Άγιος Παντελεήμων, Σημείο θαυμαστό και παράδοξο κατά την προσπάθεια απαγχονισμό του και η μετάνοια των στρατιωτών!

27 Ιουλίου 2024

Άγιος Παντελεήμων.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Οι στρατιώται ωδήγησαν τον Άγιον εις τον τόπον της τελειώσεως, ο οποίος γνωρίζων από ποίαν θλίψιν και ταλαιπωρίαν εξέρχεται και εις ποίαν αγαλλίασιν επορεύετο, έψαλλεν ευφραινόμενος λέγων ταύτα· «Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου. Και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι», και τα λοιπά.

Τότε γίνεται πάλιν σημείον θαυμαστόν και παράδοξον.

Έδεσαν τον Άγιον εις εν φυτόν ελαίας, έπειτα κατεβίβασεν ο δήμιος την σπάθην, ίνα τον αποκεφαλίση· και ω του θαύματος! εγύρισεν η κόψις του ξίφους και ελύγισεν ώσπερ να ήτο από κηρόν [κερί].

Οι δε στρατιώται ετρόμαξαν, και πίπτοντες εις την γην έλεγον:
«Πιστεύομεν ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, και σε παρακαλούμεν μη μας οργισθής, αλλά συγχώρησον ημάς, και δεήθητι αυτού να μας δεχθή την μετάνοιαν».

Τότε έκαμε προσευχήν ο Άγιος δι’ αυτούς, και δι’ άλλα τινά ζητήματα, όσα ήσαν αναγκαία προς ευσέβειαν, παρευθύς δε ήλθε, φωνή εκ των ουρανών λέγουσα:
«Όσα εζήτησας θα γίνουν και άλλα περισσότερα. Εις το εξής δε να μη λέγεσαι Παντολέων, αλλά Παντελεήμων· τα δε πράγματα θέλουν βεβαιώσει το όνομά σου, ότι πολλοί διά σου θέλουν εύρει ευσπλαγχνίαν και έλεος».

Ταύτην την φωνήν ακούσας ο Άγιος εβεβαιώθη ποίων χαρισμάτων ο Κύριος τον ηξίωσε.

Τότε εθάρρυνε τους στρατιώτας να μη δειλιάσουν, αλλά να τελέσουν το προστασσόμενον. Αλλ’ εκείνοι δεν έστεργον πλέον να απλώσουν χείρα εναντίον του, ιδόντες την δύναμιν του Χριστού.

Ο δε Άγιος τους ηνάγκασε περισσότερον να γίνη το πρόσταγμα του τυράννου, διά να λάβη τελείως τον της αθλήσεως στέφανον.

Τότε και μη θέλοντες, διά να μη παρακούσουν εις τον Άγιον, πρώτον μεν έδειξαν την αγάπην προς αυτόν και ευλάβειαν, καταφιλήσαντες όλα τα μέλη του· έπειτα έκοψαν την τιμίαν αυτού κεφαλήν την εικοστήν εβδόμην (27ην) του Ιουλίου μηνός, εν έτει τδ’ (304) μετά Χριστόν.

Ο δε Θεός, θέλων να δοξάση και εις το τέλος τον αυτού δούλον Παντελεήμονα, έδειξε και έτερα θαύματα· και όταν έκοψαν την μακαρίαν αυτού κεφαλήν, εξήλθε γάλα αντί αίματος. Αλλά και το δένδρον της ελαίας, εις το οποίον ήτο δεδεμένος ο Άγιος, το οποίον ήτο πρότερον ξηρόν, ευθύς εβλάστησε και εκαρποφόρησε.

Τούτο μαθών ο αναίσθητος βασιλεύς επρόσταξε να κόψουν την ελαίαν, το δε σώμα του Αγίου να κατακαύσουν, καθώς προείπομεν. Αλλ’ οι στρατιώται εκείνοι εμιμήθησαν τους Μάγους, οίτινες δεν έστρεψαν προς Ηρώδην πλέον.

Ούτω και αυτοί απελθόντες εκήρυττον πανταχού του Θεού τα θαυμάσια.

Τότε τινές των Χριστιανών έλαβον το άγιον λείψανον και το έθεσαν ευλαβώς με μύρα και θυμιάματα εις ένα τόπον έξω της πόλεως, όστις ωνομάζετο του Σχολαστικού Αδαμαντίνου.

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθόδοξου Εκκλησίας», μήνας Ιούλιος, τόμος 7ος.