Μία από τις μεγαλύτερες εκκλησιαστικές μορφές που λαμπρύνει το αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποτελεί αδιαμφισβήτητα ο άγιος Ανδρέας ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης!
Υπήρξε ο καλύτερος ρήτορας της εποχής του και συγγραφέας πολλών έργων όπου τα αναπτύσσει με πλούσιο λεξιλόγιο και με ρητορικά σχήματα απαράμμιλου κάλλους.Ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές για την βυζαντινή γραμματολογία και ρήτορας χαρισματικός,διάσημος για την συγγραφή του «Μεγάλου Κανόνα», και τις συνθέσεις των πλούσιων ειρμών,κανόνων ,ιδιόμελων και τροπαρίων.Αναντίρρητα είναι ο πρώτος εισηγητής του υμνολογικού είδους των κανόνων,το οποίο παραμέρισε τα κοντάκια και παγίωσε μία νέα εποχή για την εκκλησιαστική υμνογραφία έως σήμερα.Ο άγιος Ανδρέας ήταν ένας από τους πολυγραφότερους υμνογράφος και ασματογράφος του Βυζαντίου, καθώς σώζονται πολλές ομιλίες και εγκώμια. Ιδιαίτερη θέση στο έργο του κατέχει η Θεοτόκος.Το ένα τρίτο του έργου του είναι αφιερωμένο στην Παναγία. Σώζονται 10 εγκωμιαστικοί λόγοι στις Θεομητορικές εορτές, των Εισοδίων, του Ευαγγελισμού,της Συλλήψεως, του Γεννεσίου, της Κοιμήσεως, της Υπαπαντής και του Ακαθίστου Ύμνου. Επίσης σώζονται και εγκωμιαστικοί λόγοι του αγίου Ανδρέα στις Δεσποτικές εορτές. Παρατηρήται πώς είναι άξιο θαυμασμού και σεβασμού τα πάρα πολλά επίθετα που χρησιμοποιεί στο συνολικό έργο του προκειμένου να δείξει τον σεβασμό και την τιμή του προς την Θεοτόκο.
Το πλούσιο έργο του θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο κατηγορίες, στο υμνογραφικό-ποιητικό και στο πεζογραφικό.Το πρώτο περιλαμβάνει τους κανόνες, τα ιδιόμελα και τα στιχηρά, με το δεύτερο μέρος να περιλαμβάνει τους λόγους,τις ομιλίες και τα εγκώμια. Το γεγονός ότι υπάρχουν μεταφράσεις των ομιλιών του σε αρκετές γλώσσες αποτελεί αναμφισβήτητα στοιχείο σημαντικής σημασίας, αξίας και σπουδαιότητας και δείχνει την ευρύτερη διάδοση των ομιλιών ανά τον κόσμο. Οι γλώσσες στις οποίες έχει μεταφραστεί το έργο του είναι η λατινική,η γεωργιανή, η αρμενική, η αραβική ,η παλαιορωσική και η παλαιοσλαβική γλώσσα. Η παρουσία πολλών ομιλιών του ως εκκλησιαστικών αναγνωσμάτων στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας ,δείχνουν και μαρτυρούν την καταξίωσή του στη συνείδηση του χριστιανικού πληρώματος.
Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ,ο σπουδαίος αυτός υμνογράφος και αρχιεπίσκοπος, γεννήθηκε το έτος 660 μ.Χ στην πόλη της Δαμασκού της Συρίας. Αν και εκείνη την χρονική περίοδο τελούσε υπό Αραβοκρατία ,δεν είχε χάσει την αίγλη της η περίφημη και πολυσυζητημένη Δαμασκός. Οι γονείς του, όπως τους χαρακτηρίζει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιοερίτης ήταν «θεοφιλείς και ενάρετοι» άνθρωποι. Γεώργιος ήταν το όνομα του πατέρα του και Γρηγορία το όνομα της μητέρας του.Φρόντισαν να μεταλαμπαδεύσουν στον γιό τους το εκκλησιαστικό ήθος και το ταπεινό φρόνημα. Ένα χαρακτηριστικό γεγονός συνοδεύει τον άγιο Ανδρέα ,σύμφωνα και με τους δύο βιογράφους του, το οποίο είναι το εξής, ο άγιος Ανδρέας μέχρι την ηλικία των εφτά ετών ήταν άφωνος, δεν μπορούσε δηλαδή να μιλήσει,με αυτό να λύνεται θαυματουργικά όταν προσερχόμενος μία μέρα στον ιερό ναό και αφού κοινώνησε Σώμα και Αίμα Χριστού, λύθηκε η γλώσσα του και άρχισε να μιλάει χωρίς κανένα πρόβλημα. Εξελίχθηκε μετέπειτα στον πιό σπουδαίο και φλογερό ρήτορα ,που μετέφερε στο ποίμνιό του τα σπουδάγματα της Εκκλησίας προς τη σωτηρία των ανθρώπων. Η μόρφωση που έλαβε από την παιδική του ηλικία υπήρξε σπουδαία και αξιόλογη. Ασχολήθηκε με τη σπουδή της ρητορικής, της γραμματικής και της φιλοσοφίας. Στην ηλικία τώρα των δεκαπέντε ετών μεταβαίνει στα Ιεροσόλυμα όπου και αφιερώνεται από τους γονείς στον ιερό ναό της Αναστάσεως του Κυρίου. Από τον τοποτηρητή του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων εκείνη την χρονική περίοδο κ. Θεόδωρο, και μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων, κείρεται μοναχός της αγιοταφικής αδελφότητος. Ο Πατριάρχης αμέσως αντιλαμβάνεται τα χαρίσματα του αγίου Ανδρέα παρά το νεαρό της ηλικίας του,με αποτέλεσμα να του εμπιστευτεί την πολύ σπουδαία θέση του πατριαρχικού νοταρίου(οικονόμου). Τον θαύμαζε και τον εκτιμούσε για την ποιότητα του χαρακτήρα του και τις γνώσεις του και τον θεώρησε ο Πατριάρχης άξιο τον Ανδρέα για την θέση αυτή. Εκεί στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων παρέμεινε για δέκα συναπτά έτη ,γεγονός που του προσέδωσε το προσωνύμιο «Ιεροσολυμίτης».
Το έτος 685 συμμετέχει στην τριμελή αποστολή της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων ως εκπρόσωπος του Πατριάρχη κ. Θεοδώρου που τον εμπιστεύονταν και τον εκτιμούσε βαθύτατα για’ αυτό και τον έστειλε στην Σύνοδο ως εκπρόσωπό του, για την επικύρωση των αποφάσεων της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου, που είχε συγκλιθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Το έτος 681 συνεκλήθη στην βασιλίδα των πόλεων ,την Κωνσταντινούπολη η Στ’ Οικουμενική Σύνοδος από τον αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο Δ’τον Πωγωνάτο και είχε ως σκοπό την καταπολέμηση των αιρέσεων του μονοθελητισμού και του μονοενεργητισμού. Η Σύνοδος καταδίκασε τον μονοθελητισμό και όρισε ότι,όπως στο πρόσωπο του Χριστού υπάρχουν δύο φύσεις,η θεία και η ανθρώπινη, έτσι υπάρχουν και δύο θελήσεις και ενέργειες,η θεία και η ανθρώπινη.
Η πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τα δόγματα Αυτής παραμένουν αναλλοίωτα καθώς «Ιησούς Χριστός χθές και σήμερον ο αυτός και είς τους αιώνας»(Εβρ.13,8).
Εκεί στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν προτροπής του ίδιου του αυτοκράτορα ο Ανδρέας χειροτονείται διάκονος . Τόπος όπου έμεινε για είκοσι έτη έως να εκλεχτεί Αρχιεπίσκοπος Κρήτης και να μεταβεί στην Κρήτη για να αρχίσει το σπουδαίο και μεγαλειώδες αρχιποιμαντορικό έργο του.
Σπουδαίο επίσης έργο είχε πραγματοποιήσει και κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη,όπου είχε εκεί αναπτύσσει έντονη φιλανθρωπική και κοινωνική δράση,ιδρύοντας φιλανθρωπικά ιδρύματα,και αναλαμβάνοντας την μέριμνα του ορφανοτροφείου «άγιος Παύλος»,και του πτωχοκομείου στη συνέχεια.Η μεγάλη προσφορά του στον συνάνθρωπο στους τομείς αυτούς αλλά και η ρητορική του δεινότητα είναι από τα χαρακτηριστικά που συνετέλεσαν να εκλεχθεί και χειροτονηθεί στη συνέχεια επίσκοπος Κρήτης. Γεγονός που έλαβε χρόνο το έτος 711.Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο έμεινε για 29 συναπτά έτη, διακονίας του Λόγου του Θεού και προσφοράς στο ποίμνιό του.
Στα 29 αυτά έτη αρχιποιμαντορίας του, δεν ήταν λίγες οι στιγμές που να αντιμετώπισε δυσκολίες. Τις ξεπερνούσε όμως όλες με ιδιαίτερο ζήλο και αγάπη Χριστού.Άσκησε ιδιαίτερη μέριμνα σε περιόδους επιδημιών, λιμών και ληστρικών επιδρομών, όπως αυτή των Σαρακηνών. Έχτισε πολλούς ιερούς ναούς και ανακαίνισε άλλους τόσους, οργάνωσε φιλανθρωπικά ιδρύματα και μερίμνησε για κάθε ζήτημα πνευματικό και υλικό των Κρητών. Ως επίσκοπος φρόντιζε για την πνευματική και υλική πρόοδο του ποιμνίου του. Πρώτα φρόντιζε για την λειτουργική τάξη ενώ παράλληλα ρύθμιζε για όλα τα ζητήματα που έχουν σχέση με τον μοναχισμό και τον γάμο. Οικοδόμησε με πολύ αγάπη ιερό ναό προς τιμή της Παναγίας των Βλαχερνών, ίδρυσε ξενώνα στον οποίο διακονούσε και ο ίδιος προσωπικά και ανακαίνισε ναούς με δικά του έξοδα. Ενίσχυσε τους Κρήτες οι οποίοι με τις ευχές του απέκρουσαν επιτυχώς την επιδρομή των Αράβων στα νότια παράλια του νησιού.Αν και ως επίσκοπος δαπανούσε πολύ χρόνο στην διοίκηση της αρχιεπισκοπής όπως ήταν φυσικό και την πνευματική διακονία του ποιμνίου του,εντούτοις δεν παραμέλησε ποτέ την άσκησή του και την προσευχή του, τα οποία κατείχαν εξέχουσα θέση στο πρόγραμμα της ημέρας του.
Το μεγαλύτερο μέρος της αρχιερατείας του συνέπεσε με την περίοδο της εικονομαχίας που είχε συνταράξει συθέμελα την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, εντούτοις ο ίδιος δεν εθίγη από αυτό. Έμεινε πιστός στην τιμή των ιερών εικόνων, γεγονός που αποδεικνύεται και φαίνεται από το πλήθος των λόγων του ,των αφιερωμένων προς τους αγίους και ιδιαίτερα προς την Θεοτόκο.
Το έτος 740,στις 4 Ιουλιου στην νήσο Λέσβο,ήταν το έτος που παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο,έπειτα από την επιστροφή του προς την Κρήτη,από την Κωνσταντινούπολη ,όπου είχε μεταβεί εκεί για εκκλησιαστικές υποθέσεις.Στον ιερό ναό της αγίας Αναστασίας στην Έρεσσο της Μυτιλήνης είναι το μέρος όπου πραγματοποιήθηκε η ταφή του αγίου σκηνώματός του. Στις 4 Ιουλίου εκάστου έτους είναι και η ημέρα που ορίστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία να τιμάται η αγία μνήμη του.Την ακολουθία του αγίου Ανδρέα Κρήτης συνέγραψε ο Θεοφάνης ο Ομολογητής. Γεγονός που είναι εξίσου σημαντικό για δύο λόγους,επειδή μας βεβαιώνει για την γνήσια και ακλόνιτη πίστη του αγίου Ανδρέα στην Ορθοδοξία αφενός απέναντι στον μονοθελητισμό και μονοενεργητισμό,αλλά και απέναντι στην εικονομαχία,καθώς ο Θεοφάνης ήταν σφοδρός πολέμιος των εικονομάχων και Ομολογητής,και επειδή συμβαίνει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να γραφτεί η ακολουθία του αγίου Ανδρέα,κάτι που δηλώνει πως καθιερώθηκε ως άγιος στη συνείδηση της Εκκλησίας ο άγιος Ανδρέας από νωρίς, καθώς ο Θεοφάνης έζησε για λίγα χρόνια μετά την κοίμηση του Αγίου.
Η χαριτόβρυτη και θαυματουργή τίμια κάρα του φυλάσσεται προς προσκύνηση των ευλαβών χριστιανών στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Αποτμήματα του ιερού λειψάνου του αγίου Ανδρέα Κρήτης βρίσκονται στις Ιερές Μονές Διονυσίου και Ξυροποτάμου του Αγίου Όρους, Υψηλού και Λειμώνος Λέσβου, Άνω Ξενιάς Αλμυρού Μαγνησίας, στον ομόνυμο ιερό ναό Ερεσσού Λέσβου και στον ομόνυμο ιερό μητροπολητικό ναό αγίου Ανδρέα Κρήτης της Ιεράς Μητροπόλεως Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάνου, στο Αρκαλοχώρι Κρήτης.
Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης αναδείχθηκε σε έναν μέγα εκκλησιαστικό διοικητή και ηγέτη,αλλά ταυτόχρονα και σε λαμπρό διδάσκαλο του ποιμνίου του και ρήτορα. Γι’αυτό,ολόκληρο το ποίμνιό του τον θεωρούσε πραγματικό πατέρα,έναν χαρισματικό πνευματικό πατέρα και μία σπουδαία εκκλησιαστική φυσιογνωμία. Κατανάλωσε τον βίο του θεραπεύων τον σωτηριώδη σκοπό της κατά Χριστόν πνευματικής καλλιέργειας του ποιμνίου του που είναι το ζωντανό παράδειγμα της κατά Χριστόν ζωής.Επείσης έδωσε σε όλους τους ανθρώπους του ποιμνίου του «έργω και λόγω». Εφήρμοζε την παραγγελία του αποστόλου Παύλου προς τον επίσκοπο Τιμόθεο που είναι και παραγγελία Θεού προς όλους τους επισκόπους«…τύπος γίνου των πιστών έν λόγω,έν αναστροφή,έν αγάπη,έν πνεύματι,έν πίστει,έν αγνεία» (Α’Τιμ.δ’,12). Βασική του πεποίθηση ήταν το«κατανοώμεν αλλήλους είς παροξυσμόν αγάπης»(Εβρ.ι’,24).Η αγάπη είναι μία από τις μεγαλύτερες αρετές του Χριστιανισμού.Η αγάπη προς τους ανθρώπους συνδέεται στενά με την αγάπη προς τον Θεό«ό αγαπών τον Θεόν ού δύναται μή καί πάντα άνθρωπον ώς εαυτόν αγαπήσαι»(Άγιος Μάξιμος).Η αγάπη προς τους ανθρώπους είχε πλεονάσει,σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου«υμάς δε ο Κύριος πλεονάσαι και περισσεύσαι τη αγάπη είς αλλήλους και είς πάντας» (Α’Θες.γ’12).Έζησε την αρετή και την αλήθεια και με όλες του τις δυνάμεις προσπαθούσε να μεταφέρει στο ποίμνιό του τον ένθεο ζήλο για την αγάπη προς τον Θεό.Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο,ένας σωστός επίσκοπος είναι και καλός ιερουργός και σωστός μοναχός και σωστός κοινωνικός ηγέτης. Υπήρξε ο άγιος Ανδρέας Κρήτης,ιεροπρεπής στην όψη και συγχρόνως υποβλητική μορφή,ο αδαμάντινος χαρακτήρας του και το καθαρό ορθόδοξο φρόνημά του ,στοιχεία τα οποία οδήγησαν την αγαθή φήμη του ονόματός του πολύ πέραν των ορίων της επαρχίας του ανά το πανελλήνιο.Επίσης ,σεμνός,ταπεινός,υπομονετικός,ανεξίκακος,πράος, φιλάνθρωπος,και μειλίχιος,σοφός και δίκαιος. Ιδιαίτερα ευφυής και με μεγάλη ευγένεια και καλοσύνη.Ένα λαμπρό παράδειγμα προσφοράς και διακονίας ενός αγίου ιεράρχου και ποιμένος.
Πρώτη θέση ανάμεσα στα έργα του καταλαμβάνει δικαίως λόγω του λογοτεχικού κάλλους του ο «Μεγάλος Κανόνας»,ο οποίος χαρακτηρίζεται αριστούργημα του Βυζαντίου.Έπειτα εξέχουσα θέση καταλαμβάνουν το πλήθος των κανόνων που είχε γράψει,των ιδιόμελων και των στιχηρών αλλά και των πολλών εγκωμιαστικών λόγων και ομιλιών για διάφορες εορτές και μνήμες αγίων.
Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές,ο άγιος Ανδρέας είναι ο εφευρέτης της ποιήσεως των κανόνων.Τοποθετήθηκε ανάμεσα στους πρωτοπόρους υμνογράφους και ασματογράφους της Εκκλησίας μας,καθώς καινοτομεί χρησιμοποιώντας συστηματικά πρωτότυπα στοιχεία,όπως η χρήση της β’ ωδής,η έλλειψη ακροστιχίδας και ο ακανόνιστος αριθμός τροπαρίων ανά ωδή.Το δύσκολο και πρωτότυπο εγχείρημα που επιχειρεί ο άγιος Ανδρέας να διατάξει με ποιητικό λόγο όλα τα γεγονότα,από την δημιουργία του κόσμου έως την Ανάληψη του Χριστού,αναδεικνύουν τον Μεγάλο Κανόνα,σε ένα άφθαστου θεολογικού βάθους,υψηλής τέχνης και ανυπέρβλητης και κορυφαίας ποιητικής ωραιότητος, ποιητικό έργο. Ακόμη οι πρωτότυπες λέξεις και εκφράσεις, για τα καθιερωμένα λεξιλογικά δεδομένα της συγγραφικής εκείνης της εποχής, που χρησιμοποιεί ο άγιος αναβιβάζουν τον Μεγάλο Κανόνα σε ένα άριστο φιλολογικό έργο,με τεράστια λογοτεχνική αξία. Διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην χριστιανική πνευματική καλλιέργεια των ανθρώπων και στην ενίσχυση του χριαστιανικού φρονήματος καθώς η περίοδος κατά την οποία ψάλλεται αλλά και η μουσική επένδυση του ποιητικού κειμένου προτρέπουν τον άνθρωπο σε πνευματική εγρήγορση και γλυκαίνουν την ψυχή του ακούγοντάς τον .
Γι’αυτό και κατέχει εξέχουσα και περίοπτη θέση στην Ορθόδοξη Λατρεία. Ο άγιος Ανδρέας στον Μεγάλο Κανόνα του προβάλλει παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή από τους ανθρώπους. Μεταξύ της ελπίδας και του φόβου ο άγιος προτείνει την μετάνοια και προτρέπει σε αυτήν τους αναγνώστες. Το έργο του αυτό ο Μεγάλος Κανόνας είναι απόλυτα σύμφωνο με το Ορθόδοξο Δόγμα. Το Ορθόδοξο Δόγμα ως βίωμα της Εκκλησίας συνδέεται άμεσα με την μετάνοια ,στην οποία ο άγιος προτρέπει τους αναγνώστες όπως είπαμε και παραπάνω να στραφούν και να εφαρμόσουν,και η οποία καθιστά τον άνθρωπο ζωντανό μέλος της Εκκλησίας. Επομένως τα δογματικά στοιχεία του Μεγάλου Κανόνος αφορούν σε όλους τους κλάδους της Ορθόδοξης Θεολογίας.
Ο άγιος Ανδρέας αποτυπώνει σε ολόκληρη την έκταση του Μεγάλου Κανόνος τον τρόπο αλλά και τις προϋποθέσεις που χρειάζεται ο άνθρωπος για να φτάσει στην κατά Χάριν Θεού,θέωσή του,στην κατάσταση αυτή δηλαδή που κατόρθωσε ο ίδιος να βιώσει.Πλάσθηκε ο άνθρωπος από τον Θεό με έναν και μόνο σκοπό,αυτόν της κατά Χάριν θέωσής του,πλάσθηκε δηλαδή από τον Δημιουργό του, Θεό , κατά χάριν και ομοίωσίν του Θεού.Βασική μέριμνα του αγίου Ανδρέα στη συγγραφή του Μεγάλου Κανόνα ήταν να κάνει σαφή στον αναγνώστη τον τρόπο και τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει προκειμένου να οδηγηθεί στη σωτηρία και να γίνει κατά Χάριν άγιος.Όπως παρουσιάζεται τώρα στον Μεγάλο Κανόνα ο ορθόδοξος ασκητικός τρόπος ζωής,επιδιώκει την εν Χριστώ μεταστροφή του ανθρώπου στην προπτωτική κατάστασή του,στην κατάσταση που βρισκόταν κατά τη Δημιουργία. Η άσκηση αποσκοπεί στην αποδέσμευση από την αμαρτία,η οποία αμαρτία μετέστρεψε τις «κατά φύσιν» ενέργειες της ανθρώπινης ψυχής σε «παρά φύσιν».
Το πρώτο βήμα του ανθρώπου προς τον Θεό,σύμφωνα με τον άγιο Ανδρέα στον Μέγαλο Κανόνα,είναι η μετάνοια.Ως πρωταρχικός,βασικός και ως ακρογωνιαίος λίθος στη συγγραφή του έργου του αυτού,τίθεται η αξία της μετάνοιας προς την σωτηρία.Στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας εξέχουσα θέση έχουν τα δάκρυα της μετανοίας τα οποία πολύ συχνά προσάγει ο άγιος Ανδρέας στο υμνογραφικό του αριστούργημα ,τον Μεγάλο Κανόνα,καθώς προσπαθεί να κατανοηθεί η αξία της μετανοίας από τους αναγνώστες, η οποία αποτελεί το προπύργιο της σωτηρίας αφού για την συγχώρεση των αμαρτιών στην εξομολόγηση βασικό στοιχείο αποτελεί να έχει προηγηθεί πραγματική και αληθινή μετάνοια για τα αμαρτήματα .Η νηστεία έπειτα,η αγρυπνία,η εγκράτεια,η προσευχή η υπακοή,η υπομονή,η σιωπή κά είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί ο Μεγάλος Κανόνας ,ο συγγραφείς από τον άγιο Ανδρέα τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης,και με τα οποία επιτελείται η άσκηση και συντελείται η πνευματική ανάβαση του ανθρώπου από την κάθαρση στον φωτισμό και έπειτα στην κατά Χάριν θέωση,που είναι και η ζωή της ψυχής σύμφωνα τώρα με τον επίσης μεγάλο δάσκαλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας άγιο Γρηγόριο Νύσσης«το δε βλέπειν τον θεόν εστίν η ζωή της ψυχής».
Από την πρώτη συγκρότηση της Εκκλησίας χρησιμοποιούνταν ύμνοι.Ύμνους ευχαριστίας προς τον Θεό χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Χριστός. Όπως μας ενημερώνουν οι ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος, μετά τον Μυστικό Δείπνο «υμνήσαντες εξήλθον είς το Όρος των Ελαιών(Ματθ.26.30 και Μαρκ.14.6).Οι πρώτοι χριστιανοί παρέλαβαν το έθιμο και ανέπεμπαν Ύμνους στον Θεό από τους Ιουδαίους .Ο απόστολος των εθνών,ο απόστολος Παύλος προτρέπει τους χριστιανούς στην προς Κολοσσαείς επιστολή του «Ο λόγος του Χριστού ενοικείτω έν υμίν πλουσίως,έν πάση σοφία διδάσκοντες και νουθετούντες εαυτούς ψαλμοίς,ύμνοις,ωδαίς πνευματικαίς έν τη χάριτι αδόντες έν ταίς καρδίαις ημών τώ Θεώ(Κολ.3.16).
Έπειτα, από τις αρχές του γ’ αιώνα συντάσσονται οι πρώτοι ύμνοι που ήταν αφιερωμένοι στους μάρτυρες του Χριστού που μαρτύρησαν από τους δημίους τους χύνοντας το αίμα τους για την αγάπη τους στον Σωτήρα Ιησού Χριστό τον Υιό του Θεού τον Μονογενή και Βασιλιά όλου του κόσμου όπου η Βασιλεία του δεν θα έχει τέλος , και οι οποίοι ψάλλονταν στην εορτή τους. Κατόπιν ,την ίδια χρονική περίοδο ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας εισήγαγε την αντιφωνία, δηλαδή της αντιφώνησης ψαλμώδησης των ύμνων από δύο χορούς. Η ανάγκη των πιστών για προσευχή οδήγησε τους χριστιανούς να δημιουργήσουν ύμνους σύντομους σύμφωνα με το πρότυπο της Κυριακής Προσευχής. Έτσι δημιουργήθηκαν η εωθινή προσευχή «Δόξα έν υψίστοις Θεώ», και ο εσπερινός ή επιλύχνιος ύμνος «φώς ιλαρόν αγίας Δόξης». Στη συνέχεια, στον Δ’αιώνα τώρα, οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν ύμνους με δογματικό περιεχόμενο, για να καταπολεμήσουν τον καταιγισμό των αιρέσεων που συνεχώς αναφύονταν, αλλά και για να διαδώσουν τα δόγματα της Εκκλησίας.Ένα νέο υμνογραφικό είδος αναπτυχθήκε από τις αρχές του Ε’αιώνα,το ονομαζόμενο «κοντάκιο».Εκεί,στα κοντάκια συναντάται ύφος θριαμβευτικό και μεγαλοπρεπές και είναι πρόδηλη η συνάφειά τους με τους λόγους τους εγκωμιαστικούς των Πατέρων της Εκκλησίας .Ένα καινούργιο υμνογραφικό είδος μελοποιίας αναπτύσσεται στη συνέχεια στον Ζ’ αιώνα,που ονομάζεται «κανόνας».Ο κανόνας λοιπόν θα αντικαταστήσει το κοντάκιο στη λειτουργική χρήση της Εκκλησίας. Περιέχει περισσότερα δογματικά στοιχεία σε αντίθεση με το κοντάκιο,το οποίο είναι πιο διηγηματικό και πιο εγκωμιαστικό. Λόγω της ευρείας χρήσης των ψαλμών στην εκκλησιαστική ποίηση,άρχισαν έτσι να γράφονται τροπάρια για όλους τους στίχους των Ωδών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν «εννέα-ώδια» που με την πάροδο του χρόνου άφησαν τους στίχους των βασιλικών ωδών και αποτέλεσαν έναν «εννιαίο ύμνο», τον κανόνα.Οι εννέα βιβλικές ωδές αναφέρονται σε ισάριθμες ωδές-προσευχές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Με βάση λοιπόν όπως προκύπτει από τις εννέα αυτές ωδές,οι υμνογράφοι προσαρμόστηκαν και έδωσαν την οριστική μορφή στους κανόνες.
Σε όλες τις εκφάνσεις της εκκλησιαστικής ζωής και ιδιαίτερα στον χώρο της λατρείας καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε ο μοναχισμός. Η επικράτηση των κανόνων ήταν πλέον γεγονός. Εκείνη την εποχή το «Ιεροσολυμιτικό τυπικό» αναβαθμίζεται και χαίρει ευρύτερης αποδοχής. Οι τρείς πρωτοπόροι ποιητές των κανόνων ο Ανδρέας Κρήτης,ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Κοσμάς ο μελωδός προέρχονται και οι τρείς από την μονή του Αγίου Σάββα και τα Ιεροσόλυμα. Περίφημος μεταξύ των έργων που εγραψε ο άγιος Ανδρέας Κρήτης είναι ο Μέγας Κανόνας. Ονομάστηκε «Μεγάλος Κανόνας» για την μεγάλη του έκταση καθώς αποτελείται από εννέα ωδές, έντεκα ειρμούς(η β’ και η γ’ωδή έχουν από 2 ειρμούς)και 250 τροπάρια, καθώς επίσης για την μεγάλη θεολογική του αξία και για την φαινομενική πρωτοπορία σύνταξής του.Στη συνέχεια προστέθηκαν από άλλους υμνογράφους τροπάρια σε κάθε ωδή αφιερωμένα στον άγιο Ανδρέα Κρήτης και την οσία Μαρία την Αιγυπτία και ο τελικός αριθμός των τροπαρίων είναι 280.Ο άγιος Ανδρέας συνέθεσε αρχικά τόσα τροπάρια όσα και οι στίχοι των ωδών της Βίβλου,έτσι σε κάθε στίχο να αντιστοιχεί και ένα τροπάριο ως στιχηρό.
Ο Μέγας Κανόνας ψάλλεται ακέραιος στον όρθρο της Πέμπτης της Ε’εβδομάδας των Νηστειών.Επίσης ψάλλεται κατά τμήματα στα απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α’εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.Τοποθετεί το αγιογραφικό υλικό του με χρονολογική σειρά και ουσιαστικά χωρίζει τον Κανόνα σε δύο μέρη.Στις 8 πρώτες ωδές παραθέτει παραδείγματα κυρίως από την Παλαιά Διαθήκη,ενώ από το 14ο τροπάριο της η’ωδής τοποθετεί γεγονότα από την ζωή και τα θαύματα του Χριστού όπως αυτά παρουσιάζονται μέσα από τα 4 ευαγγέλια.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πώς ο «Μεγάλος Κανόνας»του αγίου Ανδρέα Αρχιεπισκόπου Κρήτης,διαθέτει την μεγαλύτερη συλλογή παραθέσεων προσώπων και γεγονότων της Αγίας Γραφής που συνέβη ποτέ σε ένα και μόνο έργο της βυζαντινής γραμματείας.Όλων των παραδειγμάτων κύριο συνδετικό στοιχείο αποτελεί η μετάνοια των αμαρτωλών και η ευσπλαγχνία του Θεού.Όπως μας διδάσκει ο Μεγάλος Κανόνας ,τα μεγαλύτερα αναστήματα της παλαιάς Διαθήκης,οι εκλεκτοί του Θεού,και αυτοί αμάρτησαν αλλά με τη μετάνοια αποκαταστάθησαν από τον Θεό, σε αντίθεση με την καταδίκη όσων έμειναν αμετανόητοι.Όπως μας πληροφορεί και μας διδάσκει ο ευαγγελιστής Λουκάς στο ευαγγέλιό του(Λκ.15,13-32) από την παραβολή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού για τον «άσωτο υιό» (να ξυπνήσει τον αμαρτωλό από την θανατερή νωθρότητα και αφασία της αμαρτίας και να τον φέρει «είς εαυτόν») όπως τον άσωτο υιό της γνωστής παραβολής.Να του δώσει ο Χριστός το σωτήριο έναυσμα για μετάνοια και συντριβή,η οποία θα τον οδηγήσει στην έν Χριστώ απολύτρωση.
Η σωτηρία συντελείται με την οργανική συσσωμάτωση των πιστών στο Θεαδρικό Σώμα του Χριστού.Αυτό εννοούσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όταν υποσχόταν στους μαθητές του «ιδού εγώ μεθ’υμών ειμί πάσας τάς ημέρας έως τάς συντελείας του αιώνος(Ματθ.28,20).
Η προσφορά του αγίου Ανδρέα Κρήτης στην Εκκλησία υπήρξε μεγίστη και η πολιτεία του είναι φωτεινό παράδειγμα για όλους μας.Το φωτεινό του πρόσωπο αποτελεί επισκοπικό πρότυπο. Η παρουσία του κόσμησε και κοσμεί την Ορθόδοξη Εκκλησία ,αφού «δίκαιος είς τον αιώνα μένει».
Αυτός ο σπουδαίος Αρχιεπίσκοπος,με το ταπεινό φρόνημα,την φιλόστοργη μέριμνα,τον αδαμάντινο χαρακτήρα,την ακοπίαστη ασκητική ,την χαρισματική πνευματική πατρότητα την φλογερή ρητορική δεινότητα,και την αξιέπαινη εκκλησιαστική διοίκηση και φιλανθρωπία,ας σταθεί παιδαγωγικό στήριγμά μας, συνοδοιπόρος μας και Φάρος φωτεινός στο υπόλοιπο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αλλά και κατόπιν αυτής προκειμένου να οδηγηθούμε σε λιμάνι σωτηρίας!
Όπως ψάλλουμε στο απολυτίκιό του «Του Δαβίδ την κινύραν Πάτερ μιμούμενος ,έν Εκκλησία Οσίων προσάδεις άσμα καινόν,ώς σοφός υφηγητής του θείου Πνεύματος,σύ γάρ εβρόντησας ημίν,τάς της χάριτος ωδάς και λόγον δικαιοσύνης, Ανδρέα Πατέρων κλέος,προς σωτηρίαν των ψηχών ημών».