την οντολογική κοινωνία του με τον άκτιστο Θεό.
Η αποκατάσταση της κοινωνίας αυτής πραγματοποιεῖται στον Χριστιανισμὸ με την συγκαταβατικὴ παρέμβαση του ίδιου του Θεού και έχει ὑποστατικὸ χαρακτήρα. Θεμελιώνεται σε επίπεδο προσώπων με τον ἐνανθρωπήσαντα Θεό Λόγο που έχει πλῆρες κατά φύση το θεανθρώπινο είναι, και με το πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας. Αυτή με την τέλεια ταπείνωσή της περιέσωσε αλώβητη την «κατ’εἰκόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού ἀνθρώπινη φύση και με τις φυσικές αρετές της προσέλαβε κατὰ χάρη το θεανθρώπινο είναι. Η ακηλίδωτη παρθενικὴ ὑπόσταση της Παναγίας ήταν η μόνη που καθιστοῦσε δυνατὴ την σύνδεση του ανθρώπου με τον Δημιουργό του. Και η ελεύθερη υπακοή και συγκατάθεσή της στην πρόσκληση του Θεού μυσταγώγησε την συμφιλίωση μαζί του.
Ο Ευαγγελισμός της Παρθένου Μαρίας σηματοδοτεί την απαρχή του ανακαινισμού του κόσμου. Ο Λόγος του Θεού δανείζεται από αυτήν την ἀνθρώπινη φύση, τίκτεται ως τέλειος ἄνθρωπος και θεοποιεί τον ἄνθρωπο. Η Θεοτόκος γίνεται μητέρα της καινῆς κτίσεως, και ο «ξένος τόκος» της καλεί τους ανθρώπους να «ξενωθοῦν» από τον κόσμο, να ἀποκολληθοῦν από το κράτος της αμαρτίας και να μεταθέσουν «τον νουν εις οὐρανόν»[4][4].
Η ελεύθερη συγκατάθεση και υπακοή της Παναγίας στην πρόσκληση του Θεού που εγκαινίασε την καινή κτίση φανέρωσε ταυτόχρονα και το φρόνημα της κτίσεως αυτής. Η πεμπτουσία του φρονήματος αυτού είναι η ὑπακοὴ στο θειο θέλημα· ο συντονισμός του νου με τους «λόγους» της φύσεως που ελευθερώνουν τον άνθρωπο από την δουλεία του κόσμου και τον κατευθύνουν στην ελευθερία του Πνεύματος.
Ο ἄνθρωπος που εἰκονίζει τον ἄκτιστο Θεό ποθεί να υπερβεί τους περιορισμοὺς και να λυτρωθεί από την ματαιότητα του κόσμου. Αναζητεί διέξοδο προς την αληθινή ἐλευθερία και την ακατάλυτη ζωή. Και την διέξοδο από το αδιέξοδό του πρόσφερε στον κόσμο η υπερκόσμια οδός που υπέδειξε και βάδισε ως άνθρωπος αυτός που είπε: «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή»[5][5].
Ο Χριστός ως άνθρωπος με την τέλεια υπακοή του στον Θεό Πατέρα και την σταυρική του θυσία συμφιλίωσε τον αποστάτη ἄνθρωπο με τον Θεό και διάνοιξε την οδό της ανυψώσεως και της ενώσεως με τον Δημιουργό· «Θεός ήν εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ»[6][6]. Εδώ η καταλλαγὴ δεν ἐπιχειρεῖται, ὅπως στις διάφορες θρησκείες, με προσπάθεια του ἀνθρώπου. Κάθε ανθρώπινη προσπάθεια ἀδυνατεῖ να φέρει τον ἄνθρωπο σε επαφή με τον Θεό. Η πραγματικὴ καταλλαγή γίνεται από τον ίδιο τον Θεό, που συγκαταβαίνει στο κτιστό δημιούργημά του, το προσλαμβάνει και το ἀνακαινίζει με την ἄκτιστη ενέργεια και χάρη του.
Το έργο αυτό δεν συντελεῖται μονομερώς από τον Θεό, αλλά γίνεται με την συμμετοχή και την συνεργασία του ἀνθρώπου. Η οδός της ἀληθινῆς ζωής, που οδηγει τον ἀνθρώπο στην ανακαίνιση του εαυτού του και την οἰκοδόμηση της καινῆς κτίσεως, είναι επίπονη και σταυρική. Είναι οδός θυσιαστικῆς αγάπης και υπομονής. Όποιος όμως ποθεί την αληθινή ζωή, γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, γνωρίζει ότι κάθε πόνος, είτε θεληματικός είτε αθέλητος, θανατώνει την μητέρα του θανάτου, την ἡδονή, και υπομένει με χαρά και ευφροσύνη τις δυσκολίες και τους πειρασμούς[7][7].
Ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Πρόδρομος της ελεύσεως του Χριστού και της Βασιλείας του Θεού, άρχισε το κήρυγμά του καλώντας τους ἀνθρώπους σε μετάνοια. Με τον ἴδιο τρόπο άρχισε και ο Χριστός το κήρυγμά του: «Μετανοεῖτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών»[8][8]. Μετάνοια δεν εἶναι η ἁπλὴ μεταμέλεια, αλλά η «αλλαγή του νοεροῦ φρονήματος»[9][9]· η ἐπιστροφὴ του ανθρώπου από την πνευματικὴ λήθη στην ἀλήθεια, η μετάβασή του από τον νόμο της σάρκας στην ελευθερία του Πνεύματος.
Η αληθινή μετάνοια είναι δύσκολο και έμπονο ἔργο,ποὺ παρατείνεται μάλιστα σε ολόκληρη την ανθρώπινη ζωή. Ο ἄνθρωπος που αποστάτησε από την πηγή της ζωής του έχει σκοτισμένη την εἰκόνα του Θεού μέσα του και δεν μπορεῖ να συλλάβει την ἀλήθεια του Θεού και τον σκοπό της ζωής του. Αδυνατεί επίσης να ἀντιληφθεῖ χωρίς τον θειο φωτισμό το μέγεθος της καταστροφῆς που προκάλεσε η αποστασία του, όπως και το βάθος της αχαριστίας του για το μεγαλείο της δωρεάς που ἀπεμπόλησε.
Καλώντας ο Χριστός τους ανθρώπους να μετανοήσουν και να τον ἀκολουθήσουν αναφέρει και τα ἐμπόδια που θα συναντήσουν. Δεν μνημονεύει ἀνέσεις και ευκολίες, αλλά προλέγει εξ αρχής τις δυσκολίες που θα βρουν στον εαυτό τους και στον κόσμο, χαρακτηρίζοντας την υπακοή στην διδασκαλία του ως «ζυγὸν» και «φορτίον». Ταυτόχρονα όμως βεβαιώνει ο ίδιος ότι ο ζυγός του είναι ἁπαλὸς και το φορτίο του ελαφρό[10][10]. Επί πλέον ο Χριστός ως θύμα της κοσμικής κακίας αλλά και ως νικητής του κόσμου ὑπόσχεται σε όσους τον ἀκολουθήσουν και μείνουν κατὰ την ἐπίγεια ζωή τους πιστοὶ στην πρόσκλησή του, οὐράνια ἀνάπαυση και ἀναφαίρετη χαρά.
«Εν τω κόσμῳ θλῖψιν έξετε», είπε ο Χριστός στους μαθητές του, «ἀλλὰ θαρσεῖτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον»[11][11].Έτσι ο χωρισμός του Χριστού από τους μαθητές του και η πορεία του προς τον θάνατο λύπησαν τους μαθητές. Η επανεμφάνισή του όμως μετά την ἀνάσταση ἔδωσε σε αὐτοὺς ἀναφαίρετη χαρά. Τώρα λυπάστε, εἶπε ο Χριστὸς στους μαθητές, όταν χωριζόταν από αὐτοὺς και βάδιζε προς τον θάνατο, «πάλιν δε όψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία, και την χαρὰν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών»[12][12].
Η κοσμική χαρά που αντλείται από την εφήμερη ἀμεσότητα είναι φευγαλέα και επιφανειακή. Προσφέρει ἀπατηλὴ ἱκανοποίηση που δεν ἀνταποκρίνεται στις ὑπαρξιακὲς ανάγκες του ανθρώπου. Τον εὐχαριστεῖ προσκαιρα, παρακάμπτει τις ουσιαστικές ανάγκες του και τον ἐγκαταλείπει. Η χριστιανική χαρά ἀνταποκρίνεται στις βαθύτερες ανάγκες του ἀνθρώπου, τον εἰρηνεύει και τον στηρίζει στον αγώνα της ζωής του. Ὅποιος ζει συνεχώς με το κατά Θεόν πένθος, γράφει ο όσιος Ἰωάννης ο Σιναΐτης, δεν παύει να εορτάζει καθημερινά. Όποιος όμως εορτάζει συνεχῶς σωματικά, θα καταλήξει στο αιώνιο πένθος. Η χριστιανική ζωή βιώνεται με χαρμολύπη[13][13].
Η χριστιανική ζωή μέσα στον κόσμο της πονηρίας είναι δύσκολη και μαρτυρική.Ὁ χριστιανός οφείλει καθημερινώς να αγωνίζεται εναντίον του κακοῦ που βασιλεύει στον κόσμο. Ενώ όμως το κακό βασιλεύει και καταστρέφει τον κόσμο και τον ίδιο τον άνθρωπο, παραμένει ἀκατάβλητο και ασύλληπτο. Ο άνθρωπος αδυνατεί να το νικήσει, ενώ συχνά δυσκολεύεται και να το εντοπίσει. Και αυτό συμβαίνει, γιατί το κακό είναι ἀνυπόστατο. Δεν υπάρχει καθεαυτό.Ὑπάρχει μόνο ως παραφθορά του ἀγαθοῦ. Εἶναι πλάνη να νομίζει κάποιος ότι μπορεί να πολεμήσει και να καταστρέψει το κακό. Αυτό αφανίζεται μόνο όταν δεν βρίσκει υποκείμενο να προσαρτηθεί. Και ο ἄνθρωπος καταστρέφει το κακό, μόνο όταν δεν ἐπιτρέπει να ὑποστασιαστεῖ στο πρόσωπό του.
Ο Χριστός αντικαθιστώντας την εντολή της Παλαιᾶς Διαθήκης που περιόριζε την εκδίκηση στην ἀνταποδοση ίσου κακού, στην λεγόμενη ταυτοπάθεια, καλεί τους ἀνθρώπους να μην αντιστέκονται στο κακό: «Ἠκούσατε ότι ερρέθη οφθαλμόν αντί οφθαλμού και ὀδόντα αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ»[14][14]. Αυτό φαίνεται να εισηγείται την ἡττοπάθεια που ευνοεί την εξάπλωση και τον θρίαμβο του κακού. Στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει το αντίθετο.
Όπως παρατηρεί και ο άγιος Σωφρόνιος, η εντολή αυτή του Χριστού «είναι η πιο ἀποτελεσματικὴ μορφή της πάλης κατά του κακού»[15][15]. Με την ταυτοπάθεια το κακὸ διπλασιάζεται στον κόσμο και δεν καταστρέφεται. Όταν όμως το κακό δεν βρίσκει αντίσταση και δεν ἀνταποδίδεται από το πρόσωπο που το ὑφίσταται, πέφτει στο κενό και ἀφανίζεται. Η μη ἀνταπόδοση του κακού δεν φανερώνει δειλία ή αδιαφορία για το κακό, αλλά πραγματική ανδρεία και σοφή αντιμετώπιση. Χρειάζεται μεγάλη ἀνδρεία και πολλή υπομονή για να παραιτηθεί κάποιος από τον πειρασμὸ να ἐκδικηθεῖ για το κακό που υπέστη, όπως και πολλή σύνεσηγια να ἀντικαταστήσει την ἀνταπόδοση του κακού με την ενεργοποίηση του αγαθού[16][16].
Με την μη ανταπόδοση του κακού θριαμβεύει η δύναμη του αγαθού. Η εξωτερική αδυναμία ευνοεί τον εσωτερικό πλατυσμό. Πλατύνεται η καρδιὰ του ἀνθρώπου και ενισχύεται η δύναμη του πνεύματός του για την ἄσκηση της αρετής. Ελευθερώνεται από το σαρκικὸ φρόνημα και ἀποσπᾶται από τον εγωκεντρισμό και τον ευδαιμονισμό που αιχμαλωτίζουν τις ψυχές των ανθρώπων. Ο μύχιος πόθος αυτής της ελευθερίας κατέστησε και στις ημέρες μας τόσο ελκυστικές οι σύγχρονες ασκητικές μορφές.
Τα περισσότερα και μεγαλύτερα κακά που ὑπάρχουν στον κόσμο ὀφείλονται στην μη ενεργοποίηση του ἀγαθοῦ. Και για το φαινόμενο αυτό μεγάλο μερίδιο εὐθύνης έχουν όσοι ἐντοπίζουν το κακό στην άμεση διάπραξή του. Το κακό όμως ως μη ον φυτρώνει και στο κενό που δημιουργεί η ἀπουσία του καλού. Ο ενάρετος άνθρωπος δεν περιορίζεται στην ἀποφυγὴ του κακού, αλλά φροντίζει και για την άσκηση της αρετής. Η ἀδιαφορία γι’ αυτήν είναι κακία.
Ο Θεός ἔβαλε τον άνθρωπο στον Παράδεισο, για να ἐργάζεται και να τον περιποιεῖται· «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν»[17][17]. Η υπακοή στον Θεὸ εκδηλώνεται με την τήρηση των εντολών του. Και η τήρηση των ἐντολῶν του Θεού καθιστᾶ τον άνθρωπο μιμητή και συνεργὸ στο δημιουργικὸ ἔργο του. Ο Χριστὸς ως τέλειος άνθρωπος και μιμητής του οὐρανίου Πατρὸς είπε: «Ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ ἐργάζομαι»[18][18].
Η «εν Θεώ» εργασία ως έργο υπακοής είναι «καλή εργασία» και παρέχει στον άνθρωπο χαρά και ευλογία. Η αποστασία του όμως από τον Θεό και η εμπαθής σχέση του με την σάρκα και τον κόσμο συνέδεσαν την ἐργασία με πόνο και ιδρώτα. Η εργασία των αρετών δεν γίνεται τώρα με ἄνεση και εὐκολία, αλλά με πόνο και δυσκολία. Τα εμπόδια που δημιούργησαν οι στρεβλώσεις και τα πάθη στον άνθρωπο κατέστησαν ἐπώδυνη την κατά φύση ζωή του. Και η συσσώρευση των στρεβλώσεων αυτών με τον διαρκώς αὐξανόμενο ἐγωκεντρισμὸ ενίσχυσαν περισσότερο την κακία στην σύγχρονη κοινωνία.
Η «καλή ἐργασία» πραγματοποιεῖται πάλι ως ἔργο υπακοής με την καταπολέμηση των παθών και την καλλιέργεια των αρετών, που ταυτίζεται με την τήρηση των θειων ἐντολῶν. Αυτές ἐλευθερώνουν τον ἄνθρωπο από το ἑωσφορικὸ φρόνημα του εγωκεντρισμού, διευρύνουν το πνεύμα του και τον συντονίζουν με το πράο και ταπεινό φρόνημα του Χριστού.
Η ταπείνωση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως παθητικὴ διάθεση, ἀλλὰ να συμβαδίζει με την βίωση και ἐνεργοποίηση των ἀρετῶν. Έτσι π.χ. ο ταπεινὸς οφείλει να εἶναι και επιεικής. Η ἐπιείκεια όμως δεν δικαιολογεί την ἀδράνεια για την προάσπιση και επικράτηση του καλού στις διαπροσωπικὲς και τις κοινωνικὲς σχέσεις, αλλά να συνυπάρχει με την αρετή του θάρρους. Ο επιεικής μπορεί ή και οφείλει να θυσιάζει το προσωπικό του συμφέρον, όχι όμως και να δέχεται ἀδιαμαρτύρητα την αδικία που γίνεται σε βάρος του άλλου ή του κοινωνικού συνόλου.
Με την ἐργασία των αρετών, λέει ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος, ο άνθρωπος ταπεινώνεται, καθίσταται δεκτικός της χάριτος του Θεού και εισέρχεται στην οδό της θεώσεως[19][19]. Ο Θεός, δεν θέλει τον ἀνθρωπο αργό και ἀμέριμνο. Τον θέλει να μεριμνά και να κοπιάζει για αγαθά έργα. Όποιος ἀποφεύγει τις θλίψεις που συνεπάγονται τα ἔργα αυτά, ἀποχωρίζεται από την αρετή και από την πηγή της αρετής, τον Θεό. Θέλημα του Θεού δεν εἶναι η ἀνάπαυση των παιδιών του κατά την παρούσα ζωή αλλά κατά την μέλλουσα. «Εν τούτω αφορίζονται οι υιοί του Θεού εκ των λοιπών· ίνα αὐτοὶ μεν εν θλίψεσι ζώσιν, ο δε κόσμος εν τρυφή και αναπαύσει λαμπρύνηται»[20][20].
Η εργασία της αρετής απαιτεί κόπο και μόχθο. Ο όσιος Ισαάκ χαρακτηρίζει την αρετή «μητέρα της λύπης»[21][21]. Τα καλά έργα γίνονται με πόνο καρδιᾶς και σωματικὸ κόπο. Και ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναїτης ἐπισημαίνει ότι κάθε σωματική και πνευματικὴ εργασία που δεν έχει πόνο ή κόπο δεν προσφέρει καρπό σε αυτόν που την ασκεί[22][22]. Δεν αρκεί μόνο ο πόνος της καρδιάς. Χρειάζεται και ο σωματικὸς κόπος. Ο άνθρωπος είναι ἀδιαίρετη ψυχοσωματική ενότητα. Η πτώση και η ανόρθωσή του, η ἐξαχρείωση και η ανακαίνισή του δεν πραγματοποιοῦνται μόνο στην ψυχή του, αλλά σε ολόκληρη την ύπαρξή του, στον όλον άνθρωπο. Γι’ αυτό η άσκηση στην Ορθόδοξη Ἐκκλησία δεν περιορίζεται στην ψυχή του ἀνθρώπου αλλά συμπεριλαμβάνει και το σώμα του. Η «εν Χριστώ» ἀνακαίνιση του ἀνθρώπου ως καθολική ψυχοσωματική ανακαίνιση αγκαλιάζει τον όλον ἄνθρωπο, αλλά και τον κόσμο που είναι το ευρύτερο σώμα του.
Η αρετή δεν αποτελεί αυτοαξία, αλλά ασκείται για την ταπείνωση. Αν η αρετή δεν οδηγεί στην ταπείνωση, είναι μάταια. Όποιος επιθυμεί την αρετή, ὑπομένει ευχαρίστως τις θλίψεις. Αυτές γεννούν την ταπείνωση που προσελκύει την χάρη του Θεού και κυοφορεί την πνευματική χαρά.Ἔτσι η χαρά και οι θλίψεις συμβαδίζουν στην ζωή του πιστού. Η αληθινή χαρά εἶναι καρπός του Πνεύματος και μένει απρόσβλητη από τις θλίψεις και τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής[23][23].
Ως μέλος του σώματος του Χριστού ο πιστός συμμετέχει και στο έργο της σωτηρίας του κόσμου. Οι θλίψεις και τα παθήματα που ὑπομένει στο έργο αυτό γίνονται αφορμές χαράς και δοξολογίας. Η πίστη του στον Χριστὸ μετατρέπει την επιθυμία της φιλαρχίας και της ανέσεως σε πόθο θυσίας και αὐτοαναλώσεως. Αἰσθάνεται ευγνωμοσύνη και ευχαριστεί τον Θεό για όλα, όπως και για τις θλίψεις που τον ἐπισκεπτονται, γιατί και αυτές γίνονται αφορμές χαράς για την επιτέλεση του έργου του και την τελείωσή του[24][24].
Ο Απόστολος Παύλος ως μιμητής του Χριστού γράφει: «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών, και ἀνταναπληρῶ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο εστιν η Εκκλησία»[25][25]. Αλλά και κάθε πραγματικός χριστιανὸς γίνεται μιμητής του Χριστού και κήρυκας της ἀπεριόριστης ἀγάπης του, που ευεργετεί τον ἄνθρωπο και ἀντιπαρέχει πλούσια αγαθά για τα ελάχιστα έργα του.
Η πηγή, από την οποία αντλεί την υπεράνθρωπη δύναμη ο χριστιανός, είναι η ενέργεια του Χριστού. Ο Απόστολος Παῦλος, που έβλεπε τον ἑαυτό του ως ταπεινὸ υπηρέτη του Χριστοῦ, γράφει: «Πάντα ισχύω εν τω ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ»[26][26]. Η δύναμη αυτή του Παύλου προκύπτει από την κοινωνία του με τον παντοδύναμο Χριστό, που επωμίστηκε και πραγματοποίησε όλα όσα όφειλε να πράξει ο άνθρωπος. Έτσι δεν μένει πια στον άνθρωπο που θέλει να διασφαλίσει την κοινωνία με τον Θεό τίποτε άλλο, παρά το«ἀδιαλείπτως έχεσθαι της ἐνεργείας του Θεοῦ»[27][27].
Ο χριστιανός δεν πρέπει να πολυπραγμονεῖ για την προέλευση των θλίψεων που τον ἐπισκέπτονται, αλλά να εξετάζει, πως μπορούν αυτές να τον βοηθήσουν στην πνευματικὴ προκοπή και τελείωσή του. Όσο αὐτὸς δεν αντιλαμβάνεται την ἑτερότητα της ζωής του μέσα στον κόσμο, εύκολα παρασύρεται από την κοσμική ματαιότητα. Συναισθανόμενος όμως την ετερότητα και την παραδοξότητα της «εν Χριστῷ» ζωής μπορεί να βρίσκει τις θλίψεις γλυκύτερες από το μέλι και να βλέπει τον θάνατο ως πρόξενο της ἀκατάλυτης ζωής[28][28].
Η αληθινή χαρά στην πληρότητά της θα υπάρξει κατά την μεταθανάτια ζωή. Βιώνεται όμως και κατά την επίγεια ζωή ως ἀρραβώνας σε όσους εργάζονται την αρετή. Αλλά εδώ οι καταστάσεις αυτές συνοδεύονται συνήθως με θλίψεις, ή και προκύπτουν μέσα από τις θλίψεις ως ἐπακολούθημά τους[29][29]. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο ἄνθρωπος μετὰ την ἀποστασία του από τον Θεό βρέθηκε σε παρά φύση κατάσταση και χρειάζεται θεραπεία. Για να θεραπευθεί λοιπόν από την παρά φύση κατάσταση και να βρει τις κατά φύση σχέσεις με τους συνανθρώπους και το περιβάλλον του, οφείλει να ἐργαστεῖ και να πονέσει. Έτσι καθίσταται κοινωνὸς των παθημάτων των συνανθρώπων του και διευρύνει την συνείδησή του.
Η χαρά λειτουργεί στην ζωή του ανθρώπου ως κινητήρια δύναμη και ως επιδιωκόμενος σκοπός. Χρωματίζει θετικά τις σκέψεις και τις διαθέσεις του. Προσφέρει νόημα και περιεχόμενο στους αγώνες και στις προσπάθειές του.Ἡ χαρά, όπως και η αγάπη του χριστιανοῦ βιώνονται ως καρπός της κοινωνίας του Πνεύματος[30][30]. Αλλά και οι θλίψεις δεν αποτελούν ἀρνητικοὺς παράγοντες στην ζωή και τους αγώνες του χριστιανοῦ. Και αυτές συνεισφέρουν στην προοπτική της πνευματικῆς του τελειώσεως. «Οι θλίψεις για την ψυχή που αγαπά τον Χριστό είναι τροφή. Είναι κατά κάποιον τρόπο ύλη για ανάφλεξη του εσωτερικού πυρός»[31][31]. Έτσι το κάθε στοιχείο και το κάθε λεπτό της ζωής του ανθρώπου γίνεται πολύτιμο και γεμάτο με βαθύ νόημα. Οι θλίψεις και οι χαρές ἑνώνονται κατά τρόπο θαυμαστό μέσα στον αγώνα του[32][32].
Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν εἶναι δυνατὸ στον ἀποστάτη άνθρωπο να ζει μέσα στον κόσμο με χαρά και άνεση και να παραμένει στην ἀγάπη του[33][33]. Η μεγάλη χαρά χαλαρώνει τον άνθρωπο και δεν εὐνοεῖ την πορεία του προς την τελείωση. Αλλά και η μεγάλη λύπη είναι ἐπικίνδυνη, γιατί μπορεῖ να τον οδηγήσει σε απελπισία και καταστροφή. Οι θλίψεις έχουν καθαρτικὴ ιδιότητα και βοηθούν στην πνευματική θεραπεία και τελείωση του ἀνθρώπου.Ὅπως τα ἰατρικὰ φάρμακα καθαρίζουν την ἀκαθαρσία των σωματικῶν χυμών, έτσι και οι θλίψεις καθαρίζουν τα «πονηρά εκ της καρδίας»[34][34]. Ἐπιπλέον μάλιστα αφυπνίζουν τον ἄνθρωπο ἀπὸ την νωθρότητα και τον προφυλάσσουν από την ἀκηδία που αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για την πνευματική του ζωή.
Η χαρά και οι θλίψεις αποτελούν δυο αντίθετους πόλους, που λειτουργοῦν και ως παράγοντες δοκιμασίας του ἀνθρώπου, ως πειρασμοί. Αυτοί πάλι διακρίνονται σε ἑκούσιους, που γίνονται δεκτοί από τον ἄνθρωπο και εύκολα τους ἀκολουθεῖ, και σε ἀκούσιους ή «παρά γνώμην», που δεν είναι ἐπιθυμητοὶ από αυτόν[35][35].
Οι ακούσιοι πειρασμοὶ είναι συνήθως ἐπώδυνοι και ἀπαιτοῦν ὑπομονὴ για την αντιμετώπιση και απόκρουσή τους. Αὐτοὶ παραχωροῦνται παιδαγωγικῶς από τον Θεό, για να ἀσκήσουν τους ἀνθρώπους στην ὑπομονή, που οδηγεί στην πνευματικὴ προκοπή και τελείωσή τους. Ο Απόστολος Ἰάκωβος προτρέπει τους πιστοὺς να χαίρονται, όταν τους ἐπισκέπτονται τέτοιοι πειρασμοί: «Πάσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, όταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν»[36][36]. Γι’ αυτό, όσοι ἀπρόοπτα περιπέσουν σε τέτοιους πειρασμούς, δεν χρειάζεται να ψάξουν να βρουν την αιτία της προελεύσεώς τους, αλλά διαπιστώσουν τον σκοπό που μπορούν να υπηρετήσουν, ώστε να τον τουςὑπομείνουν με εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού και να ὠφεληθουν[37][37].
Η αἰώνια και ασάλευτη Βασιλεία του Θεού, που πρέπει να συνιστά το πρώτο μέλημα του πιστού[38][38],απαιτεί ἀνάλογη ἄσκηση και προετοιμασία. Χρειάζεται καρτερία, ανδρεία και σπουδή, για να ἀναμετρηθεῖ ο ἄνθρωπος με τους δεσμευτικούς περιορισμοὺς του χώρου και του χρόνου, ώστε να αποκτήσει κάποια οἰκειότητα με την αἰωνιότητα για την ὁποία κλήθηκε.Ἡ υπομονή λειτουργεί ως ένα είδος φροντιστηρίου για την προετοιμασία αὐτήν.
Με την ὑπομονὴ αντιστέκεται ο άνθρωπος στις θλίψεις και τις συμφορές, με τις οποίες είναι συνυφασμένη η επίγεια ζωή. Αν είναι μικρόψυχος και ἀνυπόμονος, συνθλίβεται. Οι πειρασμοὶ που επισκέπτονται τον ἄνθρωπο ἀπροσδόκητα και ἀνεξέλεγκτα είναι οδυνηροί· τον φοβίζουν και τον ταράζουν. Και αν δεν διαθέτει ανδρεία και ισχυρό σημείο στηρίξεως, απελπίζεται και αφανίζεται. Και σημείο στηρίξεως για τον χριστιανό είναι ο αρχηγός της πίστεώς του και νικητής όλων των συμφορών του κόσμου, ο Χριστός.
Οι εκούσιοι πειρασμοί είναι εσωτερικοί, ἔχουν ἡδονικὸ χαρακτήρα και πρέπει να απομακρύνονται. Στην Κυριακή προσευχή υπάρχει το αίτημα: «Μη εἰσενέγκῃς ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρῦσαι ἡμᾶς από του πονηροῦ»[39][39]. Ποιος όμως είναι ο πειρασμὸς αυτός; Βέβαια είναι κάθε εσωτερικός πειρασμός, γιατί εύκολα ὑποκύπτει σε αυτόν ο άνθρωπος. Από την συνάφεια ὅμως, μέσα στην οποία διατυπώνεται το αίτημα αυτό, φαίνεται να αναφέρεται πρωτίστως στον πειρασμό της μη καταλλαγῆς με τον πλησίον. Ο πειρασμός αυτός είναι ελκυστικότερος, γιατί ικανοποιεί την φιλαυτία και κολακεύει τον ναρκισσισμό του ἀνθρώπου.
Ο πειρασμὸς της μη καταλλαγής, που γίνεται ἐσωτερικός, ακόμα και όταν έχει εξωτερική αιτία, φέρνει τον ἄνθρωπο ἀντιμέτωπο στο έργο της καταλλαγῆς που πραγματοποίησε ο Χριστός και έχει σαφώς δαιμονικὴ προέλευση. Όποιος δηλαδή δεν συγχωρεί τους ὀφειλέτες του, ακυρώνει για τον εαυτό του την καταλλαγή του με τον Θεό και παραμένει δούλος στον νόμο της ἁμαρτίας που κατέστησε στον κόσμο ο πονηρός[40][40].
Οι θλίψεις γίνονται αφορμές δοκιμασίας και ἀναδείξεως της ἐλευθερίας του ανθρώπου. Μέσα στην θλίψη του θυμάται συνήθως ο ἄνθρωπος τον Θεό[41][41]. Συμβαίνει όμως και το ἀντίθετο. Αδυνατώντας δηλαδή να συμβιβάσει την πίστη στον Θεό της αγάπης με το κακό που υπάρχει στον κόσμο συμβαίνει να οδηγείται στην απιστία. Η στάση του ανθρώπου στο θέμα αυτό διαμορφώνεται σύμφωνα με την αυτοσυνειδησία και το ταπεινὸ ή εγωїστικό φρόνημά του.
Ο πιστός χριστιανὸς δέχεται με καρτερία τις θλίψεις και τους πειρασμούς.Ὑπομένει και δεν γογγίζει για όσα συμβαίνουν. Η εμπιστοσύνη του στην πρόνοια του Θεού συντελεί να βλέπει μέσα στην θλίψη τον σπόρο της χαράς. Ο Ἀπόστολος Παύλος γράφει, «χαίρω εν τοις παθήμασί μου»[42][42], και «το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ’ ὑπερβολὴν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται εν ἡμῖν»[43][43]. Εδώ δεν πρόκειται για κάποια μαζοχιστικὴ διάθεση, αλλά για ένθεο έρωτα που μεταμορφώνει την οδύνη σε ηδονή, την θλίψη σε χαρά.
Ο Θεός ως Πατέρας αγαπά και παιδαγωγεῖ τα παιδιά του με προοπτικὴ το αιώνιο συμφέρον τους. Και επειδή η προοπτικὴ αυτή εκτείνεται πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, απαιτεί από τον ἄνθρωπο ελπίδα και υπομονή. Η περιορισμένη μέσα στον χῶρο και τον χρόνο ἀνθρώπινη λογικὴ αδυνατεί να συλλάβει την αιώνια προοπτική. Η προετοιμασία για την αἰωνιότητα μέσα στην πρόσκαιρη ζωή χωρίς ελπίδα και προσδοκία με ἐσχατολογικὴ προοπτική δεν είναι εφικτή.
Ο Χριστός δεν ήρθε στον κόσμο για να τον κρίνει , αλλά για να τον σώσει. Και εργάστηκε την σωτηρία του κόσμου με φρικτὰ πάθη και σταυρικό θάνατο. Ήδη όμως η παρουσία του Χριστοῦ έφερε την κρίση του Θεού μέσα στον κόσμο[44][44], γιατί με αυτήν άρχισε να γίνεται η ένταξη των ἀνθρώπων στην μερίδα των σωζομένων ή των μη σωζομένων.Όσοι δοκιμάζονται με θλίψεις και συμφορές, που συνδέονται με την χριστιανική τους ιδιότητα, πρέπει να χαίρονται, γιατὶ γίνονται κοινωνοί των παθημάτων του Χριστού και προετοιμάζονται από τον Θεό, για να καταστούν με την τελική φανέρωση του Χριστού[45][45] μέτοχοι αἰώνιας δόξας και ανεκλάλητης χαράς.
Η ζωή του ανθρώπου έχει αρχή, αλλά δεν έχει τέλος. Αρχίζει μέσα στον χρόνο και επεκτείνεται στην ατέρμονη αἰωνιότητα. Η παρούσα και η μέλλουσα ζωή συνδέονται ἄρρηκτα μεταξύ τους. Αλλά ούτε κατὰ την παρούσα ζωή τελειοποιεῖται ο άνθρωπος ούτε κατά την μέλλουσα, αν δεν ἀρχίσει από την παρούσα[46][46]. Συνάπτοντας όμως ο άνθρωπος το ἀτελεύτητο γίγνεσθαί του με το «αδιαλείπτως ἔχεσθαι της ενεργείας» του τελείου Θεοῦ[47][47], γίνεται κοινωνός ατελεύτητης τελειότητας και πλατύνεται σε ἄναρχο και παγκόσμιο πρόσωπο.-Ἐνεργοποιεῖ την θεοειδή υπόστασή του «για να φθάσει τις ὑπερκόσμιες διαστάσεις ακολουθώντας τον Χριστό, ο οποίος νίκησε τον κόσμο»[48][48].Έτσι κατανοείται και η ορθόδοξη ἀνθρωπολογία σύμφωνα με την οποία ο θεούμενος άνθρωπος γίνεται ἄναρχος, παγκόσμιος, καθολικός.
[1][1]. Ψαλμ. 54, 7.
[2][2]. Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα 4,42, PG 90,1324B. Βλ. ἀναλυτικότερα το βιβλίο του Αρχιμ. Ευσεβίου, Ηδονή – οδύνη. Ο διπλός καρπός της αισθήσεως, εκδ. «Ακρίτας», Αθήνα 1990.
[3][3]. Πρβλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 68, Περί φυλακής καρδίας και θεωρίας λεπτοτέρας, έκδ. Ι. Σπετσιέρη, Του οσίου Ἰσαὰκ του Σύρου,Τὰ εὑρεθέντα ασκητικά, Αθήναι 1895, σ. 270.
[4][4]. Χαιρετισμοί Θεοτόκου , Ξ.
[5][5]. Βλ. Ιω. 14,6· 16,33.
[6][6]. Β’Κορ. 5,19.
[7][7]. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα 2,55, PG90,1240D- 41A.
[8][8]. Ματθ. 3,2· 4,17.
[9][9]. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας, τόμ. Β΄, σ. 78, έκδ. Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2013.
[10][10]. Βλ. Ματθ. 11,29-30.
[11][11]. Ιω. 16,33.
[12][12]. Ιω. 16,22.
[13][13]. Βλ. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ 7,38, PG 88,808CD.
[14][14]. Ματθ. 5, 29.
[15][15]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, έκδ. Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 52018, σ. 175-6.
[16][16]. «Η των αγίων υπομονή, την πονηράν δύναμιν προσβάλλουσαν, δαπανά· ως πείθουσα τοις υπέρ αληθείας εγκαλλωπίζεσθαι πόνοις τους αυτής διακόνους, και πλέον εμπλατύνεσθαι διδάσκουσα τοις παθήμασιν, ή ταις ανέσεσιν, οι της εν σαρκί ζωής άγαν φροντίζοντες, υπόθεσιν αυτοίς υπερβαλλούσης κατά πνεῡμα δυνάμεως ποιουμένη , την κατὰ φύσιν της σαρκός περί το πάσχειν ασθένειαν». Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα 4,93, PG 90,1315ΑΒ.
[17][17]. Βλ. Γεν. 2,15.
[18][18]. Ιω. 5,17.
[19][19]. Βλ.Ἰσαὰκ Σύρου, Λόγος 56, Περί του ότι ο Θεός συμφερόντως συνεχώρησε την ψυχὴν δεκτικήν είναι των παθών, έκδ. Ι. Σπετσιέρη, Οσίου Ισαάκ του Σύρου, τα ευρεθέντα ἀσκητικά, Αθήναι 1895, σ. 229.
[20][20].Ισαάκ Σύρου, Λόγος 36, Περί του μη δείν χωρίς ανάγκης ἐπιθυμεῖν ,ὅ.π., σ.159.
[21][21].Ισαάκ Σύρου, Λόγος 37, Περί των έγγιστα του Θεού ζώντων, ὅ.π., σ. 160.
[22][22]. Γρηγορίου Σιναΐτου, Κεφάλαια πάνυ ωφέλημα,Φιλοκαλία, τόμ. 4, σ. 78.
[23][23]. Βλ. Γαλ. 5,22.
[24][24]. Πρβλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 36, Περί του μη δείν χωρίς ανάγκης ἐπιθυμεῖν ή ἐπιζητεῖν σημεία, ὅ.π., σ. 159.
[25][25]. Κολ.1,24.
[26][26]. Φιλιπ. 4,13.
[27][27]. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζοντων 2,1,30, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγο-ρίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 491.
[28][28]. Βλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 68, Περί φυλακής καρδίας,ὅ.π., σ. 269.
[29][29]. Βλ. Ψαλμ. 4,1. Πρβλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 37, Περί των έγγιστα του Θεού ζώντων, ὅ.π., σ. 161.
[30][30]. Βλ. Γαλ. 5,22.
[31][31]. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Αγώνας Θεογνωσίας, έκδ. Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 52004, σ. 217- 8.
[32][32]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, έκδ. Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 52018, σ. 132.
[33][33]. Βλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 36, Περί του μη δείν χωρίς ανάγκης ἐπιθυμεῖν ή ἐπιζητεῖν σημεία, ὅ.π., σ. 159.
[34][34]. Βλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 71, Περί εκείνων δι’ ων κτήσασθαί τις δύναται την ἀλλοίωσιν, ὅ.π., σ. 278.
[35][35]. Πρβλ.Αρχιμ. Ευσεβίου, Ηδονή -οδύνη. Ο διπλός καρπός της αισθήσεως, Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 1990, σ. 204 κ.ἑ.
[36][36]. Ιακ. 1,2-3. Πρβλ. Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον 58, PG 90,593BC.
[37][37]. Bλ. Μαξίμου Ομολογητού,Kεφάλαα περί αγάπης 2,42, PG 90,1000A.
[38][38]. Βλ. Ματθ. 6,33· Λουκ. 12,31.
[39][39]. Ματθ. 6,13. Λουκ. 11,4.
[40][40]. Πρβλ. Μαξίμου Ομολογητού, Εις την προσευχήν του Πάτερ ημών,PG90, 904ΒC.
[41][41]. Βλ. Ησ. 26,16.
[42][42]. Κολ. 1,24.
[43][43]. Β’Κορ. 4,17.
[44][44]. Βλ. Ιω. 12,31· 12,47.
[45][45]. Βλ. Κολ. 3,4. Πρβλ. Α’Πέτρ. 1,8· 4,12-3.
[46][46]. Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής 1, PG 150,493B.
[47][47]. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,1,30, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 491.
[48][48]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, έκδ. Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 52018, σ. 114. Πρβλ. Ιω. 16,3.