Ηγουμένη Ταϊσία, Στα λόγια του Πέτρου υπήρχε μια χροιά σαλότητας διά Χριστόν, ηχούσαν με υψηλή πνευματικότητα, ήταν ένας μεγάλος ασκητής!

12 Ιουνίου 2024

Ηγουμένη Ταϊσία, (†1915), πνευματική θυγατέρα του αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Η μοναχική ζωή δεν είναι «δίκαιη»

Η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα
Ρωμ. 5:3-4

 

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=400403

 

Μετακομίσαμε κατά το φθινόπωρο, για να περάσωμε σ’ αυτήν την νέα μας κατοικία την πιο ανιαρή, υγρή και σκοτεινή περίοδο του χρόνου.

Όλον εκείνον τον χειμώνα δεν ζούσα, υπέφερα!

Περίμενα να συμβή κάτι ακόμη χειρότερο – να αναβλύση δηλαδή το νερό από το πάτωμα την άνοιξη. Αυτό το νερό εμφανιζόταν συνήθως κάθε χρόνο κι ανέβαινε σ’ ένα ύψος εικοσιοχτώ ιντσών περίπου.

Τότε φυσικά οι αδελφές, που έμεναν στο κελλί, έπρεπε να μετακομίσουν με όλα τους τα υπάρχοντα και να ζητήσουν καταφύγιο σε κάποιο άλλο κελλί, όπου οι εκεί μοναχές θα υποδέχονταν τις «πνιγμένες» όπως αποκαλούσαν χάριν αστεϊσμού εκείνες που τις έβρισκε αυτή η συμφορά.

Ευτυχώς αυτήν την χρονιά δεν ήταν τόσο άσχημα. Το νερό έφθασε μόνο ως κάτω από το πάτωμα. Έκανε φυσικά αισθητή την παρουσία του, αλλά ήταν οπωσδήποτε καλύτερα από «πλημμύρα». (Αργότερα αυτό το κακό διορθώθηκε με σωλήνες, που
έβαλαν κάτω απ’ το πάτωμα).

Ήλθε το Πάσχα. Ως συνήθως κάλεσα τις αγαπημένες μου φιλοξενούμενες – είκοσι φτωχές γριούλες. Μαζεύτηκαν στην εκκλησία μετά το τέλος της λειτουργίας, για ν’ αποφύγουμε τα περιττά σχόλια. (Μετά από το γεύμα τους στο κελλί μου οι προσκεκλημένες μου έφευγαν περίπου την ώρα, που οι αδελφές ξάπλωναν να ξεκουραστούν μετά από το εορταστικό τους γεύμα στην τράπεζα). Έπρεπε να είμαι πιο προσεκτική, γιατί οι γειτόνισσές μου ήταν «νέα πρόσωπα», που δεν ήξεραν τίποτε για την συνήθειά μου αυτή.

Όταν γύρισα στο κελλί μου, δίχως να ξεντυθώ, αλλά με όλη μου την μοναχική στολή, άρχισα, όπως πάντα, να υπ ρετώ τις αγαπημένες μου φιλοξενούμενες. Στο πρόσωπό τους έβλεπα τον Κύριό μας, που είπε «εφ’ όσον εποιήσατε ενι τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25:40).

Με την βοήθεια της Λιούμπουσκα σέρβιρα τσάι, καφέ και όλα τα εδέσματα, που είχαμε ετοιμάσει για να σπάσωμε την νηστεία. Αυτό μου έδωσε μεγάλη έσωτερική ικανοποίηση. Η Αννούσκα μας ετοίμαζε τα ποτά στο σκοτεινό δωμάτιο.

Ξαφνικά, μας τρόμαξε ένας κρότος σιδήρου πίσω ακριβώς από την πόρτα μας. Πριν προλάβωμε να συνέλθωμε, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα τρεις άνδρες. Ήταν δύο στρατιώτες, που οδηγούσαν έναν χωρικό με χειροπέδες. Σταμάτησαν και οι τρεις στο κατώφλι.

Ταυτόχρονα η Αννούσκα έπεσε στα πόδια του φυλακισμένου φωνάζοντας με δάκρυα «Πατέρα!».

Οι στρατιώτες μου εξήγησαν ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν κρατούμενος, που είχε φυλακισθή για κάποιο πνευματικό πταίσμα. Είχε ζητήσει να τον αφήσουν να ιδή την κόρη του την ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού, λέγοντας ότι η κόρη του αυτή ήταν κάπου σ’ αυτό το μοναστήρι. Αν ήταν δυνατόν, είπαν, θα τον άφηναν εδώ όλη την ημέρα, αν όχι θα τον έπαιρναν πίσω αμέσως.

Εγώ έστειλα αμέσως την Αννούσκα να ζητήση την ευλογία της ηγουμένης ν’ αφήση τον πατέρα της να μείνη. Η ηγουμένη το επέτρεψε. Οι στρατιώτες, που τους είχαμε προσφέρει τσάι και γλυκά, έβγαλαν τις χειροπέδες από τα χέρια του Πέτρου (έτσι έλεγαν τον πατέρα της Αννούσκας), έφυγαν και τον άφησαν στην επιτήρησή μου μέχρι το βράδυ, που σκόπευαν να γυρίσουν και να τον πάρουν.

Όταν έφυγαν οι στρατιώτες, πήγαμε τον Πέτρο σ’ ένα άλλο κελλί και του δείξαμε ένα μέρος να καθήση μαζί με τους άλλους καλεσμένους.

«Η ειρήνη να ναι μαζί σας κι εγώ μαζί σας είμαι» είπε και κάθησε.

Δεν μιλούσε όμως πολύ. Έκλαιγε συνέχεια κι έκανε τον σταυρό του. Οι καλεσμένοι μόλις τέλειωσαν το φαγητό τους, πήραν τα δώρα τους κι έφυγαν με δάκρυα ευγνωμοσύνης.

Ο Πέτρος έμεινε μόνος μαζί μας. Όταν καθήσαμε να φάμε κι εμείς, εκείνος σηκώθηκε και γυρίζοντας προς τις εικόνες, έψαλε τρεις φορές το «Χριστός Ανέστη». Δάκρυα έτρεχαν στο χλωμό και λιγνό του πρόσωπο. Εύκολα συγκινηθήκαμε κι εμείς κι ενώσαμε τα δάκρυά μας με τα δικά του. Αυτά μας όμως τα δάκρυα ήταν πανηγυρικά, χαρούμενα.

Μετά του έδειξα ένα μέρος να ξαπλώση και να ξεκουρασθη λίγο, αλλά δεν δέχτηκε «Να κοιμηθώ; Ω, θα έχω όλο τον χρόνο στην διάθεσή μου να κοιμηθώ στην φυλακή. Μήπως δεν αναπαύομαι εδώ;».

Όταν πλησίασε η ώρα να πάω στην τράπεζα για το δείπνο, οπότε θα άφηνα τον Πέτρο να δειπνήση με την κόρη του στο κελλί, μου πέρασε μια σκέψη. «Ελπίζω ότι δεν θα το σκάση. Τι μπελάδες θα μας έφερνε κάτι τέτοιο!».

Ξαφνικά, όμως ο Πέτρος γύρισε και μου είπε «Μη στενοχωριέσαι, Μητέρα! Δεν θα το σκάσω, δεν θα φύγω, δεν θα το κουνήσω απ’ αυτό το μέρος. Δεν θα σε βάλω σε μπελάδες. Αρκετούς μπελάδες έχεις και χωρίς εμένα».

Ο Πέτρος έμεινε μαζί μας όλην εκείνη την ημέρα. Αν και υπήρχε στο πρόσωπο και στα λόγια του μια χροιά σαλότητας διά Χριστόν, μιλούσε τόσο έξυπνα με μια τέτοια τεκμηρίωση και τα λόγια του ηχούσαν με μια τέτοια υψηλή πνευματικότητα, που δεν μπορούσε κανείς, παρά να διακρίνη ότι με την θέλησή του προκάλεσε την φυλάκησή του και ότι στην πραγματικότητα ήταν ένας μεγάλος άσκητής.

Όταν έφθασε το βράδυ, έκλαψε πικρά καθώς έφευγε λέγοντας ότι δεν θα με ξανάβλεπε πια.

Όταν τον ρώτησα γιατί το είπε αυτό, μου απάντησε «Θα πας πολύ μακριά, Μητέρα. Θα καταλάβης μεγάλη θέση. Ο Θεός θα σου εμπιστευθή μεγάλα έργα».

Εγώ φυσικά δεν έδωσα τότε μεγάλη σημασία σ’ αυτά τα λόγια αλλά τώρα τα σκέφτομαι συχνά. Ο Θεός έχει πολλούς κρυφούς υπηρέτες, που ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους ο καθένας.

Συνεχίζεται

 

Απόσπασμα από το βιβλίο, «Ηγουμένη Ταϊσία», των εκδόσεων το «Περιβόλι της Παναγίας».