Άγιος Σεβαστιανός, Το βάπτισμα και η θεραπεία των ειδωλολατρών που εδίωκαν τους Χριστιανούς!

19 Δεκεμβρίου 2024

Μαρτύριον του Αγίου Σεβαστιανού.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=412587

 

Ο δε έπαρχος Χρωμάτιος ταύτα μαθών ηρώτησε τον Νικόστρατον, διατί έφερε τους δεσμίους [τους φυλακισμένους] όλους εις την οικίαν του;

Ο δε απεκρίνατο: «διά να βλέπωσιν άπαντες τα κολαστήρια όργανα, και τας πληγάς, όπου λαμβάνουν οι άλλοι, να φοβούνται, να προσκυνήσουν [και να προσκυνάνε] τα είδωλά».

Ο μεν ουν Έπαρχος επαίνεσεν αυτόν πως έκαμε φρόνιμα. Ο δε μακάριος Νικόστρατος είχε φίλον τινά ακριβόν Κλαύδιον καλούμενον, όστις ήτο Κομενταρήσιος [με εισαγγελικές και αστυνομικές ευθύνες], και επόθησε να τον κάμη και εκείνον χριστιανόν· προς τον οποίον είπε πολλά ψυχωφελή ρήματα, επαινών τον άγιον Σεβαστιανόν ως φιλόθεον, πως ηρνήθη την φιλίαν των βασιλέων, και κατεφρόνησε τοσαύτην δόξαν και πλούτον και δυναστείαν, και ευρίσκετο με τους χριστιανούς, παρακινών αυτούς προς την ευσέβειαν, ου μόνον με λόγους, αλλά και με εξαίσια θαύματα.

Ταύτα ακούσας ο Κλαύδιος, ετρώθη την καρδίαν θεϊκόν έρωτα, και δραμών εις τον οίκον του, επήρε τους δύο υιούς, όπου είχεν ασθενημένους. Ο εις είχε ύδρωπα, και ο άλλος λέπραν, και τους υπήγεν εις την οικίαν του Νικοστράτου, παρακαλών τους Αγίους να τους θεραπεύσουν, και ομολογών την ευσέβειαν.

Ήσαν δε εκεί συνηγμένοι πλήθος πολύ καιτηχούμενοι, και τους εβάπτιζεν ενάρετός τις ιερεύς ονόματι Πολύκαρπος, όστις εβάπτισε τους δύο παίδας του Κλαυδίου, και παρευθύς εθεραπεύθησαν ου μόνον αυτοί, αλλά και όσοι είχον ασθένειαν, εμβαίνοντες εις την ιεράν κολυμβήθραν, εξήρχοντο υγιείς ψυχή τε και σώματι, και πάντες εδοξαζον τον Θεόν.

Εξόχως δε ο Κλαύδιος, όστις εβαπτίσθη βλέπων εις τους υιούς αυτού τοιούτον θαυμάσιον.

Αφού δε παρήλθον αι τριάκοντα ημέραι της διορίας, προσκαλεσάμενος τον Τραγκυλίνον ο έπαρχος, μη ηξεύρων πως ήτο χριστιανός, ηρώτησεν αυτόν διά τους υιούς του, εάν εδέχοντο να προσκυνήσουν τα είδωλα.

Ο δε απεκρίνατο: «μακάριοι όντως εκείνοι, ότι εγνώρισαν εγνώρισαν την αλήθειαν, και ωδήγησαν και εμέ τον ανάξιον να γνωρίσω τον παντοδύναμον Θεόν, τον οποίον προσκυνώ εξ όλης καρδίας και σέβομαι».

Και ο Έπαρχος: «ετρελλάθης ταλαίπωρε, και επίστευσας εις την κακοδαίμονα ταύτην θρησκείαν; τι έπαθες»;

Εγώ, λέγει του ο Τραγκυλίνος: «αυτήν την γνώμην σου είχα και εγώ [την ίδια γνώμη με εσένα] ω δικαστά, νομίζων τους χριστιανούς πεπλανημένους και άφρονας· αλλά τώρα βλέπων τον περιφανή Σεβαστιανόν πως έγεινε δούλος του Χριστού, καταφρονήσας την βασίλειον δόξαν, και πάσαν απόλαυσιν, και διδαχθείς υπ’ αυτού εννόησα την αλήθειαν, γνωρίσας ότι η πίστις σας είναι ρυπαρά και βέβηλος, η δε των χριστιανών σεμνή και σεβάσμιος».

Λέγει του ο Έπαρχος: «εις ποία έργα επείσθης να προσκυνήσης Θεόν εσταυρωμένον και κακοθάνατον»;

Ο δε απεκρίνατο: «εάν ορίζης να ακροασθής με μακροθυμίαν, να μη σκανδαλίζεσαι, σου θέλω αποδείξει αυτόν τον εσταυρωμένον Θεόν αληθή, και Βασιλέα πάσης της κτίσεως».

Και ο Έπαρχος: «λέγε μου μετά παρρησίας τα του Θεού σου, ότι ποθώ να εννοήσω την αλήθειαν».

Ο δε απεκρίνατο: «επειδή η καλωσύνη σου μου έδωκεν άδεια, άκουσον εις ολίγα λόγια το της οικονομίας μυστήριον, να γνωρίσης ότι μόνον ο Χριστός είναι θεός αληθέστατος».

Ταύτα λέγων διηγήθη, πώς έκαμεν ο Θεός όλον τον Κόσμον εκ του μη όντος, και πώς έπλασε τον άνθρωπον, και πάλιν τον ανέπλασεν εις το ευ είναι με το εκούσιον αυτού πάθος· έπειτα ανελήφθη πάλιν εις Ουρανούς μετά την τριήμερον έγερσιν.

Αφού είπεν ο τίμιος Γέρων τα περί της πίστεώς μας μυστήρια, λέγει και ταύτα: «εάν δεν πιστεύης, εκλαμπρότατε Έπαρχε, τα του Χριστού μου θαυμάσια, καν το εις εμέ γενόμενον πίστευσαν, όπου ήμην, καθώς ηξεύρεις, έως προχθές παράλυτος και ακίνητος και τώρα τελείως εθεραπεύθην με την χάριν του θείου βαπτίσματος».

Ταύτα ακούων ο Έπαρχος, έμεινεν πολλήν ώραν άφωνος, γνωρίζων την αλήθειαν, και προστάσσων να ανάχωρήσουν όλοι, λέγει ταύτα τω Τραγκυλίνω: «εγνώρισα, αδελφέ, ότι μεγάλη είναι η πίστις των χριστιανών, και άλλος Θεός δεν είναι, μόνον εκείνος, όπου αυτοί σέβονται. Εάν ουν ποθής να γένω εις ταύτην συγκοινωνός σου, φέρε μου αύριον δύο χριστιανούς κρυφίως όσον δύνασαι να μη τους ιδή τινάς, διά να λάβω υπ’ αυτών το άγιον Βάπτισμα».

Απελθών ούν ο Τραγκυλίνος ανήγγειλε εις τους Αγίους την υπόθεσιν, οίτινες εχάρησαν μαθόντες ότι ο πρότερον διώκτης αυτών και αντίπαλος γίνεται εις ολίγον βοηθός της πίστεως και συνήγορος· όθεν ποιήσαντες αγρυπνίαν όλην την νύκτα, εδοξολογούσαν τον Κύριον, και το πρωί λαβών ο Τραγκυλίνος τον Σεβαστιανόν και Πολύκαρπον, υπήγον εις τον Έπαρχον, όστις ιδών αυτούς ανέστη μετά πάσης περιχαρείας [περιχαρής], και πεσών εις τους πόδας αυτών, εδέετο να του δώσουν την υγείαν της ψυχής και του σώματος, διότι όλη του η σάρκα ήτο πρισμένη και φουσκωμένη τόσον, ώστε ώστε δεν ηδύνατο σχεδόν να περιπατήση.

Οι δε είπον αυτώ ότι εάν πιστεύση εις τον Χριστόν εξ όλης καρδίας, θέλει λάβη παρ’ αυτού την θεραπείαν του σώματος.

Ο δε Έπαρχος λαμπρά τη φωνή ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθή, των ειδώλων την δυσσέβειαν αρνησάμενος, και ου τούτο μόνον, αλλά και τα είδωλα, οπού είχεν εις το παλάτιον συντρίψας, έδωκεν εις τας χείρας των Αγίων να τα κάμουν ως βούλονται.

Ο δε Σεβαστιανός εγνώρισεν από θείαν χάριν, ότι ο υιός του Επάρχου Τιβούρτιος ήτο ακόμη εις την πίστιν αμφίβολος· όθεν εκράτησεν ένα είδωλον πλουσιώτερον από τ’ άλλα και τεχνικώτερον, εις το οποίον ήτο ιστορισμένη πάσα αστρολογία και η των Ουρανών κίνησις, διά τούτο το ελυπείτο ο Τιβούρτιος, και δεν ήθελε να το χαλάση, έως να θεραπευθή ο πατήρ του πρότερον.

Ο δε Άγιος του είπε να μη αμφιβάλλη ποσώς [καθόλου], αλλά να το συντρίψη αυτό, και τότε να ιδή η του Θεού τα θαυμάσια. Ο μεν Τιβούρτιος άναψε κάμινον, και λέγει τοις Αγίοις: «ιδού συντρίβω κατά το πρόσταγμα σας το ηγαπημένον μου είδωλον, με συμφωνίαν τοιαύτην, διότι εάν δεν ιατρευθή ο πατήρ μου, θα σας ρίψω εις ταύτην την κάμινον».

Ταύτα είπεν ο Τιβούρτιος, και τον εμπόδιζεν ο Χρωμάτιος να απέχη από τοιαύτην εγχείρησιν· αλλ᾽ οι Άγιοι το έστερξαν [το αποδέχτηκαν] μετά πάσης χαράς, ελπίζοντες εις την θείαν δύναμιν.

Ευθύς ουν όπου ελέπτυναν [κατέστρεψαν] το μιαρόν άγαλμα, φως θεϊκόν περιέλαμψε τον Χρωμάτιον, και εφάνη νεανίας τις λαμπρός και εύμορφος λέγων: «μακάριος ει ότι επίστευσας τω Χριστω, όστις με απέστειλε να ιατρεύσω την σην ασθένειαν».

Και με τον λόγον εύρέθη, όλος υγιής και επήδα ως έλαφος ο πρώην ακίνητος.

Τότε ο Τριβούνιος καταπλαγείς από την θαυματουργίαν προσέπεσε στα πόδια των μαρτύρων, ζητών το σωτήριον βάπτισμα…

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή» του Κωνσταντίνου Δουκάκη, μήνας Δεκέμβριος, τόμος 12ος.