Ο άγιος μάρτυρας Ιουλιανός ενώπιον του ηγεμόνα Μαρκιανού και τα τερατουργήματα που έπραττε!

21 Ιουνίου 2024

Αποκεφαλισμός μαρτύρων.

 (Eπιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Ιουλιανός ο εκ Λιβύης του Χριστού Μάρτυς ήτο εις τον καιρόν του Διοκλητιανού, εις εν μέγα Μοναστήριον, όπερ έκτισεν ο ίδιος πλησίον πόλεώς τινος της Αιγύπτου, καλουμένης Αντιούπολις, εις το οποίον Μοναστήριον συνήχθη ολόκληρος μυριάς [δέκα χιλιάδες] χριστιανών, όχι μόνον μοναχών, αλλά και λαϊκών αναριθμήτων. Διότι εις όλας τας πόλεις και χώρας είχε κηρυχθή διωγμός μέγας κατά των χριστιανών, οίτινες έφευγον από τας οικίας των εγκαταλείποντες φίλους και συγγενείς και εκρύπτοντο διά τον φόβον των Ελλήνων ειδωλολατρών εις τα όρη και τα σπήλαια.

Εις την πόλιν ταύτην ευρίσκετο ένας ηγεμών, Μαρκιανός ονομαζόμενος, όστις είχε γυναίκα, και υιόν μονογενή, καλούμενον Κέλσιον. Ακούσας δε διά τον Άγιον, ότι είχε τόσον λαόν συνηγμένον και τον εδίδασκε καθ’ εκάστην να καταφρονή τα βασιλικά προστάγματα και να προσκυνά τον Εσταυρωμένον, υβρίζων τα είδωλα, επρόσταξε τους στρατιώτας να καύσουν το Μοναστήριον με όλους τους ευσεβείς, τον δε Ιουλιανόν μόνον να φυλακίσουν, διά να δοκιμάση, μήπως και τον παρασύρη εις την πλάνην του, διότι κατήγετο από αριστοκρατικήν οικογένειαν και δεν ήθελε να τον θανατώση, επειδή του ήτο χρήσιμος.

Απήλθεν λοιπόν ο σύμβουλος του Ηγεμόνος και οι πρώτοι της πόλεως με πλήθος στρατιωτών εις το Μοναστήριον και κατ’ αρχάς μεν εδοκίμασαν να διαστρέψουν τους Αγίους με κολακείας, έπειτα και με απειλάς· και μη δυνάμενοι επεσώρευσαν ξύλα άφθονα, και έκαυσαν όλον το Μοναστήριον με τους Αγίους άπαντας.

Έκτοτε από τον τόπον αυτόν ακούονται ψαλμωδίαι και ευωδία θαυμασία έως την σήμερον, κατά την τρίτην ώραν, έκτην, ενάτην, εσπερινόν και όρθρον, από όσους πλησιάσουν εκεί ψάλλοντας.

Θεραπεύονται δε όλοι οι ασθενείς, όσοι την ψαλμωδίαν ταύτην ακούσωσιν. Όταν δε έκαυσαν τους Αγίους οι εναγέστατοι [οι μιασμένοι, οι ασεβείς], εφυλάκισαν τον Ιουλιανόν, αναγγείλαντες εις τον Ηγεμόνα, ότι εξετέλεσαν την προσταγήν του.

Την άλλην ημέραν έφεραν τον Άγιον εις εξέτασιν και συνήχθη όλη η πόλις ίνα ίδουν τον Άγιον, επειδή ήτο υιός του πρώτου άρχοντος της πόλεως.

Τότε ο ηγεμών τον ηρώτησε, λέγων:
«Διατί καταφρονείς τους θεούς και τα βασιλικά προστάγματα; Συ μάλιστα έπρεπε να έχης προς τους θεούς τούτους περισσοτέραν ευλάβειαν, καθ’ όσον είσαι από τους άλλους ευγενικώτερος και διά την αριστοκρατικήν ταύτην καταγωγήν σου· λυπούμαι να διατάξω την θανάτωσίν σου, ως αρμόζει».

Λέγει ο Άγιος:
«Οι θεοί σας είναι λίθοι και μέταλλα και δεν δύνανται να σας δώσουν ωφέλειαν τινά, αλλά μάλλον σας προξενούσιν αιώνιον κόλασιν οι ακόλαστοι. Ημείς ομολογούμεν ένα Θεόν παντοδύναμον, όστις εδημιούργησε διά μόνου του λόγου Του όλον τον κόσμον και τρέφει και κυβερνά τούτον με την σοφίαν Του και εις το τέλος της παροικίας μας κληρονομούμεν ζωήν αθάνατον και βασιλείαν αιώνιον. Λοιπόν δεν συγκοινωνούμεν μαζί σας ουδέποτε. Διότι ποίαν κοινωνίαν δύναται να έχη το σκότος με το φως και ο άγριος λύκος με τα ήμερα πρόβατα; Μη κοπιάς, να με κολακεύης· αλλ’ εάν ποθής και συ το συμφέρον σου, μίσησον τους ανισχύρους και πονηρούς θεούς σου, οίτινες δεν δύνανται να σου δώσουν τινά ωφέλειαν, πρόσελθε δε εις τον αληθή Θεόν, τον παντοδύναμον και παντελεήμονα, ίνα κληρονομήσης αντί της ματαίας ταύτης τιμής και δόξης, δόξαν αληθινήν και βασιλείαν αιώνιον».

Τότε θυμωθείς ο ηγεμών, επρόσταξε να τον τανύσουν και να τον δέρουν, έως να σπαράξουν όλα τα μέλη του και να συντρίψουν τα οστά του.

Καθώς δε κατεξέσχισαν τας σάρκας του μάρτυρος, εξ απροσεξίας (ίσως να ήτο και οικονομία Θεού) επληγώθη ένας στρατιώτης, από εκείνους οι οποίοι τον έδεραν, εις τον οφθαλμόν, όστις και εξωρύχθη. Ο στρατιώτης εκείνος ήτο φίλος του άρχοντος και των βασιλέων γνώριμος.

Ο Ηγεμών ελυπήθη διά τούτο και έλεγε προς τον Άγιον:
«Τόσον ηδυνήθησαν αι μαγείαι σου, και ετύφλωσες τον φίλον μου, άχρηστε;».

Ο δε απεκρίνατο:
«Σύναξον όλους τους ιερείς των θεών σας, να κάμουν προς αυτούς παράκλησιν και να τον ιατρεύσουν, εάν έχουν την δύναμιν. Ει δε και δεν δυνηθούν, θα επικαλεσθώ εγώ του Δεσπότου μου Χριστού το παντοδύναμον όνομα, ίνα θεραπεύση όχι μόνον τον οφθαλμόν του σώματος, αλλά να φωτίση και τους οφθαλμούς της ψυχής του, ίνα κηρύξη την ευσέβειαν».

Τότε ο άρχων εσύναξεν όλους τους μιαρούς ιερείς των ψευδών θεών του, και τους λέγει:
«Κάμετε προς τους αθανάτους θεούς μεγάλην παράκλησιν και με λειτουργικάς τιμάς αυτούς θεραπεύσατε, να δείξουν την μεγάλην των δύναμιν, να ιατρεύσουν τον οφθαλμόν του φίλου μου, διά να επιστρέψη και ο Ιουλιανός εις αυτούς και να κηρύξη το κράτος και την δυναστείαν των».

Απελθόντες λοιπόν εις τον ναόν, εδέοντο προς τους λιθίνους οι λιθώδεις και ληρώδεις, λοιδορούντες διαφόρους φλυαρίας. Αλλ’ εις μάτην εδέοντο· διότι οι ψευδώνυμοι θεοί των, υπό της θείας δυνάμεως βιαζόμενοι, ωμολόγησαν οι ψεύσται την αλήθειαν, λέγοντες:
«Αναχωρήσατε απ’ εδώ και δεν δυνάμεθα να σας δώσωμεν βοήθειάν τινα. Ότι τοιαύτην δύναμιν έχει προς τον Θεόν η παράκλησις του Ιουλιανού, ώστε μας έδωκεν επταπλασίαν κόλασιν».

Ταύτα ανελπίστως ακούσαντες από τους ματαίους οι μάταιοι, έμειναν έκθαμβοι και περίλυποι. Ο δε Άγιος έκαμεν ευχήν μυστικά εκεί εις το θέατρον και έπεσον εις τον βωμόν όλα των Ελλήνων τα είδωλα· τότε δε λέγει του άρχοντος:
«Ύπαγε εις τον ναόν σας γρήγορα, ότι οι χρυσοί σου θεοί σε χρειάζονται».

Απελθών λοιπόν ο άρχων, είδε συντετριμμένα όλα τα είδωλα τα χρυσά και αργυρά και κρυστάλλινα, τα οποία ήσαν περισσότερα από πεντακόσια.

Ταύτα βλέπων ο άρχων, εφώναξεν:
«Ω της κακουργίας! Τόσον ηδυνήθησαν αι μαγείαι του γόητος [του μάγου], ώστε και τα πολύτιμα ξόανα ως κόνιν ελέπτυναν!».

Τότε λέγει προς τον Άγιον:
«Μη νομίσης πως ενίκησες τους ανεξικάκους θεούς· αλλά θαύμασον αυτών την πραότητα, ότι δεν έκαμαν κατά σου εκδίκησιν, εκδεχόμενοι την επιστροφήν σου ως ελεήμονες· αλλά τελείωσον εκείνο, όπερ μας έταξες, να θεραπεύσης τον οφθαλμόν του φίλου μου· εις τούτο δε διά να μη πράξης τινά μαγείαν, θέλω σε ραντίσει με ούρον ανθρώπινον, διά να φύγουν αι κακουργίαι σου».

Λέγει ο Άγιος:
«Αυτό δεν μου δίδει ύβριν τινά, αλλά μάλλον δόξαν προς τον εμόν Δεσπότην και έπαινον, όστις θέλει μετατρέψει τον βρώμον και δυσωδίαν εις ευωδίαν θαυμασίαν, και τον οφθαλμόν θα θεραπεύση του πάσχοντος».

Ούτως δε και εγένετο κατά την προφητείαν του Μάρτυρος, μετατραπέντος του δυσώδους εκείνου ούρου εις ευωδέστατον βάλσαμον.

Τότε κάμνει σταυρόν ο Άγιος εις τον τυφλόν οφθαλμόν του στρατιώτου, το όνομα του Σωτήρος επικαλούμενος και παρευθύς εφωτίσθη ψυχή τε, και σώματι ο ασθενής, και ιατρευθείς εκήρυττε παρρησία λέγων:
«Μόνος ο Χριστός είναι Θεός αληθέστατος».

Ο δε φρενόληπτος ηγεμών νομίζων μαντείαν το θαυματούργημα, τον μεν ιαθέντα στρατιώτην επρόσταξε και απεκεφάλισαν, διότι εκήρυττε την αλήθειαν και έγινε διά μίαν ώραν μάρτυς ο τρισμακάριος, τον δε Άγιον εβασάνισε με διάφορα παιδευτήρια πρότερον· έπειτα τον εφόρτωσαν με βαρύτατα σίδηρα και τον περιέφεραν εις την πόλιν όλην πομπεύοντες· έμπροσθεν τούτου επήγαινεν ο διαλαλητής τοιαύτα φωνάζων:
«Οι καταφρονηταί των θεών και των βασιλέων ούτω παιδεύονται».

Ο άγιος μάρτυρας Ιουλιανός ο Αιγύπτιος ή Λίβυος τιμάται στις 21 Ιουνίου και 8 Ιανουαρίου.

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Ιούνιος, τόμος 6ος.