«Τοὺς Θεοφόρους Πατέρας ἀνευφημήσωμεν…»

16 Ιουνίου 2024

Την Κυριακή πριν από την εορτή της Πεντηκοστής, της εορτής δηλαδή της Αγίας Τριάδος και του κατ’ εξοχήν εορταζομένου αυτής προσώπου, του Αγίου Πνεύματος, η Εκκλησία μας ώρισε να εορτάζεται η μνήμη των 318 Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου.

Πράγματι, οι Άγιοι αυτοί Πατέρες συγκεντρώθηκαν και έλαβαν τις αποφάσεις των καθοδηγούμενοι από τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και μένοντες πιστοί στην παράδοση των προ αυτών Πατέρων. Γι’ αυτό και οι αποφάσεις όλων των Συνόδων ξεκινούσαν με την χαρακτηριστική φράση «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» και «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι», δηλώνοντας έτσι ότι δεν επρόκειτο για γνώμες μεμονωμένων ατόμων αλλά αποτελούσαν προιόν αγιοπνευματικού φωτισμού του σώματος των Πατέρων και βρίσκονταν σε απόλυτη συστοιχία με την προηγούμενη πατερική παράδοση.

Με τον τρόπο αυτόν κατάφερε η Εκκλησία να αντιμετωπίση όχι μόνον την αίρεση του Αρείου αλλά και όλες τις αιρέσεις που την λυμαίνονταν και εξακολουθούν να την απειλούν, οι εκπρόσωποι των οποίων προτάσσουν πεισματικά το δικό των ατομικό δόγμα («έδοξε εμοί») έναντι των πνευματέμφορων αποφάσεων σύνολης της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράζεται στο πρόσωπο των θεοφωτίστων Πατέρων της.

Διότι τι άλλο αποτελεί η αίρεση παρά επιλογή μέρους της αληθείας – από το ρήμα «αιρούμαι» = επιλέγω, προτιμώ-, η οποία διανθισμένη με τα «κατάλληλα» επιχειρήματα εμφανίζεται αληθοφανής και πειστική, με αποτέλεσμα να παρασύρη τους λιγότερο δυνατούς στην πίστη και τους αδαείς -τους αφωτίστους-, ή, το χειρότερο, τους ημιμαθείς. Αυτοί αποτέλεσαν και αποτελούν πάντοτε την εύκολη λεία πάντων των αιρετικών, οι οποίοι βασιζόμενοι στην «δύναμη» της λογικής και της επιλεκτικής χρήσεως των γραφών προκαλούν μεγάλη σύγχυση και ζημία στην Εκκλησία. Να γιατί οι πιστοί χρειάζεται να είναι ενημερωμένοι, να «ερευνούν τις γραφές», ώστε να γνωρίζουν την αλήθεια, να προσεύχωνται αδιαλείπτως και να είναι διαρκώς συνδεδεμένοι με πνευματικούς πατέρες και αδελφούς, ώστε να φωτίζωνται και να ενισχύωνται και να μην παρεκκλίνουν καθόλου από την ορθόδοξη αλήθεια, όπως αυτή διατυπώθηκε στα αντίστοιχα δόγματα και μάλιστα στο «Πιστεύω».

Ακριβώς αυτήν την σύνδεση των Πατέρων μεταξύ των και τον φωτισμό των από το Άγιο Πνεύμα εκφράζει η υπέροχη υμνολογία της ημέρας: «όλην εισδεξάμενοι την νοητήν λαμπηδόνα του Αγίου Πνεύματος … όλην συγκροτήσαντες την της ψυχής επιστήμην και τω Αγίω Πνεύματι συνδιασκεψάμενοι … τους βαρείς ήλασαν (=εξεδίωξαν) και λοιμώδεις λύκους τη σφενδόνη τη του Πνεύματος εκσφενδονήσαντες του της Εκκλησίας πληρώματος … ταίς των αποστόλων επόμενοι προδήλως διδαχαίς … άνωθεν λαβόντες την τούτων αποκάλυψιν…». Έτσι, οι Πατέρες «το μακάριον και σεπτόν Σύμβολον (εννοεί το Σύμβολο της πίστεως, το «Πιστεύω») διεχάραξαν, εν ω σαφέστατα τω Γεγεννηκότι (εννοεί τον Θεό-Πατέρα, που γέννησε εν χρόνω τον Υιό) συνάναρχον τον Λόγον εκδιδάσκουσι και παναληθώς ομοούσιον» (από τα Στιχηρά προσόμοια της εορτής).

Αλλά και τα αναγνώσματα της ημέρας, αποστολικό και ευαγγελικό, είναι απολύτως εναρμονισμένα με το πνεύμα της εορτής. Ο Απόστολος Παύλος συμβουλεύει τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου να προσέχουν στην διαποίμανση της επισκοπής που τους εμπιστεύθηκε ο Κύριος «εν Πνεύματι Αγίω», διότι, κάποια στιγμή, «εισελεύσονται λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι του ποιμνίου» και θα ανυψωθούν ανάμεσα στους ίδιους τους επισκόπους (!) «άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών». Γι’ αυτό ο Παύλος τους προτρέπει να γρηγορούν και να προσεύχωνται (Πραξ., κ’ 16-18, 28-36), όπως εξ άλλου προέτρεψε και ο ίδιος ο Κύριος τους μαθητές Του, εν όψει των δικών των πειρασμών προ του Πάθους Του (Ματθ., κστ’ 41-2).

Ομοίως, ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, που αποτελεί μέρος από την αρχιερατική Του προσευχή, εκφράζει προς τον Θεό Πατέρα το εναγώνιο αίτημά Του για την τήρηση της ενότητος των μαθητών Του, μετά από την δική Του «αποχώρηση»: «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου, ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς.» (Ιωάν., ιζ’ 12), το οποίο και επαναλαμβάνει λίγο παρακάτω (ο. π., 21, 23), διευκρινίζοντας, πάντως, ότι για την διατήρηση της ενότητος αυτής δεν χρειάζεται η απομάκρυνση από τον κόσμο γενικώς αλλά η διαφύλαξη από τον κόσμο της αμαρτίας («εκ του πονηρού», ο. π., 15).

Εάν αυτό είναι το αίτημα του Χριστού μας προς τους μαθητές Του αλλά και προς όλους εμάς, τότε πως εμείς να φανούμε αμελείς και αδιάφοροι, όταν μάλιστα πρόκειται για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, από το οποίο εξαρτάται η σωτηρία μας; Διότι γνωρίζομε πολύ καλά ότι εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Οι δε αιρετικοί, που επιμένουν, όπως ο Άρειος, στις αιρετικές των δοξασίες και διαρρηγνύουν τον άρραφο χιτώνα της αληθείας, διασπούν δηλαδή την ενότητα του σώματος της Εκκλησίας, κατ’ ουσίαν θέτουν τους εαυτούς των εκτός αυτής, με ολέθριες συνέπειες για την σωτηρία των.

Εμείς όμως, ας διδαχθούμε από το δικό των τραγικό τέλος – γιατί ποιος από όλους αυτούς τους κακοδοξούντες και γενικώς τους αθεράπευτα αμετανοήτους δεν βρήκε τραγικό τέλος;- και ας μην ακολουθήσωμε το παράδειγμά των. Ας αναδειχθούμε, αντιθέτως, συνεχιστές του φωτεινού παραδείγματος των θεοφόρων Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και όλων των ορθοδόξων Πατέρων, που παρέμειναν άγρυπνοι φρουροί της πίστεως και πιστοί συνεχιστές άλλων Πατέρων, παραδίδοντας, με την σειρά των, την σκυτάλη της αληθείας στους διαδόχους των.

«Θεηγόροι οπλίται της παρατάξεως Κυρίου, αστέρες πολύφωτοι του νοητού στερεώματος, Νικαίας το καύχημα, οικουμένης αγλάισμα», εκτενώς πρεσβεύσατε να διαφυλάξωμε και εμείς, στους χαλεπούς τούτους καιρούς, ακεραία την πίστη μας, ακηλίδωτο τον βίο μας, δικαία και αγαπητική την πολιτεία μας προς δόξα Θεού και σωτηρία των ψυχών ημών. Γένοιτο!