Οι διπλωμάτες και νομοθέτες στη Μεγάλη Μοραβία – Κύριλλος & Μεθόδιος

29 Μαΐου 2024

Είχαν περάσει ήδη περισσότερα από χίλια εκατό χρόνια από τότε που ιδρύθηκε η πόλη της Θεσσαλονίκης το 315 π.Χ. και σε αυτό το χρονικό διάστημα η πόλη είχε δει ημέρες δόξας αλλά και συμφορών, όμως παρέμενε φημισμένη και υπερήφανη. Ως πρωτεύουσα του Ιλλυρικού τμήματος στη βυζαντινή εποχή χρειάστηκε να κάνει μάχες για να διαφυλάξει τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό απ’ τους εχθρούς που έρχονταν αδιάκοπα από το βορρά όπως τους Ούννους, τους Άβαρους, τους Σλάβους, τους Χάζαρους, τους Γότθους κτλ. Προστάτης τους υπήρξε ο Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, ο οποίος εμφανιζόταν πάνω στα τείχη της πόλης με τη λευκή του χλαμύδα και ενίσχυε τους αμυνόμενους κάθε φορά που θα έρχονταν οι επιδρομείς.

Περί τα τέλη του 7ου αιώνα οι επιδρομές έληξαν και η Θεσσαλονίκη γνώρισε νέα περίοδο ακμής. Η παράδοση αναφέρει ότι ήδη απ’ τους αποστολικούς χρόνους η πόλη αποτέλεσε το κέντρο της μετάδοσης του Χριστιανισμού για όλη την Ευρώπη. Ο Απόστολος Παύλος έγραψε προς τους Θεσσαλονικείς εγκωμιαστικούς λόγους μνημονεύοντας ιδιαίτερα την Μακεδονία και την Αχαΐα. Τα λόγια αυτά θα επαληθευτούν και πάλι στους χρόνους των δύο μεγάλων διδασκάλων, διπλωματών και νομοθετών έως τη Μεγάλη Μοραβία του Κυρίλλου και Μεθοδίου.

Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν μεγάλη πόλη και πολυάνθρωπη. Με τείχη και ισχυρά προπύργια. Τα πλήθη του λαού γέμιζαν την αγορά και τη μεγάλη λεωφόρο που διαχώριζε σε δύο τμήματα την ωραία πόλη. Η οικονομική άνθηση είχε φέρει τους εμπόρους κοντά της, αλλά και την αρπακτική διάθεση των πειρατών και των κουρσάρων. Οι βυζαντινοί ναοί και τα ωραία δημόσια κτίρια διακοσμούσαν τις πλατείες της, όπου και φιλοξενούσε το λαό για τις θρησκευτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις. Τον αρχιεπισκοπικό της θρόνο τίμησαν δύο μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Ιωσήφ ο Υμνογράφος και ο Λέων ο Μαθηματικός, ο μετέπειτα πρύτανης του πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. Αλλά το ξεχωριστό καύχημα αυτής της πόλης έμελλε να γίνουν τα δύο τέκνα της, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος.

Κύριλλος & Μεθόδιος

Οι γονείς των δύο αδελφών είχαν ευγενική καταγωγή αφού ο πατέρας τους ο Λέων υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη ως χιλίαρχος (δρουγγάριος) και αργότερα ως στρατηγός. Απέκτησε πολιτική και στρατιωτική εξουσία στη Μακεδονία, έχοντας επτά παιδιά, εκ των όποιων το τελευταίο, ο Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 827, ενώ ο Μεθόδιος πιθανόν είχε γεννηθεί το 820. Όταν πέθανε ο πατέρας τους είχε τελειώσει τις σπουδές του ο Μεθόδιος, για την Διπλωματική και Διοικητική Ανώτερη Κρατική Υπαλληλία. Απ’ την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, ο Μεθόδιος, διορίστηκε ως Διοικητής της «Σκλαβηνίας», δηλ. της σλαβικής επαρχίας της ελληνικής αυτοκρατορίας, εκεί όπου κυρίως κατοικούσαν οι σλαβικοί πληθυσμοί, που είχαν κατέβει από το βορρά εκεί ειρηνικά και ζούσαν σε αραιοκατοικημένες περιοχές. Εκεί έμαθε πολύ καλά τη σλαβική γλώσσα, την οποία γνώριζε ήδη απ’ τους σλαβικής καταγωγής βοηθούς μετοίκους της οικογένειάς του στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα εγκατέλειψε αυτό το διοικητικό και πολιτικό αξίωμα, για να αποσυρθεί στον Όλυμπο της Βιθυνίας εκεί όπου ζούσαν οι μοναχοί.

Ο αδελφός του ο Κωνσταντίνος μετονομάστηκε σε Κύριλλος τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Αυτός απ’ τη μικρή ηλικία είχε μεγάλη ικανότητα στη μάθηση. Όταν πέθανε ο πατέρας του, θα ήταν περίπου 14 ετών και γνώριζε από μνήμης τα συγγράμματα του Γρηγορίου του Θεολόγου. Αργότερα πήγε στη Κωνσταντινούπολη για τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, υπό τη καθοδήγηση του Λέοντα του Μαθηματικού, πρώην αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Κοντά στον Λέοντα και τον Μέγα Φώτιο σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, μουσική, ρητορική, νομική, διπλωματία, διαλεκτική, φιλοσοφία και ξένες γλώσσες, γνώριζε τη σλαβική, τη συριακή, την εβραϊκή, τη σαμαρειτική, την αραβική, τη χαζαρική (τουρκική), τη λατινική και άλλες γλώσσες. Χειροτονήθηκε ιερέας και διορίστηκε βιβλιοθηκάριος του πατριαρχείου και τέλος αναδείχτηκε σε μέγα καθηγητή της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Από τότε ονομαζόταν Κωνσταντίνος ο Φιλόσοφος και ζούσε ασκητικά.

Ο πατριάρχης Φώτιος διέκρινε έγκαιρα ότι οι Σλάβοι και οι Τούρκοι του Βορρά και οι Χαζάροι, έχοντας έρθει σε επαφή με τους Έλληνες από παλιά, ήταν πλέον ώριμοι να αποδεχθούν τον χριστιανικό πολιτισμό και να μπουν στο κύκλο της πολιτισμένης βυζαντινής ανθρωπότητας. Θα έπρεπε να προηγηθεί η μελέτη των σλαβικών θεσμών και των σλαβικών εθίμων, με την κατοπινή λογοτεχνική διαμόρφωση της σλαβικής γλώσσας και τη μετάφραση απαραίτητων βιβλίων. Τότε ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη το ειδικό κέντρο σπουδών των σλαβικών μελετών και των σλαβικών εθίμων, στο οποίο μετεκπαιδεύτηκαν οι διπλωμάτες και νομοθέτες ως ιεραπόστολοι. Υπεύθυνος του ερευνητικού κέντρου ορίστηκε ο Κύριλλος, απ’ τον αυτοκράτορα Μιχαήλ και απ’ τον Μέγα Φώτιο ο Κωνσταντίνος, για τη διοργάνωση κάθε διπλωματικής και νομοθετικής αποστολής

Περί τον Ιούνιο του 860 όταν τα τότε εχθρικά στρατεύματα ενήργησαν εισβολή στην Κωνσταντινούπολη με τα μονόξυλα, ο Μέγας Φώτιος σε ομιλία του αναφέρει την επίθεση και το απροσδόκητο της ταχύτητάς τους, ενώ η εισβολή τους αποκρούστηκε. Το 862 ο ηγεμόνας της Μοραβίας Ροστισλάβος έστειλε στην Κωνσταντινούπολη την πρεσβεία του και ζήτησε κατάλληλο άνθρωπο για να διδάξει το χριστιανισμό στους υπηκόους του. Έγινε το συμβούλιο με πρόεδρο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Γ’, στο οποίο συμμετείχαν ο πρωθυπουργός Βάρδας, ο πατριάρχης Φώτιος και άλλοι καθηγητές και πρότειναν στον Κωνσταντίνο μέσω του αυτοκράτορα να αναλάβει το διδακτικό, διπλωματικό και νομοθετικό έργο. Ο Κωνσταντίνος το αποδέχθηκε με φώτιση Θεού και δημιούργησε το πρώτο σλαβικό αλφάβητο και ασχολήθηκε με μεταφράσεις. Η γραφή που επινόησε ο Κύριλλος είναι η γλαγολιτική. Στηρίχθηκε στη μικρογράμματη ελληνική γραφή, χρησιμοποίησε και παραλλαγμένους εβραϊκούς χαρακτήρες, καθώς και άλλους που επινόησε ο ίδιος. Ο Κύριλλος ήθελε να τονίσει την εθνική και γλωσσική ιδιομορφία των Σλάβων. Αργότερα, η γραφή άλλαξε με βάση τη μεγαλογράμματη ελληνική και δημιουργήθηκε η λεγόμενη «κυρίλλειος γραφή».

Η σλαβική γλώσσα στην οποία οι δύο αδελφοί μετέφρασαν τα βιβλικά και λειτουργικά κείμενα ήταν αυτή που την μιλούσαν τότε τα νοτιοσλαβικά φύλα τα οποία είχαν εισχωρήσει σε εδάφη της ελληνικής βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τότε αρκετοί Δραγοβίτες και Σαγουδάτες ζούσαν για εμπορικούς λόγους στη Θεσσαλονίκη και άλλοι σλάβοι που εργάζονταν ως βοηθοί σε οικογένειες Θεσσαλονικέων ευγενών αρχόντων. Πολλές λέξεις της σλαβικής διαλέκτου τις μάθαιναν από τους μέτοικους σλάβους που δεν ήταν σε θέση να μάθουν την πολύπλοκη ελληνική γλώσσα. Ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος με ευχέρεια καταλάβαιναν από νεαροί όλο το μηχανισμό της σλαβικής γλώσσας.

Διπλωματική Αποστολή στη Μεγάλη Μοραβία.

Οι Μοραβοί τον 9ο αιώνα είχαν ένα μοναρχικό καθεστώς αγροτικής μορφής και κατοικούσαν στα πρώην εδάφη των Λογγοβάρδων και ήταν υποτελείς στο Γερμανικό Κράτος, αλλά έκαναν επαναστατικές κινήσεις και κατά καιρούς είχαν διοικητική ανεξαρτησία. Υπό την εξουσία των ηγεμόνων τους βρίσκονταν και οι Τσέχοι, οι Σλοβάκοι, ομάδες Πολωνών και τα σλαβικά φύλα του Έλβα, μέσα σε ένα στάδιο ανάπτυξης, το οποίο έπειτα από μερικές δεκαετίες σταμάτησε με την ουγγρική κατάκτηση.

Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στους Μοραβούς από Έλληνες, Ιταλούς και Γερμανούς διπλωμάτες, νομοθέτες και ιεραποστόλους και ο ηγεμόνας τους και αρκετοί ευγενείς τους είχαν βαφτιστεί χριστιανοί, αλλά ο λαός έμενε ακόμη στον παγανισμό και την ειδωλολατρία. Ο Ροστισλάβος γνώριζε ότι γινόταν μια προεργασία της μετάφρασης των εκκλησιαστικών βιβλίων στη σλαβική γλώσσα και δεν φοβόταν τις πολιτικές επεμβάσεις από την Κωνσταντινούπολη, όπως φοβόταν απ’ το Γερμανικό Κράτος.

Το Βυζάντιο έστειλε αντί για έναν επίσκοπο μία ομάδα διπλωματών και νομοθετών ιεραποστόλων με αρχηγούς τον Κωνσταντίνο και τον Μεθόδιο, ξεκίνησαν για τη Μοραβία την άνοιξη του 863. Μαζί τους ήταν ο Κλήμης, ο Ναούμ, ο Αγγελάριος, ο Σάββας και μερικοί άλλοι συνεργάτες, οι οποίοι αργότερα διακρίθηκαν στο διδακτικό και αποστολικό έργο. Πιθανόν θα ακολούθησαν το δρόμο μέσω της Τραϊανουπόλεως, Φιλίππων, Θεσσαλονίκης, Σκοπίων, Ναϊσσού, Σιγγιδόνος (Βελιγραδίου), Σιρμίου μέχρι τα σύνορα της Μοραβίας, όπου τους περίμεναν εκπρόσωποι του ηγεμόνα.

Πρώτος σταθμός των ιεραποστόλων ήταν το ανάκτορο του Ροστισλάβου στη περιοχή της σημερινής Μικούλτσιτσε νότια της Μοραβίας κοντά στα σύνορα μεταξύ του σημερινού κράτους της Τσεχίας και του σημερινού Κράτους της Σλοβακίας. Κατόπιν σε απόσταση περίπου 50km εγκαταστάθηκαν στη σημερινή πόλη Στάρε Μέστο (Stare Mesto) που και τότε ονομαζόταν και Βέλεγραντ (Weligrad) όπου και πιθανώς εκοιμήθη ο Μεθόδιος 885. Η απόσταση Στάρε Μέστο μέχρι τη Μπρατισλάβα είναι περίπου 130km. Οι Μοραβοί ζούσαν σε αγροτικούς συνοικισμούς κατά οικογένειες. Εκεί ίδρυσαν μία σχολή διδασκαλίας, διπλωματίας, νομοθεσίας, τα δύο φωτισμένα αδέλφια, στην οποία φοίτησαν νέοι ευγενών σλαβικών αρχοντικών οικογενειών, οι οποίοι μάθαιναν το σλαβικό αλφάβητο, τη γραμματική, την Αγία Γραφή, την Υμνολογία και τη Βυζαντινή Διοίκηση. Τότε διαδόθηκε ο χριστιανισμός απ’ το ένα έως το άλλο άκρο της χώρας όχι μόνο στους Μοραβούς, αλλά και σε Τσέχους, Σλοβάκους και Πολωνούς.

Οι Ιταλοί και Γερμανοί ιεραπόστολοι τους έφεραν μεγάλα εμπόδια και κατάφεραν την υποταγή του Ροστισλάβου στον Λουδοβίκο τον Γερμανικό το 864, λίγο μετά την άφιξη των Ελλήνων διδασκάλων, διπλωματών και νομοθετών, για να τους αποθαρρύνουν και να φύγουν, τους κατηγορήσουν ότι ο Θεός μπορεί να λατρεύεται μόνο σε τρείς γλώσσες, την εβραϊκή, την ελληνική και τη λατινική (δηλαδή τις γλώσσες της επιγραφής που έβαλε ο Πιλάτος στον Σταυρό του Κυρίου), και όχι στη σλαβική γλώσσα. Οι Σλάβοι χαρακτηριστικά ονόμαζαν τους Γερμανούς με το όνομα «νέμετς», δηλαδή αστοιχείωτος, αμόρφωτος, αγενής, απολίτιστος, βάρβαρος. Αρχηγός των Γερμανών κληρικών της Μοραβίας ήταν ο Βίχιγκ, ενώ των Ιταλών ο Ιωάννης. Ο Ροστισλάβος πιεζόμενος απ’ τα πολιτικά πράγματα, θέλησε να τους συμβιβάσει και συγκάλεσε όλες τις ομάδες, αλλά δεν συμφώνησαν. Οι βυζαντινοί νομοθέτες έμειναν απ’ το φθινόπωρο του 863 μέχρι τις αρχές του 867 κι είχαν εκπαιδεύσει αρκετούς μαθητές.

Στη Σλοβενία.

Οι Μοραβοί και οι Σλοβένοι περίμεναν τους δύο αδελφούς, έτσι ο Κότσελ της Σλοβενίας ζήτησε με επιστολή του, τον Μεθόδιο, και ο πάπας τον έστειλε την άνοιξη του 869, λίγο μετά το θάνατό του Κυρίλλου. Ο πάπας σε επιστολή του προς τον Κότσελ και τον Ροστισλάβο επαινούσε το χριστιανικό φρόνημα του Μεθοδίου, όριζε να τελούνται οι ακολουθίες στη σλαβική γλώσσα και χαρακτήριζε ως λύκους αυτούς που περιφρονούσαν τα βιβλία που είναι γραμμένα στη σλαβική γλώσσα.

Οι Σλοβένοι επιζητούσαν επίσκοπο ως αργηγό της εκκλησίας τους και ο πάπας για καιρό δίσταζε να χειροτονήσει τον Μεθόδιο σε επίσκοπο επειδή φοβόταν μήπως ο Μεθόδιος ανακηρύξει ανεξάρτητη την Εκκλησία της Σλοβενίας και της Μοραβίας. Ο Κότσελ έστειλε πάλι τον Μεθόδιο στη Ρώμη με συνοδεία 20 Σλοβένων επισήμων και απαίτησε τη χειροτονία του σε επίσκοπο, διαμηνύοντας ότι διαφορετικά θα ζητούσε τη χειροτονία του Μεθοδίου απ’ το Βυζάντιο. Έτσι ο πάπας χειροτόνησε τον Μεθόδιο σε επίσκοπο που τότε εγκαταστάθηκε στη πρωτεύουσα του σλοβενικού κράτους. Ο Μεθόδιος έχοντας τον τίτλο του αρχιεπισκόπου Σιρμίου, εκεί όπου γεννήθηκαν δέκα ρωμαίοι αυτοκράτορες με τελευταίο τον Γρατιανό το (+383), τίτλος της παλιάς πρωτεύουσας του Ιλλυρικού όπου βρισκόταν λίγο νότια απ’ το Δούναβη (σημερινή Σερβία, Σρέμσκα Μιτρόβιτσα).

Ο νέος διοικητικός εκκλησιαστικός οργανισμός που δημιουργήθηκε ήταν αυτοκέφαλος. Σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο και το κοινό εκκλησιαστικό δίκαιο, αλλά επιπλέον σύμφωνα και με τους ιερούς κανόνες και με το κανονικό δίκαιο και με το διοικητικό ιδεώδες της ομόσπονδης κοινής διασύνδεσης που κληρονομήθηκε απ’ την ελληνική και τη χριστιανική αρχαιότητα. Έτσι στις περιοχές που εκχριστιανίζονταν οργανώνονταν οι τοπικές αυτοκέφαλες εκκλησίες σε οργανωμένο αυτοδιοικητικό όργανο με τη ντόπια σλαβική γλώσσα και κάτω απ’ την διοικητική και πολιτική εξουσία των νέων ανεξάρτητων κρατών.

Η νέα Εκκλησία αυτή με τον Μεθόδιο δεν εξαρτιόταν διοικητικά ούτε από την Κωνσταντινούπολη ούτε από τη Ρώμη, αλλά βρισκόταν σε επικοινωνία και με τις δύο. Είχε ιδρυθεί σύμφωνα με τις βυζαντινές οδηγίες της Κωνσταντινούπολης και με το ελληνικό πνεύμα της διοικητικής αυτοτέλειας. Συναποτέλεσε ένα καλό πρότυπο βάση του οποίου οργανώθηκαν και οι άλλες σλαβικές Εκκλησίες, με τη διαφορά ότι αυτές υπήρξαν πιο τυχερές από άποψη ελευθερίας και παρέμβασης από ξένους παράγοντες. Ο Μεθόδιος χειροτόνησε πλήθος μαθητών του, Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων, στους οποίους εκτεινόταν η νομοκανονική δικαιοδοσία του με βάση το κανονικό δίκαιο. Οι Κροάτες και οι Σέρβοι είχαν δεχτεί και παλιότερα διδασκάλους απ’ τις βυζαντινές κτήσεις της Αδριατικής Θάλασσας και λόγω της εκεί παραθαλασσίας διακυβέρνησης του Βυζαντινού Κράτους. Οι τρεις αυτές Εκκλησίες είχαν καθαρό σλαβικό χαρακτήρα, αλλά η κροατική πλευρά στράφηκε αργότερα αποκλειστικά στη Ρώμη με τον ηγεμόνα Βρανίμιρο, ο οποίος το 879 δολοφόνησε τον Ζδεσλάβ. Στη Σλοβενία επικράτησε ο Ρωμαιοκαθολικισμός κάπως μεταγενέστερα. Μάλιστα εκεί διατηρήθηκε και η πρώτη σλαβική γραφή, η γλαγολιτική. Ο Μεθόδιος έστειλε στη χώρα τους για να συνεχίσει το έργο του ο μαθητής του Γοράσδος.

Όταν οι Γερμανοί εκκλησιαστικοί και πολιτικοί άρχοντες δυσαρεστήθηκαν απ’ τα αποτελέσματα της διπλωματικής και νομοθετικής δραστηριότητας του Μεθοδίου. Τότε ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός είχε εισβάλλει με τρεις στρατιές του στη Μοραβία και την υπόταξε και πάλι. Ο Ροστισλάβος, ο οποίος αρχικά είχε προσκαλέσει τους Έλληνες νομοθέτες, είχε εκθρονιστεί και τυφλωθεί. Ο Κότσελ άρχισε να φοβάται το ίδιο για τον εαυτό του. Γερμανοί κληρικοί της Σλοβενίας συνέλαβαν τον Μεθόδιο για αντιποίηση αρχής και τον οδήγησαν στη Γερμανία δίχως να αντιδράσει. Το Νοέμβριο του 870 ο Μεθόδιος δικάστηκε από βαυαρούς επισκόπους στο Ρέγενσμπουργ, διότι είχε δήθεν εισέλθει και καταλάβει την εκκλησιαστική περιοχή που ανήκε στην αρχιεπισκοπή του Σάλτσβουργ.

Η τάση της απόσχισης απ’ τη Ρώμη εμφανίστηκε έντονα στην Εκκλησία της Γερμανίας. Ο Μεθόδιος ονόμασε τους διώκτες του ως «βάρβαρους» μπροστά στον Λουδοβίκο. Αφού καταδικάστηκε, φυλακίστηκε στη μονή Ελλβάγγεν της Σουαβίας. Δεν του επέτρεψαν καμιά επικοινωνία με τον πάπα και θανάτωσαν τον αγγελιοφόρο του τον μοναχό Λάζαρο. Απ’ τους μαθητές του άλλοι διέφυγαν σε Μοραβία, Κροατία και Σερβία, ενώ άλλοι παρέμειναν κρυφά στη Σλοβενία. Ο πάπας Αδριανός δεν έμαθε για τις περιπέτειές του. Ο νέος πάπας Ιωάννης Η’ τα έμαθε πολύ αργά και έγραψε τα παράπονα στο βασιλιά Λουδοβίκο, γιατί εκδιώχθηκε ως αρχιεπίσκοπος ο Μεθόδιος, παρότι κατέχοντας τη νόμιμη έδρα του, που κατά τη γνώμη του πάπα αυτή υπαγόταν από ανέκαθεν στη Ρώμη και όχι στη Γερμανία. Έγραψε επίσης και στον αρχιεπίσκοπο του Σάλσμπουργ τον Αδαλβίνο και σε διάφορους Γερμανούς επισκόπους κι έτσι τελικά ο Μεθόδιος ελευθερώθηκε, ενώ οι διώκτες του τον είχαν καταδικάσει σε ισόβια κάθειρξη.

Και πάλι στη Μοραβία.

Μεσολάβησε ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Μακεδόνας μέσω της διαμήνυσης της πρεσβείας του προς τον Λουδοβίκο το 872, για την καλύτερη κατάσταση στη Μοραβία. Ο νέος εκεί ηγεμόνας Σβιατοπλούκ, ανεψιός του Ροστισλάβου, απέκτησε διοικητική ανεξαρτησία μετά από μία νέα επανάσταση, μεταξύ των ηγετών της επανάστασης ήταν και ο ιερέας Σλαβομίρ. Οι κληρικοί της σλαβικής Εκκλησίας της Μοραβίας εργαζόταν πάντα υπέρ της ελευθερίας και της πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας τους.

Όταν ο Μεθόδιος αφέθηκε ελεύθερος μετά από δυόμισι χρόνια φυλακής δεν επέστρεψε στη Σλοβενία, αλλά στη Μοραβία, διατηρώντας τον τίτλο του αρχιεπισκόπου του Σιρμίου. Οι πολυάριθμοι μαθητές του τον υποδέχτηκαν το καλοκαίρι του 873. Τότε αρχίζει η μεγάλη ακμή για τη νέα Εκκλησία της Μοραβίας και επισκέπτεται όλες τις περιοχές που συμπεριλαμβάνονταν τότε στο κράτος του Σβιατοπλούκ και κατοικούνταν απ’ τους Σλάβους, όπως τη Βοημία, Σαξωνία, Σιλεσία, Νότια Πολωνία, μάλιστα βάφτισε μόνος του τον πρώτο Τσέχο χριστιανό ηγεμόνα Μποριβάι. Έφτασε μέχρι την περιοχή του Κιέβου, όπου κήρυξε και στους Ρώσους.

Στη Μοραβία πάντα οι Γερμανοί δημιουργούσαν προβλήματα, ενώ ο Σβιατοπλούκ το 874 αναγκάστηκε να υποκύψει στους Γερμανούς. Οι Γερμανοί κληρικοί πήραν μαζί τους τον ηγεμόνα, αφού αποδέχθηκε τη λατινική λατρεία, κι άφησαν το λαό του να ακολουθεί το σλαβικό χριστιανισμό του Μεθοδίου. Ο λαός αποξενώθηκε απ’ τον ηγεμόνα του που τότε μετέφερε την πρωτεύουσά του στην απομακρυσμένη πόλη Νίτρα. Μεσολάβησαν και κάποιες ηθικές παρεκτροπές του Σβιατοπλούκ και απειλούμενος από δύο ιερείς, τον Γερμανό Βίχιγκ και τον Ιταλό Ιωάννη, απευθύνθηκε στον πάπα Ιωάννη τον Η’.

Ο πάπας τότε έγραψε στον Μεθόδιο: «Ακούσαμε ότι δε διδάσκεις όσα η ρωμαϊκή Εκκλησία έχει διδαχτεί από τον ίδιο τον Πέτρο, τον κορυφαίο των αποστόλων, και όσα κηρύττει καθημερινά και ότι οδηγείς το λαό σε πλάνη. Γι’ αυτό με αυτήν την επιστολή σε διατάζουμε να παρουσιαστείς μπροστά μας χωρίς καθυστέρηση, για να σε ακούσουμε και να γνωρίσουμε ακριβώς τη διδασκαλία σου. Έχουμε επίσης πληροφορηθεί ότι τελείς τη λειτουργία σε βάρβαρη γλώσσα, δηλαδή στη σλαβική, ενώ με επιστολή που μετέφερε ο επίσκοπος της Αγκώνας, ο Παύλος, σου απαγορεύσαμε να τελείς την ιερή ακολουθία της λειτουργίας σε αυτήν τη γλώσσα. Δεν μπορείς να την τελείς παρά μόνο στη λατινική και στην ελληνική γλώσσα, όπως κάνει η Εκκλησία του Θεού που είναι διασκορπισμένη σε όλη τη γη, ανάμεσα σε όλα τα έθνη. Φυσικά μπορείς να κηρύττεις και να μιλάς στο λαό σε αυτήν τη γλώσσα».

Ο Μεθόδιος το 879 θα πάει στη Ρώμη, να δικαστεί. Στάλθηκε ως εκπρόσωπος του Μοραβού ηγεμόνα και ο Βίχιγκ, τον οποίο ο Σβιατοπλούκ προόριζε ως αντικαταστάτη του Μεθοδίου σε περίπτωση της καθαίρεσής του. Η προσωπικότητα του Μεθοδίου στη Ρώμη εμφανίστηκε πολύ δυναμική και μόνο με τη παρουσία του επηρέασε υπέρ του τις καταστάσεις. Στη σκέψη των παπών της Ρώμης της εποχής εκείνης υπήρχε μεγάλη σύγχυση, κι άλλα έλεγε ο προηγούμενος κι άλλα ο επόμενος. Η μεταβολή της στάσης του Ιωάννη έγινε πιθανώς απ’ το φόβο μήπως και οι δυτικοί Σλάβοι διαφύγουν απ’ τη ρωμαϊκή επιρροή, όπως είχε συμβεί στο μεταξύ με τους Βούλγαρους.

https://stamps-gr.blogspot.gr/

Ο Ιωάννης ο Η’ με νέο γράμμα παραγγέλνει τα αντίθετα από όσα ζητούσε με το προηγούμενο. Λέγει ότι εξέτασε τον Μεθόδιο συνοπτικά και διαπίστωσε ότι αυτός έχει την πίστη του συμβόλου της Εκκλησίας της Ρώμης, το οποίο βέβαια τότε ήταν το ίδιο με αυτό της ελληνικής και βυζαντινής Εκκλησίας. Η προσθήκη του filioque, του ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό, δεν είχε ακόμη εισαχθεί στο σύμβολο της Πίστης, αλλά υπήρχε ως διδασκαλία, κυρίως μεταξύ των Γερμανών θεολόγων. Επίσης, ζήτησε τα έργα του Κυρίου να διακηρύσσονται και στη σλαβική γλώσσα, διότι η Αγία Γραφή δίνει εντολή να δοξολογούμε τον Κύριο, όχι μόνο σε τρεις, αλλά σε όλες τις γλώσσες! Μετέφρασε στη σλαβική και τη λατινική λειτουργία που βρισκόταν τότε σε ισχύ, ώστε στην Εκκλησία του να είναι δυνατή η τέλεση είτε της ανατολικής, είτε της δυτική λειτουργίας και επέστρεψε δικαιωμένος ως ο νόμιμος αρχιεπίσκοπος στη Μοραβία. Ο πάπας όμως, για να ικανοποιήσει και τον ηγεμόνα, έδωσε εντολή στον Μεθόδιο να χειροτονήσει τον Βίχιγκ για επίσκοπο Νίτρας και ζήτησε και ένα ακόμη πρόσωπο, ώστε να γίνουν τρεις οι επίσκοποι της περιοχής και να συναποτελέσουν μία μητρόπολη.

Τα τελευταία χρόνια του Μεθοδίου.

Ο Μεθόδιος το 883 μετέφρασε όλη την Παλαιά Διαθήκη, εκτός από τους ψαλμούς που ήταν ήδη μεταφρασμένοι από τον Κύριλλο και τα βιβλία των Μακκαβαίων. Άρχισε τη μετάφραση το Μάρτιο και την τελείωσε μέσα σε εφτά μήνες, την παραμονή της εορτής του προστάτη του, του Αγίου Δημητρίου. Μετέφρασε πατερικά κείμενα, καθώς και τον Νομοκάνονα του Μεγάλου Φωτίου. Έτσι χάρισε στους Μοραβούς και σε όλους τους σλαβικούς λαούς, τους πρώτους γραπτούς νόμους, ως ο πρώτος νομοθέτης τους. Οι Σλάβοι δέχθηκαν την διοικητική οργάνωση του κοινωνικού βίου με βάση το βυζαντινό δίκαιο και το αντικειμενικό κανονικό δίκαιο μακριά απ’ τη θέληση των φυλάρχων.

Το 884 εμφανίζεται μια νέα σύγκρουση στη Μοραβία, με αφορμή τη γνωστοποίηση του συγγράμματος του Μεγάλου Φωτίου σχετικά με το Άγιο Πνεύμα όπου στη Δύση κυριαρχούσε το Φιλιόκβε. Φώτιος και Μεθόδιος ονόμασαν αιρετικούς αυτούς που χρησιμοποιούσαν τον όρο filioque και δέχονταν την εκπόρευση του Πνεύματος και απ’ τον Υιό. Τότε ο Βίχιγκ αντέδρασε έντονα και προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στον Μεθόδιο. Ο αρχιεπίσκοπος Μεθόδιος αναγκάστηκε να καταφύγει στο έσχατο μέσο του αναθεματισμού του, μαζί με την απόφαση της συνέλευσης των ιερέων του. Ο Σβιατοπλούκ εντυπωσιάστηκε και από τότε έγινε φίλος του Μεθοδίου. Τότε επιτεύχθηκε η καλή ενότητα της Μοραβικής Εκκλησίας, αλλά δυστυχώς για λίγο χρόνο. Ο Μεθόδιος ήταν 65 περίπου ετών αισθάνθηκε το τέλος του να πλησιάζει και ο διάδοχός του ο Γοράσδος ήταν ήδη επίσκοπος της Νίτρας στη θέση του αναθεματισμένου Βίχιγκ.

Κυριακή των Βαΐων του 885 ο Μεθόδιος ως άρρωστος πήγε στον καθεδρικό ναό του Βέλεχραδ, κι ευχαρίστησε τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον ηγεμόνα της Μοραβίας, τον κλήρο και το λαό του. Εκοιμήθη την 6η Απριλίου, Ινδικτίωνος 3, έτους 6393 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή την 6η Απριλίου του 885. Οι μαθητές του τέλεσαν τη νεκρώσιμο ακολουθία στην ελληνική, τη λατινική και τη σλαβική γλώσσα συγχρόνως, ενώ αμέσως μετά τοποθέτησαν τη σορό του στον καθεδρικό ναό. Το 899 αναδιοργανώθηκε η ελληνοβυζαντινή-σλαβική Εκκλησία της Μοραβίας με νέο αρχιεπίσκοπο το Γοράσδο και τρεις επισκόπους.

Συμπεράσματα.

Η πορεία του Χριστιανισμού στο μέσο των σλαβικών εθνών υπήρξε ραγδαία και μεγαλειώδης. Μετά από μία μακροχρόνια προετοιμασία άρχισε το 860 και σχεδόν ολοκληρώθηκε μέσα σε είκοσι χρόνια, εκτός από την περίπτωση των Ρώσων, κατά την οποία καθυστέρησε μερικές ακόμη δεκαετίες.

Τα επεισόδια που αναφέρει η ιστορία σχετικά με το διπλωματικό και νομοθετικό έργο του Κυρίλλου και Μεθοδίου και τον εκχριστιανισμό αυτών των σλαβικών λαών, φαίνονται για κάποιους ως μεμονωμένες και ασυνάρτητες ενέργειες. Αν αυτό ανταποκρινόταν στη αλήθεια, θα παρέμενε ανεξήγητο το πώς μέσα σε είκοσι χρόνια ολοκληρώθηκαν στους Σλάβους τόσα όσα δεν είχαν γίνει όλους τους προηγούμενους αιώνες. Τα δύο αδέλφια από τη Θεσσαλονίκη, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, οι οποίοι εργάστηκαν ακούραστα μεταξύ όλων των σλαβικών λαών, Ρώσων, Μοραβών, Σλοβένων, Κροατών, Σέρβων, Σλοβάκων, Τσέχων, Πολωνών και Βουλγάρων ανακηρύχθηκαν και Μεγάλοι Άγιοι και Διαφωτιστές των Σλάβων εις τους αιώνες.

Το έργο τους ήταν διδακτικό, διπλωματικό, νομοθετικό και ιεραποστολικό. Μέσα απ’ τους κόπους και τις ενέργειές τις δικές τους και των μαθητών τους όλοι οι σλαβικοί λαοί εντάχθηκαν στα χριστιανικά ευρωπαϊκά έθνη. Μαζί με το χριστιανισμό παραδόθηκαν τα ιδεώδη της χριστιανικής πίστης και ως πραγματικοί απόστολοι δίδαξαν στους Σλάβους την αλήθεια της πίστης, την αγάπη και την ευγένεια και τους εμφύτευσαν το πνεύμα της χριαστιανικής θυσίας. Τους δημιούργησαν γραπτές νομοθεσίες και νομοθέτησαν  τους πρώτους σλαβικούς γραπτούς νόμους, με τους οποίους οργάνωσαν διοικητικά τα κράτη τους και την εκκλησία τους μέσα σε ένα καθεστώς ευνομίας και ευταξίας. Τους πρόσφεραν τη γραπτή σλαβική γλώσσα έτοιμη να χρησιμοποιηθεί στη σλαβική λογοτεχνία, στη σλαβική επιστήμη και στη σλαβική παιδεία. Η σλαβική γλώσσα αυτή αποτέλεσε τον σύνδεσμο και τον κρίκο με όλο τον σλαβικό κόσμο. Γι’ αυτό τα χριστιανικά σλαβικά έθνη διαισθάνονται το αιώνιο πνευματικό τους χρέος στους δύο Θεσσαλονικείς αδελφούς, ενώ ο ελληνικός και βυζαντινός χριστιανισμός μαζί με ολόκληρο τον ελληνοχριστιανικό κόσμο αισθάνεται υπερήφανα την δίκαιη τιμή γι’ αυτούς τους μεγάλους διδασκάλους, διπλωμάτες, νομοθέτες και ιεραποστόλους του κόσμου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Το θέμα μας αυτό ήταν εισήγηση του γράφοντος εις τη ρωσική γλώσσα που έγινε σε διεθνές συνέδριο που διοργάνωσε ο Ρωσικός Οίκος της Αθήνας με το Κρατικό Παν/μιο Κουμπάνσκ, στις 24-5-2024. «Просветительские дни: наследие Кирилла и Мефодия в современном мире» Дата Мероприятия: 24 мая 2024 года. Место проведения: площадка Кубанского государственного Университета (КубГУ) для очного формата и площадка РЦНК г.Афины для дистанционного (он-лайн).