Το θεολογικό πλαίσιο της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου

27 Νοεμβρίου 2024

Η Αγία Εκκλησία μας εορτάζει τα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως την εύνοια και αγαθή προαίρεση του Θεού, την προκήρυξη της σωτηρίας των ανθρώπων, που πραγματοποιήθηκε με την σάρκωση του Υιού του Θεού. Το γεγονός της εορτής αναφέρεται στο απόκρυφο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου [1], ένα εκλαικευμένο αγιολογικό κείμενο που προβάλλει την προσωπικότητα της Παναγίας.

Ο εορτασμός των Εισοδίων της Θεοτόκου καθιερώθηκε με τα θυρανοίξια της Νέας Βασιλικής της Αγίας Μαρίας [2], πουκτίσθηκε το 543 μ.Χ. από τον αυτοκράτοραΙουστινιανό κοντά στο Ναό της Ιερουσαλήμ και καταστράφηκε απο τους Πέρσες το 614.Ο Προκόπιος Καισαρεύς αναφέρει σχετικά: «εν δε Ιεροσολύμοις ιερόν τη θεοτόκω ανέθηκεν, ώπερ άλλο εικασθήναι ουδέν οίόν τε εστι…. νέαν εκκλησίαν καλούσι το ιερόν οι επιχώριοι…» [3].

Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά στην εορτή είναι η μνεία «Τα εισόδια της Θεοτόκου, ότε προσηνέχθη εν τώ Ναώ και εισήλθεν εις τα Αγια των αγίων», στο Μηνολόγιον του Βασιλείου Β΄[4], ένα Αυτοκρατορικό Μηνολόγιο του 11ου αιώνα που βρίσκεται στο Βατικανό.

Το απόκρυφο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου αναφέρει ότιοι ευσεβείς γονείς της Θεοτόκου, ο Ιωακείμ και η Άννα έπειτα από εικοσαετή έγγαμο βίο ήσαν άτεκνοι και παρακαλούσαν με θέρμη τον Θεό να χαρίσει σ’ αυτούς τέκνο.  Άγγελος Κυρίου τους ανήγγειλε ότι θα εκπληρωθεί η επιθυμία τους. Η Άννα πλήρης χαράς υποσχέθηκε να αφιερώσει το τέκνο που θα αποκτούσε στο Θεό. Μετά την συμπλήρωση εννέα μηνών η Άννα απέκτησε κόρη την Μαρία, την οποία ανέθρεψε μέχρι της ηλικίας των τριών ετών, οπότε μετά του Ιωακείμ και συνοδείας λαμπαδηφόρων κορασίων μετέβησαν στον Ναό και την παρέδωσαν στον Ιερέα για να εκπληρώσουν την υπόσχεση που είχαν δώσει.

Η Παρθένος Μαρία παραμένουσα στο Ναό μελετούσε την Αγία Γραφή, προσευχόταν και τρέφονταν από Άγγελο. Όταν έφθασε σε ηλικία δώδεκα ετών παρεδόθη από τους Ιερείς του Ναού κατόπιν σημείων στον Ιωσήφ «προς τήρησιν», δηλαδή προς φύλαξη και όχι για να γίνει γυναίκα του.

Το θεολογικό ερμηνευτικό πλαίσιο της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου υπογραμμίζει την αγνή προσωπικότητα και την αγιότητα του βίου της.Η Παναγία «προσφέρεται τω Ναώ, τω νομικώ κατοικείν εις τα Άγια, ιερώς ανατρέφεσθαι», με σκοπό να καταστεί «του Ιησού οικητήριον». Τα υμνολογικά κείμενα την εξυμνούν χαρακτηρίζοντάς την ως «Προφητών το κήρυγμα, Αποστόλων την δόξαν, Μαρτύρων το καύχημα, θείον θρόνον, και παλάτιον, φωταυγές ενδιαίτημα, κιβωτόν αγιάσματος, θυμιατήριον χρυσούν, λυχνίαν και τράπεζαν, θεοχώρητον σκηνήν, Αγίασμα ένδοξον και ιερόν ανάθημα».

Η Παναγία μας «έπαυσε Νόμου την λατρείαν και σκιάν» και έγινε η ίδια «Νόμος, σκηνή και θείαν στάμνος, ξένη κιβωτός, και καταπέτασμα και ράβδος, ναός ακατάλυτος, και πύλη Θεού». Είναι η Κιβωτός της νέας, Καινής Διαθήκης, που τη χρύσωσε το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Υμνολογούμε τη «νέα» Κιβωτό, την Υπεραγία Θεοτόκο, τον σαρκωμένο θρόνο του Θεού, την ολόχρυση υπό του Αγίου Πνεύματος Κιβωτό, που φέρει εντός της τον νέο Νόμο. Από Αυτήν, ο Λόγος σαρκώνεται [5]. Ο λόγος του Θεού γραμμένος στις πλάκες της Διαθήκης εντός της Κιβωτού της Παλαιάς Διαθήκης, γίνεται πλέον Λόγος σεσαρκωμένος, λαμβάνει σάρκα και οστά εντός της νέας Κιβωτού, της Θεοτόκου Μαρίας [6]. Με άλλα λόγια, μέσα στην Κιβωτό της Παλαιάς Διαθήκης, ήταν ο γραπτός Λόγος του Θεού, αλλά «μέσα» στην Κιβωτό της Νέας Διαθήκης είναι ο Λόγος του Θεού που έγινε σάρκα, ο ίδιος ο Ιησούς, «περιβεβλημένος ιμάτιον βεβαμμένον εν αίματι» [7].

 Ο παλαιός ναός, η Σκηνή, αντιδιαστέλλεται πλέον με τον νέο ναό, τον αχειροποίητο, του Ιησού Χριστού[8]. Στη συνέχεια η παραμονή Του εξακολουθεί στις καρδιές των πιστών, αφού εκείνοι αποτελούν τον ναό του Θεού με το πνεύμα Του να κατοικεί μέσα τους [9].Αυτή την αυστηρή οριοθέτηση του χώρου όπου κατοικεί η θεότητα από το χώρο όπου κατοικούν οι άνθρωποι κατάργησε ο Ιησούς Χριστός.  Ο νέος ναός, η Εκκλησία, δεν είναι πλέον ανθρώπινη κατασκευή προσφορά στον Θεό, αλλά μάλλον προσφορά και θυσία Εκείνου για χάρη των ανθρώπων. Αυτό προαναγγέλει ο Προφήτης Ιεζεκιήλ: «Και δώσω υμίν καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν δώσω εν υμίν και αφελώ την καρδίαν την λιθίνην εκ της σαρκός υμών και δώσω υμίν καρδίαν σαρκίνην» [10]. H Παναγία είναι, θα λέγαμε, η τελειoποίηση της Κιβωτού της Παλαιάς Διαθήκης, το ταμείο, το δοχείο της θείας χάριτος. Είναι η νέα Εύα, η μητέρα μας,η μεσίτρια για τη σωτηρία μας.

Η σκηνή αυτή ήταν τύπος και προτύπωση του Μεσσία. Και η Παναγία μας που εισέρχεται στον Ναό του Θεού για να ανατραφεί με τα θεία γράμματα, κατέστη η άφθορος Κιβωτόςπού θα κυοφορήσει τον Σωτήρα και Λυτρωτή μας Ιησού Χριστό, ο οποίος ήλθε στον κόσμο, όχι μέσω μίας χειροποίητης σκηνής, αλλά συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου»[11]. Ο Χριστός είναι ο μοναδικός αιώνιος Αρχιερέας, που προσέφερε το αίμα Του για τη σωτηρία μας, σε αντίθεση με τις ανθρώπινες θυσίες του Μωσαικού Νόμου. Με το αίμα Του ραντισθήκαμε και αγιασθήκαμε. Εμείς οι Χριστιανοί έχουμε Τράπεζα και θυσιαστήριο, στο οποίο μετέχουμε της Σταυρικής θυσίας του Χριστού.

Η Υπεραγία Θεοτόκος προτυπώνεται ως «κεκλεισμένη πύλη» διά της οποίας θα εισέλθει ο Θεός, και η τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας, διότι ο Ηγούμενος «κάθηται επ’ αυτήν του φαγείν άρτον ενώπιον Κυρίου». Είναι ο «κεκλεισμένος κήπος, η εσφραγισμένη πηγή»[12], η Αειπάρθενος, η «προ τόκου, εν τόκω και μετά τόκον» Παρθένος. Ο Ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού συλληφθείς στη Θεοδόχο γαστέρα της Παναγίας, υπερέβη κάθε έννοια φυσικής ανθρώπινης συλλήψεως. Η προφητεία του προφήτου Ιεζεκιήλ για την «κατά ανατολάς κεκλεισμένην πύλην» [13], προτυπώνει την παρθενική μήτρα, από την οποία θα διέλθει μόνον ο Χριστός και έκτοτε θα παραμείνει για πάντα «κεκλεισμένη».

Η Θεοτόκος, ο «καθαρώτατος ναός του Σωτήρος», το «δοχείον του απροσίτου και θείου Φωτός», προκηρύττει τη σωτηρία των ανθρώπων, ιερουργεί το μυστήριο της σωτηρίας του κόσμου διά του Υιού και Θεού Της. Και επειδή «πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου», η λατρευτική Της προστασία, καθιστά μακροθυμότερο και ευσπλαχνικότερο τον Λυτρωτή και Σωτήρα μας. Γι’ αυτό και το ανθρώπινο γένος τιμά την προσέλευσή της στον Ναό του Θεού, ανυμνεί και μακαρίζει το ιερό πρόσωπό Της ως «τροφόν της ζωής» και πηγή της σωτηρίας μας.

 

Παραπομπές:

[1]Ενδεικτική βιβλιογραφία: Amann Ε., Le Protevangile de Jacques et ses remaniements latίns. Introduction, textes, traduction et commentaire, Paris 1910.Manns F., Essais sur le Judéo-Christianisme, Jérusalem 1977.Meyer Α., ‘Protevangelium des Jacobus’, στο Ε. Hennecke, Handbuchzu den NeutestamentlichenApokryphen, Tübingen, 1904.Perler Ο., ‘Das Protevangelium des Jakobusnachdem Papyrus Bodmer V’, FreiburgerZeitschrift für Philosophie und Theologie, 6 (1959), 25-35.

Smid R. Η., ProtevangeliumJacobi : Α Commentary, 1965.Strycker Ε., La forme la plus ancienne du Protevangile de Jacques, Brussels 1961 (Subsidia Hagiographica 33).Strycker Ε., ‘Le Protevangile de Jacques: Problèmes critiques et exegetiques, στο F. L. Cross (ed.), Studia Evangelica, iii (Berlin, 1964), 339-59 (TU 88).Testuz Μ., Papyrus Bodmer V : Nativité de Marie, Cologny-Geneve, 1958.

[2]Προκόπιος Καισαρεύς, Περί τῶν τοῦ δεσπότου Ἰουστινιανούκτισμάτων, 5.6.9-13.Ben-Dov, M. “Found after 1400 years-The Magnificent Nea”, Biblical Archaeology Review, December 1977.Taylor, J: «The Nea Church», Biblical Archaeology Review, Jan/Feb 2008, Vol 34, No 1, σ. 51-59.

[3] Προκόπιος Καισαρεύς, Περί τῶν τοῦ δεσπότου Ἰουστινιανού κτισμάτων, 5.6.9-13.

[4]ΜηνολόγιονΒασιλείου, PG = Menologium Græcorum Basilii Porphyrogeniti imperator is jussueditum, PatrologiaGraeca, τ. 117, Paris 1894, σ.172.

[5]Ἰωάν.1,15.

[6]Βλ. Ἰωάν. 1,1-2 καί 1,14.

[7]Ἀποκ. 19,13.

[8]Ἑβρ. 9,11.

[9]Α΄Κορ. 3,16. 6,19. 12,27.

[10]Ἰεζ. 36,26.

[11]Ἑβρ. 9,11.

[12]Ἆσμ. 4,12.

[13]Ἰεζ. 43,4.