Ο πρώτος ερευνητής του Χριστιανισμού

13 Μαΐου 2024

Ο πρώτος ερευνητής του Χριστιανισμού είναι ο Απόστολος Θωμάς. Ο Αναστάς Κύριος εκεί στο υπερώον, όπου εισήλθε «κεκλεισμένων των θυρών» προσκάλεσε τον μαθητή του Θωμά και του είπε: «Έλα Θωμά, »φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε… και φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευράν μου»» (Ιω. 20,27).

Σαν να του λέγει, άφησα τους τύπους των ήλων στα χέρια μου και στα πόδια για σένα Θωμά, που δυσπιστείς, αλλά κοίταξε και την πλευρά μου, εκείνη την πλευρά που δέχθηκε τον λογχισμό και απ’ όπου εξήλθε αίμα και ύδωρ, που συμβολίζουν το Βάπτισμα και την Θεία Κοινωνία. Και ο Θωμάς ο δύσπιστος, αυτός που είχε τα πολλά «γιατί», αυτός που είχε τις αμφιβολίες, «διά της θέας» ψηλάφησε τον Κύριο. «Ιδών αυτίκα επίστευσεν, μη αναμείνας ψηλαφήσαι», ως λέγει ο Ζιγαβηνός. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά μπροστά στον Κύριο. Γι’ αυτό και ομολογεί: «Ο Κύριός μου και Θεός μου» (Ιω. 20,28). Έτσι έρχεται και η Ορθόδοξη Αγιογραφία, όταν ιστορεί το περιστατικό αυτό, δείχνει τον Απόστολο Θωμά μπροστά στον Αναστημένο Κύριο να υψώνει το χέρι του, που δηλώνει την απορία και την αμφιβολία.

*

Το ιστορικό αυτό γεγονός που καταγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης φανερώνει δύο σημεία. Το πρώτο είναι, ότι ο Χριστιανισμός αποδέχεται την έρευνα. Δεν είναι αντίθετος ο Χριστιανισμός και η Ορθόδοξη Εκκλησία ανά τους αιώνες με την έρευνα και με την εξέταση. Αποδέχεται την επιστημονική έρευνα και τις εφευρέσεις. Λέει, έλα να εξετάσεις. Είναι λανθασμένο αυτό, που γράφεται και το λέγουν πολλοί, το «πίστευε και μη ερεύνα». Αυτό δεν υπάρχει στην Αγία Γραφή, είναι μία πλάνη. Η Αγία Γραφή λέει ακριβώς το αντίθετο, «έρχου και ίδε». Και αυτό ακριβώς σήμερα έκαμνε ο Κύριος στον δύσπιστο, στον έχοντα αμφιβολίες, στον Θωμά. Του είπε, «φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε… και φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευράν μου». Το πρώτο, λοιπόν, σημείο, ότι ο Χριστιανισμός αποδέχεται και όχι μόνον αποδέχεται, αλλά προχωρεί ακόμα ένα βήμα και ευλογεί την επιστημονική έρευνα, την πρόοδο της επιστήμης, όταν είναι για το καλό της ανθρωπότητος. Διότι δεν έχει τίποτα απολύτως να φοβηθεί. Διότι άλλος ο δρόμος της θρησκείας και άλλος ο δρόμος της επιστήμης. Δεν συγκρούεται η θρησκεία και η επιστήμη. Η επιστήμη εμπλουτίζει τον άνθρωπο με γνώσεις. Η θρησκεία τον οδηγεί στη θέωση. Μάλιστα, η επιστημονική αναζήτηση εκκινεί από την θεική εντολή «πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής» (Γεν. 1,28) ως και η θέση των πρωτοπλάστων στον Παράδεισο της τρυφής ήταν το: «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γεν. 1,15). Εδώ έγκειται ακριβώς η όλη εργασία και η δημιουργικότητα του ανθρώπου και η επιστημονική ερευνητική εργασία. Δηλαδή, στην εντολή του Θεού προς αυτόν να μεριμνήσει για την όλη κτίση, την οποία, με τόση σοφία δημιούργησε και συντηρεί με την πρόνοιά Του. Ο Θεός, λοιπόν, «έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού» (Σ. Σειράχ, λη΄,6).

Στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσουμε και ωρισμένα αποφθέγματα σπουδαίων επιστημόνων:

«Πάσα τε επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται» (Πλάτων).

«Η επιστήμη δεν έχει Θεό. Ο επιστήμων έχει» (Παστέρ).

«Επιστήμη και Θρησκεία είναι δίδυμοι αδελφαί. Η μεν εξετάζει την δημιουργία, η δε, τον Δημιουργό» (Φον Μπράουν).

«Επιστήμη άνευ Θρησκείας είναι παράλυτος, θρησκεία δε άνευ Επιστήμης παραμένει τυφλή» (Αινστάιν).

«Θρησκεία και φυσική Επιστήμη δεν αποκλείουν η μία την άλλη, αλλά συμπληρώνουν αλλήλας και τελούν εις αλληλεξάρτησιν μεταξύ των» (Μαξ Πλάνκ).

«Ολίγη επιστήμη απομακρύνει από τον Θεόν, πολλή επιστήμη επαναφέρει εις τον Θεόν» (Λάιμπνιτς).

«Το «ποιος» και το «γιατί» θα το πεί η Εκκλησία για τον άνθρωπο. Το «πως» και το «τι» η επιστήμη» (Μπρατσιώτης).

«Η ιατρική επιστήμη αναλαμβάνει την θεραπεία της σωματικής ασθένειας, ενώ η Εκκλησία θεραπεύει την ψυχή» (Δημακάκος).

«Θεωρώ ότι η θρησκεία είναι ωφέλιμος στον επιστήμονα» (Βέης).

«Η επιστήμη δεν εμποδίζει τον άνθρωπο να είναι συγχρόνως και πιστός χριστιανός» (Γράψα).

*

Το δεύτερο σημείο είναι, ότι αυτό το πνευματικό οδοιπορικό της αμφιβολίας του Θωμά το δέχθηκαν ανά τους αιώνες, το έζησαν και το βίωσαν πάρα πολλοί άνθρωποι διανοητές, φιλόσοφοι, επιστήμονες δηλαδή, πέρασαν αυτή την πνευματική Οδύσσεια. Πάλεψαν εσωτερικά για να βρούν τελικά τον Θεό. Και τελικά τους κέρδισε ο Χριστός και είπαν, όπως ο Απόστολος Θωμάς, «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Γιατί κατάλαβαν ότι ο άνθρωπος και η επιστήμη έχουν όρια.

*

Σε μία εποχή ποικίλων αναζητήσεων, με την ηθική παρακμή σ’ αυτόν τον 21ο αιώνα και με τα τόσα επιτεύγματα τα τεχνολογικά, σ’ αυτή την εποχή, που ο άνθρωπος αναζητεί και παλεύει εσωτερικά, γεννάται ένα ερώτημα. Μήπως κρύβεται και στην δική μας καρδιά ενίοτε κάποιος Θωμάς; Εννοώ, ο Θωμάς της αμφιβολίας, της αμφισβήτησης, της δυσπιστίας. Μήπως πολλά «γιατί» τίθενται και παλεύει ο άνθρωπος για να βρεί τελικά τον Θεό; Ωστόσο, οφείλει να ξέρει ο τεχνοκρατούμενος σύγχρονος άνθρωπος, ότι πάντοτε υπάρχει η πρόσκληση της θείας συγκατάβασης. Έλα παιδί μου και εξέτασε. Έλα, «φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε». Κάμε την έρευνά σου, ελεύθερα. Μα συνάμα υπάρχει και η διαβεβαίωση, «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. 20, 29). Θα είναι ευτυχισμένοι και τρισευτυχισμένοι εκείνοι, οι οποίοι θα προχωρήσουν στην άλλη αίσθηση, που είναι το γεγονός της πίστεως.­