Ο αληθινός πλούτος

2 Νοεμβρίου 2024

Μια από τις διδακτικώτερες παραβολές μας παρουσιάζει η Εκκλησία μας την Ε’ Κυριακή Λουκά. Και μάλιστα είναι μια παραβολή που αναφέρει μόνον ο Λουκάς από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, διότι, όπως λέγει χαρακτηριστικά ο Χρυσόστομος, εάν ανέφεραν όλοι τα ίδια η περίπου τα ίδια, δεν θα υπήρχε ανάγκη ούτε ενδιαφέρον να διαβάσωμε και τους υπολοίπους.

Το γεγονός, πάντως, ότι ειδικά ο Λουκάς αναφέρει αυτήν την παραβολή έχει να κάνη και με την κοινωνική διάσταση του Ευαγγελίου του, όπως και άλλοτε έχομε αναφέρει. Ο Λουκάς, και λόγω της ιδιότητός του ως ιατρού, ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τον άνθρωπο αλλά και για τα προβλήματα που προξενούνται στην κοινωνία από την ανθρώπινη εκμετάλλευση και αδιαφορία, την εγωπάθεια, την υλόφρονα συμπεριφορά﮲ γι’ αυτό εκείνος μόνον αναφέρει τις παραβολές του Καλού Σαμαρείτου, του Ζακχαίου, του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, του Ασώτου, κ. α.

«Άνθρωπος δε τις ην πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς.», ξεκινάει την παραβολή του ο Λουκάς, και ευθύς αμέσως αντιπαραβάλλει την εικόνα του φανταχτερού αυτού πλουσίου με εκείνην του πτωχού Λαζάρου, «ος εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου.» (Λουκ., ιστ’ 19-21).

Οι Πατέρες, στην ερμηνεία των, στέκονται ιδιαιτέρως στον προκλητικό τρόπο ενδύσεως του πλουσίου, με την βασιλική πορφύρα και τον βύσσο, που ερχόταν σε φοβερή αντίθεση με την εικόνα του γυμνού και «ηλκωμένου» (πληγιασμένου) Λαζάρου, που «και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού.» (ο. π., 21). Δεν γνωρίζομε, βεβαίως, από το Ευαγγέλιο πως ο πλούσιος είχε αποκτήσει τα χρήματά του, το γεγονός, όμως, ότι αυτός ευφραινόταν «καθ’ ημέραν λαμπρώς», την στιγμή που ο δύστυχος Λάζαρος προσπαθούσε να ξεγελάση την πείνα του με τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου, δείχνει ακριβώς την αδιαφορία και την σκληρότητα του δευτέρου. Ο Θεοφύλακτος, μάλιστα, ερμηνεύει αυτήν την «καθημερινή λαμπρότητα» ως πολυτέλεια και ασωτία (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Migne P.G. τ. 123, σ. 973-981).

Ούτε ο Κύριος ούτε οι Πατέρες επικρίνουν τον πλούτο καθ’ εαυτόν. Εξ άλλου, «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής», και τα αγαθά Του τα σκορπίζει σε όλους πλουσιοπάροχα, για να τα γεύωνται και να ευφραίνωνται και να δοξολογούν τον δωρεοδότη Των. Οι άνθρωποι, όμως, ως εκ της πτώσεώς των, αντί να διαχειρίζωνται ορθά τις πλούσιες δωρεές Του, γίνονται κακοί διαχειριστές, που είτε αποκτούν παρανόμως είτε σκορπίζουν ασώτως τα πλούτη των, λησμονώντας ότι οι ίδιοι είναι απλοί διαχειριστές. Επομένως, είτε από την άνομη κτήση είτε από την άσωτη χρήση γεννάται η κοινωνική αδικία, για την οποία ασφαλώς ευθύνονται οι κακοί άνθρωποι και όχι ο καλός Θεός, ο οποίος δεν ξεχωρίζει τα πλάσματά του αλλά δίνει σε όλους εξ ίσου ευκαιρίες σωτηρίας, καθ’ ότι και «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους (Ματθ., ε’ 45).

Οι Εβραίοι, βεβαίως, της εποχής του Κυρίου, -όχι όλοι-, πάντως οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι υποτιθέμενοι θεματοφύλακες του νόμου, είχαν διαστρέψει την αλήθεια του Ευαγγελίου προς όφελός των. Σ’ αυτούς, κυρίως, απευθύνεται ο Κύριος: « Ήκουον δε ταύτα πάντα και οι Φαρισαίοι φιλάργυροι υπάρχοντες και εξεμυκτήριζον αυτόν.», διαβάζομε στο Ευαγγέλιο, λίγο πριν από την παραβολή αυτήν. Τι ακριβώς «ήκουον» οι Φαρισαίοι; Τον Κύριο να τους μιλάη για τον άδικο οικονόμο που ο κύριός του, λόγω της κακής του διαχειρίσεως, του αφαιρεί την «οικονομίαν» (Λουκ., ιστ’ 1-9), να κάνη λόγο, επίσης, για την καλή χρήση του πλούτου (ο. π., 10-13), και να τους ξεκαθαρίζη με νόημα ότι δεν μπορεί κανείς να δουλεύη συγχρόνως σε δύο κυρίους, στον αγαθό Θεό και στον άδικο «μαμωνά» (ο. π., 13). Εκείνοι, βεβαίως, ως εκ της αλαζονείας των, αντί να συνετίζωνται, «εξεμυκτήριζον αυτόν», τον ειρωνεύονταν, γι’ αυτό ο Κύριος τους επιπλήττει αυστηρώς, αποκαλώντας τους «βδέλυγμα ενώπιον του Θεού», διαστροφείς του νόμου και των προφητών, και συμπληρωματικά αναφέρει και την παραβολή που αναλύομε.

Λέγαμε, λοιπόν, πόσο ανάλγητος είναι ο πλούσιος, -του οποίου ούτε καν αναφέρεται το όνομα, διότι ο Κύριος δεν στιγματίζει πρόσωπα αλλά παρόμοιες συμπεριφορές-, και πόσο αδύναμος, ταπεινωμένος αλλά κυρίως υπομονετικός, κατά τους Πατέρες, πρέπει να ήταν ο φτωχός Λάζαρος, -επώνυμος αυτός, λόγω των αρετών του-, που ανεχόταν σιωπηλά και καρτερικά το καθημερινό του μαρτύριο. Έρχεται, όμως, η ώρα του τέλους και για τους δύο, οπότε αντιστρέφονται οι όροι, αφού ο μεν Λάζαρος οδηγείται «υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ», ο δε πλούσιος «εν τω άδη…υπάρχων εν βασάνοις ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού.» (ο. π., 22).

Πόσο μεγάλη αντιστροφή των όρων, αλήθεια. Ο πρώην πλούσιος σε επίγεια αγαθά βλέπει τώρα τον αληθινά πλούσιο σε ουράνια αγαθά, Αβραάμ, «από μακρόθεν», και τον φτωχό Λάζαρο, που περιφρονούσε σ’ όλη του την ζωή, τον βλέπει τώρα να αναπαύεται μακάρια στις αγκάλες του Αβραάμ. Και όχι μόνον αυτό. Από την φοβερή του οδύνη «εν τήφλογί ταύτη» κανείς, ούτε αυτός ο (πρώην) φτωχός Λάζαρος, δεν μπορεί πλέον να τον ανακουφίση, καθ’ ότι, όπως λέει ο Αβραάμ, «μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται.» Ο νόμος, εξ άλλου, της δικαιοσύνης του Θεού ορίζει, τώρα, διαφορετικά τα πράγματα: τώρα πιά «παρακαλούνται» (παρηγορούνται) οι δυστυχισμένοι, ενώ οι άδικοι «οδυνώνται» (ο. π., 24-26).

Στο τέλος της παραβολής, ο Κύριος δίνει και πάλι μιάν απάντηση με νόημα στους υπερόπτες και υποκριτές Φαρισαίους, οι οποίοι ακολουθούσαν, υποτίθεται, τον Μωϋσέα και τους νόμους. Όταν ο πλούσιος, για ύστατη φορά, παρακαλή τον Αβραάμ να στείλη μήνυμα με τον Λάζαρο στους αδελφούς του, να προσέχουν να μην πάθουν τα ίδια μ’ αυτόν, τότε ο Αβραάμ του απαντά: «έχουσιν τον Μωϋσέα και τους προφήτας. ακουσάτωσαν αυτών.», για να λάβη την απάντηση από τον πλούσιο ότι είναι καλύτερα «εάν τις εκ νεκρών πορευθή προς αυτούς», διότι τότε «μετανοήσουσιν». Αλλά, κατά τον Αβραάμ, «ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται». (ο. π., 28-31). Πράγματι, λοιπόν, ούτε και όταν ο νεκρός Λάζαρος, ο φίλος του Κυρίου, ανέστη, δεν πίστεψαν, αλλά έσπευσαν να τον σκοτώσουν, για να αποτρέψουν και άλλους από το να πιστέψουν στο γεγονός της αναστάσεώς του (Ιωάν., ιβ’ 10-11). Για να μην παραλείψωμε ότι για τον ίδιο λόγο ήθελαν να φονεύσουν και τον Κύριο (ο.π. ια’ 45-57), στην ανάσταση του Οποίου επίσης δεν επίστευσαν!

Εμείς, όμως, ας μην ομοιάσωμε ούτε στους κακόπιστους και αμετανόητους Φαρισαίους, που νομίζουν ότι μπορούν έτσι απλά να «σβήσουν» τα θαυμαστά έργα του Κυρίου, ούτε στον ανάλγητο και ανελεήμονα πλούσιο του Ευαγγελίου, που ήταν υπερ-επαρκής σε υλικά αγαθά αλλά ενδεής σε αρετές, παρά να μιμηθούμε το παράδειγμα του φτωχού, πλην όμως πλουσίου σε αρετές και κυρίως σε υπομονή και καρτερία, Λαζάρου, που στερήθηκε τα αγαθά στην επίγεια ζωή αλλά απέλαβε πλουσιοπάροχα τα αιώνια αγαθά.

Είθε και εμείς, ζώντες από την εδώ ζωή με πίστη στον Θεό, αγάπη προς τον συνάνθρωπο και έργα δικαιοσύνης, να απολαύσωμε δαψιλή την ευλογία Του «νυν και αεί και εις τον άπαντα αιώνα.» Αμήν. Γένοιτο!