Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, Όταν ο ηγεμόνας κατέσχεσε το χρυσάφι με το οποίο ο άγιος έκανε φιλανθρωπίες και η αναπάντεχη εξέλιξη!
12 Νοεμβρίου 2024
Άγιος Ιωάννης ο Ελεήνων, Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Βλέπων ο ηγεμών της Αλεξανδρείας, ονόματι Νικήτας Πατρίκιος, την άμετρον [την απλόχερη] ελεημοσύνην και την μεγαλόδωρον προαίρεσιν του Αγίου και φθονήσας, διότι εσκόρπιζεν εις τους πτωχούς τον θησαυρόν της Εκκλησίας αφθονοπάροχα, παρακινηθείς δε και από τινας κακούς ανθρώπους, απήλθεν [πήγε] εις το Πατριαρχείον και λέγει προς τον Άγιον: «Το βασίλειον έχει μεγάλην ανάγκην από χρυσίον, επειδή δε εξοδεύεις τοσούτον ασκόπως τον θησαυρόν της Εκκλησίας, καλύτερον είναι να τον δώσης εις ωφέλειαν του κοινού παρά να τον διασκορπάς ματαίως».
Ο δε Άγιος δεν εσκανδαλίσθη [δεν ταράχθηκε] ουδόλως εις τούτο, αλλ’ απεκρίθη με πραότητα: «Δεν μου φαίνεται δίκαιον όσα είναι αφιερωμένα εις τον επουράνιον Βασιλέα να δοθώσιν εις τον επίγειον, διότι λογίζεται ιεροσυλία· αλλ’ αν σου αρέση να το κάμης δυναστικώς [υποχρεωτικά], εγώ δεν εναντιούμαι, ούτε με το θέλημά μου σου δίδω τι και κάμε ως βούλεσαι [με τη θέλησή μου δεν σου δίνω τίποτε και κάνε ότι θέλεις».
Τότε ο άρχων προσέταξε τους ανθρώπους του και επήραν τα χρήματα, αφήκαν δε μόνον εκατόν λίτρας χρυσίου διά τα απαραίτητα έξοδα.
Κατερχόμενοι από το Πατριαρχείον συνηντήθησαν καθ’ οδόν μετά τινων ανθρώπων, οίτινες εβάσταζον κεράμια [[οι οποίοι κρατούσαν βάζα πήλινα] γεμάτα μέλι, τα οποία έστελλον από την Αφρικήν εις τον Άγιον, εγράφετο δε επί του σκεπάσματος εκείνων των δοχείων: «Μέλι εξαίρετον», εις άλλα δε πάλιν εγράφετο: «Μέλι άκαπνον» [εξαιρετικό λόγω διαφορετικής επεξεργασίας].
Ταύτα ιδών ο Πατρίκιος και γνωρίζων ότι ο Ιωάννης δεν είχε μνησικακίαν τινά, εζήτησεν από τον Άγιον να του στείλη ολίγον μέλι, το οποίον του εχρειάζετο.
Φθάσαντες εις τον Άγιον οι απεσταλμένοι, παρέδωσαν τα κεράμια, τα οποία ανοίξαντες εύρον όλα, ω του θαύματος! γεμάτα χρυσίον άδολον [καθαρό], ότι κατά την πλουσίαν αυτού προαίρεσιν του έδιδε και τας αντιδόσεις ο πλουσιόδωρος Κύριος, καθώς γράφεται εις την ζ’ Ωδήν του Κανόνος αυτού: «Μέλιτος γεύσις ηδυτάτη, μετενήνεκται εις δόκιμον χρυσόν σοι· τη πλουσία σου γαρ προσέχων προαιρέσει, ο ποιητής πλουσίας σοι χορηγεί τας αντιδόσεις».
Τούτο το παράδοξον θαύμα ιδών ο Άγιος μεγάλως ηυχαρίστησε τω Κυρίω και έστειλεν εις τον Πατρίκιον εν κεράμιον με επιστολήν, ήτις έγραφε ταύτα:
«Ο Θεός, όστις λέγει εις την Γραφήν προς τον δούλον αυτού· εγώ δεν θέλω σε εγκαταλείψει (Δευτ. λα’ 6), επειδή αψευδής είναι [επειδή δεν ψαύδεται ο Θεός], μου ανταπέδωκε τάχιον [γρήγορα] άλλα χρήματα, αντί εκείνων άπερ [τα οποία] μου επήρεν η ενδοξότης σου, και από τούτο το κεράμιον να βεβαιωθής την αλήθειαν. Γίνωσκε λοιπόν ακριβώς ότι φθαρτός άνθρωπος δεν θέλει δυνηθή ποτέ ποσώς να πτωχύνη τον Θεόν των απάντων, όστις δίδει πνοήν και τροφήν των λογικών και αλόγων ζώων».
Απελθόντες [πηγαίνοντας] λοιπόν οι απεσταλμένοι εύρον τον άρχοντα εις την τράπεζαν, όστις βλέπων ότι εβαστούσαν εν κεράμιον, είπε προς αυτούς: «Εσκανδαλίσθη ο Δεσπότης, διά τούτο μου έστειλε τοσούτον ολίγον δώρημα».
Αλλά ύστερα, αφού εξεσκέπασε το αγγείον και ανέγνωσε την επιστολήν, κατενύχθη τη καρδία και λέγει ταύτα μετά δακρύων: «Ζη Κύριος ο Θεός, ουδέ ο ταπεινός Νικήτας, ως αμαρτωλός και φθαρτός άνθρωπος, δεν θέλει πειράσει τον Θεόν πώποτε».
Αφήνει όθεν ευθύς το γεύμα και με ζέσιν πίστεως, λαμβάνων όλα τα χρήματα, τα οποία επήρε της Εκκλησίας και το κεράμιον πλήρες, ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά και από ιδικά του τριακοσίας λίτρας χρυσίου, επήγε μόνος του και πεσών εις τους πόδας του Πατριάρχου με πολλήν ταπεινότητα εδέετο [τον παρακαλούσε] να τον συγχωρήση και να τον κανονίση [να του βάλει κανόνα] ως βούλεται [όπως θέλει].
Ο δε Άγιος εθαύμασε πολύ εις την ταχείαν αλλοίωσιν και μετάνοιαν ταύτην του ηγεμόνος και υποδεχόμενος αυτόν ιλαρώς [χαρούμενα, εγκάρδια] τον συνεχώρησε, και απ’ εκείνης της ώρας έγιναν μεγάλοι φίλοι.
Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Νοέμβριος, τόμος 11ος.