Συνοπτική θεώρηση της ασκήσεως του Ησυχασμού

27 Νοεμβρίου 2024

Ο ησυχασμός είναι η πεμπτουσία της εν Πνεύματι Αγίω αδιάκοπης παραδόσεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σημαίνει την παράσταση του ανθρώπου ενώπιον του Θεού με τον νου στην καρδιά του επικαλούμενο το πανάγιο και προσκυνητό Όνομα του Κυρίου Ιησού.

Ως ασκητική καλλιέργεια ο Ησυχασμός έχει σκοπό να επαναφέρει τον πεπτωκότα άνθρωπο στην πρωταρχική πνοή και δόξα του Θεού που έλαβε στον Παράδεισο με την κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δημιουργία του, και να ενεργοποιήσει στον Χριστιανό τη χάρη του Βαπτίσματος. Με άλλα λόγια, μεγαλειώδης και υπερκόσμιος σκοπός της ησυχαστικής βιοτής είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στη θέωση, να τον καταστήσει κατοικητήριο του Θεού, ώστε με ενοποιημένο όλο του το είναι να φθάσει στην τελειότητα της εκπληρώσεως των δυο μεγάλων εντολών, της ολοκληρωτικής αγάπης για τον Θεό και της αγάπης προς τον πλησίον όπως για τον ίδιο τον εαυτό του.

Η μονολόγιστη ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», είναι ο τρόπος του «αδιαλείπτως έχεσθαι της ενεργείας του Θεού»[1]. Και η θεια ενέργεια καθαρίζει τον νου και την καρδιά, τα ενοποιεί και καθιστά τον άνθρωπο εύθετο για την παράστασή του ενώπιον του Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με την άσκηση της νοεράς προσευχής απαλείφεται σταδιακά η σκουριά που προστέθηκε στην ωραιότητα του λογικού πλάσματος με τη συμβουλία του διαβόλου.

Ο Ησυχασμός είναι ιδιαιτέρως επίκαιρος και αναγκαίος στην εποχή μας, διότι είναι ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί η «ευπερίστατος αμαρτία»[2] και να παραμένει ο άνθρωπος στην Παρουσία του Θεού, που είναι ζωοποιός και αγιάζουσα. Με την ησυχαστική μέθοδο ο ασκητής νήφει• στήνει φρουρούς στις εισόδους της ψυχής του, δηλαδή στις αισθήσεις, ώστε να μη μπορεί να εισέλθει ο εχθρός να τον πειράξει, όπως τους Πρωτοπλάστους, και να συλήσει τον Παράδεισο στην καρδιά του. Τα Χερουβίμ που φυλάσσουν τώρα τον τόπο της καρδιάς είναι ο νους του ανθρώπου, κρατώντας ως ακατάβλητη «φλογίνη ρομφαία» το Όνομα του Κυρίου Ιησού.

Νήψη σημαίνει επαγρύπνηση, εγρήγορση του νου με προσευχή, ώστε να μην κλαπεί από τους εχθρούς με τους κακούς λογισμούς που αυτοί ενσπείρουν. Προέρχεται από το ρήμα «νήφω», που σημαίνει γρηγορώ, προσέχω, αγρυπνώ. Νήψη είναι η πνευματική καλλιέργεια με την οποία ο ασκητής φυλάει τον νου και τις αισθήσεις. Ο άνθρωπος που την ασκεί γίνεται όλος οφθαλμός. Η καρδιά και ο νους του ομοιάζουν με υποβρύχιο, στο οποίο δεν διεισδύει ούτε σταγόνα νερού, δηλαδή δεν μπορεί να εισέλθει μέσα του καμιά δαιμονική ενέργεια.

Η μεγάλη και ευγενής επιστήμη της νήψεως έχει ακριβώς ως σκοπό να βοηθήσει τον άνθρωπο να ηγεμονεύσει της φύσεώς του. Με την άσκησή της ο Χριστιανός αθλητής κτίζει πνευματική κατάσταση στην καρδιά του. Απεναντίας, χωρίς τη νήψη το δοχείο της ψυχής του ομοιάζει με κουβά, που ο πυθμένας του είναι τρυπημένος. Όση χάρη και να δέχεται, αδυνατεί να την κρατήσει.

Η κατάσταση της καρδιάς είναι φλέγον ζήτημα, εφόσον, στους λογισμούς που εξέρχονται από αυτήν εναποκρύβονται οι έξοδοι της ζωής ή του θανάτου[3]. Μελετώντας κάποιος τις Άγιες Γραφές διαπιστώνει ότι ο Θεός διαρκώς απευθύνεται και ομιλεί στην καρδιά του ανθρώπου. Επιθυμεί όλη την καρδιά του λογικού πλάσματός Του, και την εκζητεί. «Υιέ μου, δος μοι σήν καρδίαν»[4]. Παράλληλα για τον άνθρωπο η καρδιά είναι το όργανο με το οποίο γνωρίζει και ενώνεται με τον Θεό.

Ως εκ τούτου, η μεγαλύτερη επιστήμη, σύμφωνα με τους Πατέρες, είναι η τήρηση του νου και της καρδιάς από τους λογισμούς της ματαιότητας. Η εκούσια νέκρωση ενεργεί το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως με ιδιαίτερο τρόπο στην ψυχή του ασκητή. Ελκύει τη χάρη να τον επισκιάσει. Η χάρη αυτή τον καθιστά ικανό να κάνει αποταγή στα ορώμενα αυτού του κόσμου και να μαθητεύσει στο πνεύμα της άφθαρτης αγάπης του Χριστού, που είναι η τέλεια καταξίωση και ο έσχατος προορισμός του ανθρώπου.

Οι θεολογικές προϋποθέσεις του Ησυχασμού είναι:

α) Πρώτον, η διάκριση Ουσίας και Ενεργείας στον Θεό. Η θεια Ουσία είναι άκτιστη, άγνωστη και αμέθεκτη από τα κτίσματα. Ωστόσο, η θεια Ενέργεια που απορρέει από την Ουσία Του, είναι μεν επίσης άκτιστη, αλλά καθίσταται γνωστή και μεθεκτή, γεφυρώνοντας έτσι το «μέγα χάσμα» μεταξύ του Θεού και του κτιστού κόσμου. Ο Θεός όσον αφορά την Ουσία Του είναι «αόρατος, ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος, απερίγραπτος, αναλλοίωτος, ανυπέρβλητος, αμέτρητος»[5]. Γι’ αυτό και η Γραφή λέγει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε»[6]. Η θεια Ουσία ενοικεί σε γνόφο υπεράγνωστο.

Ωστόσο, εκείνο που εκχυλίζει από τη θεια Ουσία, το Φως, η χάρη, η Ενέργεια εν γένει, φθάνει σε όλη την κτιστή δημιουργία, σε Αγγέλους και ανθρώπους• τους ζωοποιεί και τους αγιάζει. Η Ενέργεια όμως αυτή, όπως και η Ουσία είναι το αιώνιο περιεχόμενο καθεμιάς Υποστάσεως της Αγίας Τριάδος. Όπως η Ουσία είναι άναρχη και αιώνια, έτσι και η Ενέργεια είναι άναρχη και αιώνια. Ουδέποτε υπήρξε ο Θεός χωρίς να εκλάμπει με την Ενέργεια και το Φως Του. Ὅ,τι εγγίσει η θεια Ενέργεια, το θεραπεύει, το αγιάζει, το θεοποιεί. Και ο άνθρωπος πλάσθηκε ακριβώς για να γίνει δοχείο της θειας Ενέργειας, ναός της Θεότητος.

β) Δεύτερη θεολογική προϋπόθεση του Ησυχασμού είναι η κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού δημιουργία του ανθρώπου, Όταν ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, τον τίμησε εξόχως, δίδοντάς του τη θεια εικόνα, η οποία φέρει μέσα της το σπέρμα της ομοιώσεως. Στον καθένα, όμως, εναπόκειται να καταστήσει ενεργό το χάρισμα της ομοιώσεως• να διασκελίσει, δηλαδή, την απόσταση από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση.

γ) Τρίτη και βασικότερη προϋπόθεση είναι η θυσία του Χριστού, διότι με την Ανάστασή Του βασίλευσε η θεια ενέργεια στον κόσμο.

Για την κατανοήση του θέματος η θεώρησή μας πρέπει να εκταθεί ως την αρχή της δημιουργίας.

Προσδίδοντας ο Θεός στον άνθρωπο την εικόνα Του, του έδωσε ένα πνευματικό κεφάλαιο, ενώ με το χάρισμα του καθ’ ομοίωση, του διάνοιξε μπροστά του τον δρόμο, ώστε πορευόμενος σε αυτόν και συνεργώντας με τον Θεό, να φθάσει στο πλήρωμα του χαρίσματος και να γίνει «καινή κτίσις». Ο Θεός ήθελε να γίνει ο άνθρωπος ο αυτουργός της ομοιώσεώς του με Αυτόν, ώστε να του αποδώσει τον έπαινο.

Ωστόσο, ο άνθρωπος στον Παράδεισο αντί να καλλιεργήσει τη νοερά δύναμη με την οποία τον είχε προικίσει ο Θεός, αντί δηλαδή να απορροφά τη θεωρία του Θεού με κάθε πόρο του είναι του και να Τον μιμείται, στράφηκε αφρόνως προς τον κτιστό κόσμο και θέλησε να τον απολαύσει με τις αισθήσεις του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι αισθήσεις απέβησαν οι θυρίδες της πτώσεως και της διαστροφής της ευλογημένης θεωρίας που είχε πρωτύτερα. Ο νους που ως τότε ήταν βυθισμένος στη θεωρία του Θεού, τώρα στράφηκε προς τα κάτω και διαχύθηκε στην κτίση.

Έκτοτε, ο άνθρωπος είναι διχασμένος και υποκείμενος στον νόμο της αμαρτίας, όπως παραστατικά το περιγράφει ο απόστολος Παύλος: «Ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ’ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω… Συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον, βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου»[7].

Κατ’ ουσίαν, η αμαρτία και τα πάθη είναι ξένα προς τη φύση της ψυχής. Πρόκειται αφενός για τη μερίδα της κληρονομίας κάθε ανθρώπου από τους Προπάτορες, και αφετέρου για τη σκουριά που ο ίδιος συσσώρευσε «τοις οικείοις αυτού παραπτώμασι» και υπό την επήρεια του εχθρού, του εισηγητή κάθε κακίας, που μόνο μηχανεύεται πως να καταγάγει τη ζωή του ανθρώπου υπό κάτω της γης.

Ο νους του ανθρώπου μετά την πτώση κατακερματίσθηκε. Φαντάζεται, σκέπτεται, πετάει από τον ένα λογισμό στον άλλον, από τη μια επιθυμία στην άλλη• εν γένει, δεν αγκυροβολεί πουθενά. Καθόσον όμως ο νους περιπλανάται στα πλάτη και στα μήκη της οικουμένης και ο άνθρωπος ζει εκτός της καρδιάς του, δεν είναι ακόμη πρόσωπο• δεν λειτουργεί με τρόπο ευάρεστο στον Θεό και βρίσκεται σε κατάσταση πολύ κατώτερη από εκείνη που απαιτούν οι θειες εντολές.

Ο άγιος Σωφρόνιος επισημαίνει: «Όταν εισέρχονται ξένες σκέψεις στον νου, τότε ο νους διχάζεται ανάμεσα στον Θεό και τον λογισμό. Άρα, δεν εκπληρώνεται η εντολή, “αγαπήσεις εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της καρδίας σου”»[8].

Για να επιστρέψει ο νους στην καρδιά πρέπει πρώτα να σταυρωθεί με την αποδοχή του Ευαγγελικού λόγου και των θειων εντολών.

Ο ασκητής της ευσεβείας κατ’ αρχάς φράζει τις θυρίδες των αισθήσεων. Για παράδειγμα, δεν αφήνει την όραση να περιπλανάται και να περιεργάζεται τα ορατά, ώστε να μην προσκολληθεί το πνεύμα του σε αυτά, αλλά να αναταθεί ελεύθερο προς τον Θεό. Το ίδιο κάνει και με τις άλλες αισθήσεις. Όταν συγκλίσει όλες τις αισθήσεις στην καρδιά του και το πνεύμα του δεσπόσει στα ψυχικά πάθη, τότε μόνον αρχίζει να διακρίνει την αληθινή φύση της ψυχής του, να ανακαλύπτει τους κεκρυμμένους θησαυρούς που εναποκρύβονται στα μύχιά της και να αντικρίζει την ωραιότητα της εικόνας του Θεού που φέρει μέσα του. Όπως η κατάβαση του Χριστού στα κατώτατα μέρη της γης και η ανάβασή Του στα ύψη ανέβλυσαν τον πλούτο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, έτσι και η κατάβαση του ευχομένου νου στην καρδιά μεταδίδει τα χαρίσματα του Πνεύματος.

Αν οι αισθήσεις δεν μεταποιηθούν, ο άνθρωπος παραμένει πνευματικά τυφλός και ανίκανος να φθάσει στη μακαριότητα της καταστάσεως αυτής. Βεβαίως, πρέπει να τονίσουμε ότι, ο άνθρωπος που ασκεί την ιερά ησυχία δεν εκμηδενίζεται, αλλά γίνεται όντως υπόσταση. Οι αισθήσεις δεν καταργούνται, αλλά μετατρέπονται σε πνευματικές λειτουργίες. Αντίστοιχα και τα αμαρτωλά πάθη μεταποιούνται σε ένθεα πάθη.

Ο αγώνας της νήψεως που αρχίζει με την απόκρουση των λογισμών, αποσκοπεί στο να ενισχύσει τον άνθρωπο, ώστε να μην αιχμαλωτίζεται από οποιοδήποτε πάθος. Ως ευλογημένο τέρμα έχει τον γαλήνιο λιμένα της απάθειας. Κατ’ αρχάς, ο χαρακτήρας του αγώνα αυτού είναι τρόπον τινα αρνητικός, καθώς ο πιστός διαρκώς απωθεί ὅ,τι δεν είναι ευάρεστο στο Πνεύμα του Θεού. Ωστόσο, με την πράξη της απωθήσεως εκπληρώνει την εντολή: «Πρόσεχε σεαυτώ, μη γένηται ρήμα κρυπτόν εν τη καρδία σου ανόμημα»[9]. Επομένως, νήφοντας ο Χριστιανός, επιτελεί το θειο θέλημα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ελκύει τη χάρη, που σταδιακά τον καθαίρει και τον οδηγεί στη θαυμαστή κατάσταση της πλήρους ελευθερίας από τα πάθη.

Νοερά ησυχία δεν σημαίνει ανατολίτικο ραχάτι. Πως να αρπάξει ο χοϊκός άνθρωπος το Πνεύμα, την άκτιστη Βασιλεία; Πρέπει να βρίσκεται διαρκώς σε άκρα ένταση. Ο Γέροντας έλεγε ότι ακόμη και το σώμα του ανθρώπου που προσεύχεται δεν χαλαρώνει, αλλά βρίσκεται σε ένταση. Και σε περίπτωση που η ασθένεια ή το γήρας καθηλώνει τον άνθρωπο στο κρεβάτι, και πάλι ο προσευχόμενος τηρεί το σώμα του τανυσμένο, ώστε και το πνεύμα να παραμείνει τανυσμένο. Μόνον όταν ζει κανείς με τέτοια ένταση μπορεί να εισέλθει στον θαυμαστό και φωτεινό χώρο της νοεράς ησυχίας.

Στην κατάσταση της ησυχίας ο νους του ανθρώπου αποκολλάται από καθετί κτιστό. Γίνεται αστραπόμορφος και κολλά μόνο σε ένα, στον Θεό. Αποδεσμεύεται από κάθε προσκόλληση και το πνεύμα ελεύθερο ορμά προς τα άνω, ποθώντας την ένωση με το Πνεύμα του Θεού. Η νοερά ησυχία περιγράφεται από τους λόγους του αποστόλου Παύλου: «Ο κολλώμενος τω Κυρίω εν πνεύμά εστι»[10].

Σύμφωνα με τους Πατέρες, εκείνοι που ασκούν αυτοέλεγχο, βλέπουν όλη τη ζωή τους σαν μια ευθεία γραμμή. Οι ψυχολόγοι αναπτύσσουν μεγάλες θεωρίες για το υποσυνείδητο. Ωστόσο, στους ασκητές που φυλάσσουν αδιαλείπτως τη νοερά νήψη, δεν υπάρχει υποσυνείδητο, παρά μόνο συνείδηση. Ακόμη και στον ύπνο μόνον η συνείδηση λειτουργεί. Ξυπνούν το πρωΐ και με μια κίνηση του νου βλέπουν πως διήλθαν την ώρα του ύπνου, χωρίς τίποτε να τους ξεφεύγει. Κατά τη διάρκεια της ημέρας βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση. Τέτοιου είδους κατάσταση είναι βεβαίως μεγάλο χάρισμα, αλλά είναι εφικτή, φθάνει ο πιστός να έχει πόθο να γνωρίσει τον Κύριο και να ενωθεί μαζί Του. Δίδεται στον άνθρωπο, όταν επιμείνει και μάθει την τέχνη να αποκρούει τις προσβολές των λογισμών.

Η άσκηση του ησυχασμού όταν δεν έχει ως θεμέλιο την ταπείνωση, οδηγεί σε πλάνη ή παραμένει άκαρπη και στείρα. Αρχή της πλάνης είναι η αυτοδικαίωση του ανθρώπου και η ενδόμυχη πεποίθησή του ότι είναι άξιος να δεχθεί χάρη και θειες αποκαλύψεις. Τα δυο βασικά είδη πλάνης είναι η υπερηφάνεια και η απόγνωση. Ο άγιος Σιλουανός νουθετεί με τα απλά του λόγια αξιωματικά: «Να θυμάσαι και να φοβάσαι δυο λογισμούς. Ο ένας λέει: “Είσαι άγιος”• και ο άλλος: “Δεν θα σωθείς”. Και οι δυο αυτοί λογισμοί προέρχονται από τον εχθρό, και δεν έχουν αλήθεια μέσα τους. Εσύ, όμως, να σκέπτεσαι: “Εγώ είμαι μεγάλος αμαρτωλός, αλλά ο Ελεήμων Κύριος αγαπά πολύ τους ανθρώπους και θα μου συγχωρήσει τις αμαρτίες”»[11].

Διαπιστώνουμε ότι, η αυτομεμψία και η αυτοκαταδίκη είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις τόσο για να οικοδομήσει ο ασκητής υψηλή πνευματική κατάσταση, όσο και για να τη φυλάξει.

Η αυτομεμψία ενεργεί με διπλό τρόπο. Αφενός τυφλώνει, τρόπον τινα, τον άνθρωπο, ώστε να μη βλέπει την αρετή του ή τα ευσεβή του έργα. Αφετέρου, σταυρώνει τον νου και συντρίβει την καρδιά. Η συντεντριμμένη καρδιά, όμως, σύμφωνα με τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, είναι ὅ,τι ανδρειότερο υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο και τρέπει σε φυγή τις φάλαγγες του εχθρού[12].

Συνήθως η ησυχαστική προσευχή γίνεται ολοένα και ισχυρότερη, όταν κάθε φορά πριν από την άσκησή της ο πιστός εκχέει πολλά δάκρυα κατεχόμενος από το ταπεινό πνεύμα της μετανοίας. Η ψυχή του κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι ήδη προετοιμασμένη. Και τα δάκρυα και η επίκληση του Ονόματος του Κυρίου Ιησού τιτρώσκουν την καρδιά και ο νους ανιχνεύει αμέσως τον τόπο της. Με ευκολία κάνει την κατάβαση σε αυτήν, βρίσκει την είσοδό της και κολλά επάνω της. Τότε σε αυτήν την τεθεραπευμένη και ενοποιημένη κατάσταση ο άνθρωπος στρέφεται ολοκληρωτικά στον Θεό και προσεύχεται «εν Πνεύματι και αληθεία»[13].

Ως εκ τούτου, εάν κάποιος μετανοεί φλογερά με κλαυθμό, η προσευχή αποκτά τον ρυθμό της και έπειτα ρέει μόνη της. Δεν μεριμνά ο άνθρωπος να προσαρμόσει την προσευχή στην αναπνοή του, αλλά με φυσικό τρόπο η αναπνοή προσαρμόζεται στην προσευχή.

Κάποιοι προτείνουν τεχνητούς τρόπους για να κατέλθει ο νους στην καρδιά. Ωστόσο, κατ’ ουσίαν συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όταν ο νους κατέβει στην καρδιά, ο όλος άνθρωπος συστέλλεται. Ο άγιος Σωφρόνιος παρατηρεί: «Η γνήσια εν Χριστώ ζωή κυλά εκεί, στη βαθειά καρδιά, κρυμμένη όχι μόνον από τα ξένα βλέμματα, αλλά στην πληρότητά της και από τον ίδιο τον άνθρωπο. Όποιος εισήλθε σε αυτόν τον μυστικό νυμφώνα, αυτός δοκίμασε αναμφίβολα ανείπωτη έκπληξη μπροστά στο μυστήριο της υπάρξεως»[14]. Όταν δηλαδή ο άνθρωπος αντικρίσει το φαινόμενο της ενώσεως του νου και της καρδιάς του, όταν δει «πάντα τα εντός αυτού» ορχηστρωμένα στη λειτουργία και στη δοξολογία του Θεού[15], συστέλλεται «μετά αιδούς και ευλαβείας»[16] και με φυσικό τρόπο, έχοντας την αίσθηση ότι παρίσταται στην παρουσία του Θεού, ο ίδιος περικρατεί την αναπνοή του. Ακολουθείται στο φαινόμενο αυτό μια φυσική τάξη, που όμως δεν επιδέχεται διανοητική ανάμειξη.

Όποιος δεχθεί τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, με φυσικό τρόπο κατεβάζει και προσορμίζει τον νου στην καρδιά, φράζοντας όλες τις εισόδους της. Ο νους που ευρίσκεται σε ευκτική προσοχή μέσα στην καρδιά ομοιάζει με βασιλέα που εισήλθε στο ασφαλώς οχυρωμένο κάστρο του. Βλέπει από μακριά τους εχθρούς που επιχειρούν να επιτεθούν, αλλά τους αποκρούει και αυτοί αδυνατούν να εισέλθουν στον άγιο αυτόν τόπο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με τον νου καλά οχυρωμένο στην καρδιά, ο Χριστιανός ασκητής καθίσταται απαθής.

Η ένταση του πνεύματος του ησυχαστή είναι απερίγραπτη και αδιανόητη. Όπως ένα καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος φαίνεται σαν νεκρό αντικείμενο, αλλά αν κάποιος το εγγίσει αποτεφρώνεται, έτσι και ο εργάτης της ιεράς ησυχίας στα μάτια του κόσμου φαίνεται εξουθενωμένος, νεκρός, ωστόσο, εντός του διέρχεται το πλέον ορμητικό ρεύμα ζωής.

Στην κατάσταση αυτήν η καρδιά τήκεται από τη φλόγα της θειας αγάπης και γίνεται σαν μαλακωμένο κερί, που μπορεί κανείς να του δώσει όποιο σχήμα θέλει. Πάνω σε μια τέτοια καρδιά ο Χριστός σπεύδει να βάλει τη σφραγίδα της αγίας μορφής Του. Ο νους πλέον άναυδος και έκθαμβος δεν μπορεί να κατευθύνει την προσοχή του πουθενά αλλού. Θεωρεί μόνον την εικόνα του Λόγου του Θεού, που είναι αποτυπωμένη εκεί.

Η θεια αγάπη είναι πεπυρωμένη και πόρρω απέχει από την ανθρώπινη. Είναι το «καταναλίσκον πυρ»[17] που ήλθε να βάλει «επί την γην [της καρδίας]» ο Εμμανουήλ, και το οποίο συνεχόταν να ανάψει[18].

Ο άνθρωπος από τη στιγμή που άκουσε την εισήγηση του εχθρού και έπεσε στην παρακοή, έγινε αιχμάλωτος του διαβόλου. Και ο Χριστός από τότε που υψώθηκε στο Ξύλο του Σταυρού, με το κάλλος της ταπεινώσεως και της εις τέλος αγάπης Του αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο που έχει μάτια να δει και αυτιά να ακούσει. «Καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν»[19]. Θεωρώντας την άμωμη θεια αγάπη ο άνθρωπος αποκτά άλλα νοήματα και άλλες σκέψεις. Βλέπει πλέον τον κόσμο με την προοπτική της ανεστραμμένης πυραμίδας και σπεύδει και αυτός προς τον πυθμένα της, για να συναντήσει τον Παντοκράτορα και Υπέρθεο Ιησού εκεί όπου βαστάζει το βάρος της τραγωδίας όλου του κόσμου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 1, 30, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 491.
[2]. Βλ. Εβρ. 12,1.
[3]. Πρβλ. Παροιμ. 4,23• Ματθ. 15,19.
[4]. Παροιμ. 23,26.
[5]. Βλ. Πεντηκοστάριον, Δευτέρα Αγίου Πνεύματος, Εσπερινός, α’ ευχή γονυκλισίας.
[6]. Ιωάν. 1,18.
[7]. Ρωμ. 7,19 και 22-23.
[8]. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σ. 177.
[9]. Δευτ. 15,9.
[10]. Α’ Κορ. 6,17.
[11]. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σ. 526.
[12]. Βλ. Συμεών Ν. Θεολόγου, Κατηχήσεις 2, 42-45, «Sources Chrétiennes», τόμ. 96, έκδ. B. Krivochéine, Παρίσι 1963, σ. 244.
[13]. Ιωάν. 4,23-24.
[14]. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σ. 12.
[15]. Πρβλ. Ψαλμ. 102,1.
[16]. Βλ. Εβρ. 12,28.
[17]. Βλ. Δευτ. 4,24• Εβρ. 12,29.
[18]. Βλ. Λουκ. 12,49.
[19]. Ιωάν. 12,32.