«Εἰς ὕψος ἐπάρωμεν ὄμματα καὶ νοήματα»

13 Ιουνίου 2024

«Ξένη σου η Γέννησις, ξένη σου η Ανάστασις, ξένη και φρικτή σου, Ζωοδότα, η εκ του όρους θεία Ανάληψις…», αναφωνεί με θαυμασμό ο υμνογράφος σε ένα από τα τροπάρια του Κανόνος της εορτής.

Πράγματι «ξένα», δηλαδή παράδοξα, για τον κοινό νού είναι όλα τα γεγονότα της ζωής του Χριστού, από την εν σαρκί Του Γέννηση, έως και την φρικτή του Σταύρωση και την ζωηφόρο Ανάστασή Του. Γιατί, όμως, ο υμνογράφος αποκαλεί «ξένη» και «φρικτή» και την θεία Του Ανάληψη, εφ’ όσον αυτή έγινε «εν δόξη», όπως λέει και το Απολυτίκιο της εορτής;

Κατ’ αρχάς, όλα τα ξένα και παράδοξα έχουν την εξήγησή των μέσα στο μυστήριο της θείας οικονομίας, που σχεδίασε ο Θεός Πατέρας για την σωτηρία των ανθρώπων. Σύμφωνα με αυτό, κατά τον λόγο του Μεγάλου Αθανασίου, «ο Θεός άνθρωπος εγένετο, ίνα τον άνθρωπον Θεόν απεργάσηται». Έτσι, λοιπόν, τώρα ο Υιός και Λόγος του Θεού, έχοντας πλέον ολοκληρώσει την επί γης πορεία Του, «την υπέρ ημών πληρώσας οικονομίαν», με την Σταύρωση και την Ανάστασή Του, δεν μένει πλέον παρά να αναβιβάση στους ουρανούς την πρώην «νεκρωθείσαν τη αμαρτία» και νυν «καινή» αναστάσιμη φύση μας.

Ω του παραδόξου θαύματος! Η «πάλαι έκπτωτος φύσις ημών» «ήρθη» ακόμη και «υπεράνω των Αγγέλων…και θρόνω θείω ενίδρυται υπέρ έννοιαν», γινόμενη «σύνθρονος» και «ομότιμος» της θεικής φύσεως, καθ’ όσον ο Κύριός μας ανέρχεται στους ουρανούς «ανθρωπίνη τη μορφή» και ως Θεός συγκάθεται «εκ δεξιών του Πατρός» Του! Ύστερα απ’ αυτό το παράδοξο μυστήριο, είναι να μην πανηγυρίζωμε και εμείς και να μην ανακράζωμε, μαζί με τον υμνογράφο, «τον Κύριον υμνείτε τα έργα και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας;»

Γιατί, όμως, φρικτή «η εκ του όρους θεία Ανάληψις…»; Σύμφωνα και πάλι με την υμνογραφία, κατά την Ανάληψη του Κυρίου «εξέστησαν οι ουράνιοι Άγγελοι και έφριξαν οι καταχθόνιοι, οι δε μαθηταί παρίσταντο μετά χαράς έντρομοι». Διαφορετικά, λοιπόν, αισθήματα φρίκης διακατέχουν την κάθε κατηγορία. Οι καταχθόνιες δυνάμεις φρίττουν πραγματικά, διότι, προς μεγάλη των απογοήτευση, ο Χριστός δεν εξήλθε μόνον ως νικητής του θανάτου αλλά ανέρχεται εν δόξη και στον ουρανό. Πλέον συντρίβεται πλήρως το κράτος των!

Οι ουράνιες, όμως, δυνάμεις «εξέστησαν», έμειναν να κοιτούν «έκθαμβοι» τον Χριστό, που είχε κατέβει ως Θεός, να ανεβαίνη τώρα ως άνθρωπος. Στην απορία των, μάλιστα, «τι ερυθρά τα ιμάτια» του Κυρίου, η απάντηση είναι ότι φέρουν «του τιμίου Πάθους τα θεία σύμβολα». Έτσι, δεν απορούν πλέον, αλλά παραμερίζουν και ανοίγουν τις πύλες του ουρανού, που παρέμεναν κλεισμένες για εμάς τους ανθρώπους της αμαρτίας, στον Παθόντα και Ταφέντα διά τας αμαρτίας ημών Θεάνθρωπο, που φέρει πάνω Του εμφανή τα σύμβολα του Πάθους Του.

Όσο για τους μαθητές, τα συναισθήματα από τον «παράδοξο» αυτόν χωρισμό από τον αγαπημένο των Κύριο είναι ανάμεικτα, χαράς και λύπης. Χαράς, διότι ο Κύριος, αναλαμβανόμενος, τους δίδει την ευλογία Του, γεγονός που τους βεβαιώνει, σύμφωνα με το Απολυτίκιο, ότι Εκείνος είναι «ο Υιός του Θεού, ο Λυτρωτής του κόσμου». Συγχρόνως δε τους χαροποιεί η επαγγελία του Αγίου Πνεύματος, «του άλλου Παρακλήτου», όπως τους είχε ο Κύριος υποσχεθή λίγο πριν από το Πάθος Του, τονίζοντάς τους, μάλιστα, ότι μόνον εάν Εκείνος απέλθη, θα τους στείλη «παρά του Πατρός Του» τον άλλο Παράκλητο, «το πνεύμα της αληθείας», το Οποίο θα μείνη πλέον μαζί των «εις τον αιώνα» (Ιωάν., ιδ’ 15 – ιστ’ 11).

Εξ άλλου, οι μαθητές παρηγορούνται επίσης με την διαβεβαίωση των Αγγέλων, κατά την Ανάληψη, ότι όπως βλέπουν τον Κύριό των να ανεβαίνη εν δόξη στον ουρανό, έτσι θα τον αντικρύσουν να έρχεται και πάλι εν δόξη «κρίναι ζώντας και νεκρούς», κατά την Δευτέρα αυτού Παρουσία, και να μείνη πλέον αιώνια μαζί των στην μέλλουσα Βασιλεία Του.

Για δύο, λοιπόν, λόγους πανηγυρίζομε για την Ανάληψη του Κυρίου μας, και για τους δύο χρειάζεται να ήμαστε αληθινά ευγνώμονες σε Εκείνον. Πρώτον, διότι με την ένδοξό Του Ανάληψη ανύψωσε «την πεσούσαν εικόνα του Αδάμ», που την ενδύθηκε ταπεινά ο Ίδιος, για να την καθαρίση από τα πάθη με την Σταύρωσή Του και να την συναναστήση με την Ανάστασή Του. Δεύτερον, διότι μας απέστειλε στην θέση Του το Παράκλητο Πνεύμα, αφ’ ενός μεν για να μας παρηγορήση για τον προσωρινό μας από εκείνον χωρισμό, αφ’ ετέρου «του αγιάσαι τας ψυχάς ημών», διά των πλουσίων αγιοπνευματικών δωρεών.

Πως να ανταποδώσωμε εμείς, οι πολλαπλώς ευεργετημένοι άνθρωποι, την τιμή που έκανε ο αναληφθείς Κύριος στην αμαρτωλή μας φύση; Πως να ξεπληρώσωμε για τις συνεχιζόμενες δωρεές Του, παρά τις συνεχιζόμενες δικές μας αμαρτίες και αχαριστίες; Το πρώτο βήμα είναι να κάνωμε και εμείς ο τι έκαναν οι μαθητές του Κυρίου. Έδειξαν εμπιστοσύνη στα λόγια Του και περίμεναν υπομονετικά την εκπλήρωσή των, ενεργώντας όμως και εκείνοι, «νηστεία και προσευχή και δεήσει σχολάζοντες» (Συναξάριο της ημέρας).

Εάν κάνωμε εμείς το πρώτο βήμα, τότε θα έλθη επικουρικά η χάρη του Κυρίου να μας επισκιάση, ενισχύοντας την καλή μας διάθεση, όπως ήλθε τελικά και το Άγιο Πνεύμα στους μαθητές, για να τους τονώση στην προσπάθειά των. Στην συνέχεια, όλα θα είναι ευκολώτερα, διότι «τοις αγαπώσιν τον Θεόν, πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ., η’ 28). Εάν εμείς ξεκαθαρίσωμε ότι θέλωμε να ήμαστε με τον Θεό της αγάπης και να μην συσχηματιζώμαστε τω αιώνι τούτω (Ρωμ., ιβ’ 1-2), με τον κόσμο δηλαδή της αμαρτίας και με τους άρχοντές του, τότε ο Κύριος θα μας βοηθήση όχι μόνον τα προσωπικά εμπόδια να ξεπερνούμε κάθε φορά αλλά και με άλλους αγαθούς ανθρώπους να συνεργαζώμαστε προς δική Του δόξα και για την δική μας σωτηρία.

«Δεύτε ανανήψωμεν», λοιπόν, «και εις ύψος επάρωμεν όμματα και νοήματα» (Οίκος της εορτής), δεόμενοι στον Κύριό μας, που με την Ανάληψή Του γέμισε με άπειρη χαρά την Παναγία Μητέρα Του και τους μαθητές Του, να αξιώση και εμάς «της χαράς των εκλεκτών Του», διά το μέγα Του έλεος. Αμήν. Γένοιτο!

Πηγή για την υμνογραφία: Πεντηκοστάριον χαρμόσυνον, Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Εν Αθήναις, 2010, σελ. 390-412.