Μάρτυρας αγία Φεβρωνία, Η αντίδραση της όταν πήγαν να πάρουν τα ιερά λείψανά της από την Μονή της για τον νέο ναό της!

25 Ιουνίου 2024

Η Αγία Παρθενομάρτυς Φεβρωνία. Εικόνα 13ου αι. από την Μονή Αγίας Αικατερίνας Σινά.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Ο δε Επίσκοπος εκείνης της πόλεως έκτιζεν εξ [έξι] χρόνους ναόν περικαλλή εις το όνομα της Φεβρωνίας [της αγίας Μάρτυρος Φεβρωνίας], και όταν τον ετελείωσε, συνεκάλεσε τους λοιπούς Επισκόπους εις την καθιέρωσιν αυτού. Και τελέσαντες αγρυπνίαν ολονύκτιον τη κε’ Ιουνίου, οπότε ετελειώθη η Αγία, συνήχθη τόσος λαός, ώστε δεν τους εχώρει η Εκκλησία.

Το πρωί, όταν ετελείωσαν την Ακολουθίαν, επήγαν όλοι οι Επίσκοποι εις το Μοναστήριον, να ζητήσουν το άγιον λείψανον της Αγίας, ίνα το φέρουν εις τον νέον Ναόν, τον οποίον της έκτισαν.

Η δε Ηγουμένη και όλαι αι αδελφαί, ως ήκουσαν ταύτα, έπεσαν εις τους πόδας των Επισκόπων μετά δακρύων λέγουσαι:
– Ελεήσατέ μας διά τον Κύριον, και μη μας υστερήσετε τοιαύτης παραμυθίας και παρακλήσεως, να μας πάρετε τον θησαυρόν μας.

Τότε λέγει προς την Βρυένην ο Επίσκοπος:
– Άκουσον, αδελφή. Συ ηξεύρεις καλά πόσον εσπούδασα και εβασανίσθην εξ χρόνους έως σήμερον με πολύν μου κόπον και έξοδον, εις δόξαν της Αγίας Μάρτυρος. Λοιπόν μη θελήσης να μείνη ο κόπος μου άκαρπος.

Η δε Ηγουμένη απεκρίνατο:
– Εάν αυτό το έργον αρέση της Αγίας και της αγιωσύνης σας, τις είμαι εγώ να το εμποδίσω; υπάγετε λοιπόν και σηκώσατέ την, εάν είναι Θεού θέλημα.

Τότε επήγαν οι Αρχιερείς εις τον τάφον της Μάρτυρος, και ανεγίνωσκον τας ευχάς να σηκώσουν το γλωσσόκομον. Η δε Ιερεία [μοναχή της Μονής με το όνομα αυτό] εφώναζε λέγουσα:
– Ουαί εις ημάς τας ταλαιπώρους, τι ορφανία και θλίψις μας έρχεται σήμερον, να προδώσωμεν τον μαργαρίτην μας. Τι κάμνεις, κυρία Καθηγουμένη; διά την Φεβρωνίαν απηρνήθην τον κόσμον όλον και κατέφυγα εις τας χείράς σας, και τώρα να υστερηθώ την εμήν αγαλλίασιν;

Λέγει η Βρυένη [η Ηγουμένη]:
– Τι θλίβεσαι, τέκνον μου; Εάν αρέση της Οσίας, υπάγει· ει δε και δεν είναι Θεού θέλημα, δεν δύνανται να την μεταφέρωσιν.

Όταν δε επλήρωσαν [ολοκληρωσαν] την ευχήν οι Επίσκοποι και ήπλωσαν τας χείρας να σηκώσουν το άγιον λείψανον, γίνεται ευθύς εις τον αέρα βροντή μεγάλη και φοβερά τόσον, ώστε έπεσαν κατά γης όλοι έντρομοι.

Και πάλιν όταν επέρασεν ολίγη ώρα και συνήλθον από τον φόβον, εξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν· ότι τοσούτον μέγας και φοβερός σεισμός έγινεν, ώστε εφαίνετο ότι ήθελε να πέση όλη η πόλις.

Τότε εγνώρισαν όλοι, ότι δεν ήθελεν η Αγία να φύγη από το Μοναστήριον. Όθεν αι μεν αδελφαί της Μονής εχάρησαν, οι δε πολίται ελυπήθησαν και μάλιστα ο ευλαβής Επίσκοπος, οίτινες παρεκάλεσαν την Ηγουμένην να τους δώση καν ένα μέλος από το άγιον λείψανον.

Τότε η Βρυένη ήνοιξε το γλωσσόκομον [το φέρετρο με τα ιερά λείψανα της αγίας] και εξήλθε λάμψις ομοία με ακτίνα ηλίου και αστραπή πυρός από την Αγίαν. Καθώς λοιπόν ήπλωσε την δεξιάν η Βρυένη να πάρη την μίαν χείρα της Μάρτυρος, να την δώση εις τον Επίσκοπον, ευθύς η χείρ της Ηγουμένης εμαράνθη και έμεινεν (ω του θαύματος!) ακίνητος και δεν ηδύνατο να την αποσύρη από το γλωσσόκομον.

Όθεν μετά δακρύων εβόα λέγουσα:
– Δέομαί σου, Φεβρωνία τέκνον μου, μη μου οργισθής της ταπεινής, αλλά ενθυμήσου τους κόπους μου, και μη παραδειγματίσης το γήρας μου.

Τότε λοιπόν εσυγχώρησεν αυτήν η Οσία, και ιάθη η χείρ, αυτής.

Όθεν επήρε μόνον ένα οδόντα από το στήθος της Μάρτυρος, και τον έδωκεν εις τον Επίσκοπον, τον οποίον επήραν με ευλάβειαν, ψάλλοντες δε όλοι με λαμπάδας και θυμιάματα, και φθάσαντες εις τον νέον Ναόν, τον έθεσαν εις το Άγιον Θυσιαστήριον.

Ο δε παντοδύναμος Θεός έδειξε και εκεί τα θαυμάσιά του εις εκείνο το βραχύτατον, μέρος του λειψάνου και εγίνοντο τερατουργήματα εξαίσια.

Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί ανωρθούντο, επεριπατούσαν παράλυτοι, οι δαίμονες από τους ασθενείς εδιώκοντο. Τούτο πανταχού ακούοντες, συνέτρεχαν όλοι από πάσης χώρας και πόλεως φέροντες τους αρρώστους, άλλους με τους κραββάτους, και άλλους εις άλογα ζώα φορτωμένους, και όλοι εθεραπεύοντο.

Και δεν έπαυσαν ποτέ αι θαυματουργίαι, ότι όχι μόνον τότε, αλλά και κάθε καιρόν κάμνει εις όλους θαυμάσια ο φιλάνθρωπος και υπεράγαθος Θεός, όστις εδόξασε την πανένδοξον και καλλίνικον αυτού Οσιομάρτυρα.

Καθώς και αυτή η αείμνηστος και πολύαθλος εδόξασεν αυτόν με τον αγώνα της φρικτής εκείνης αθλήσεως, διά της οποίας ηξιώθη τοσαύτης παρρησίας και χάριτος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.

Ω πρέπει πάσα δόξα και τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Ιούνιος, τόμος 6ος.