«Φυλακή» των αισθήσεων κατά την πατερική παράδοση
31 Ιανουαρίου 2025(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=414153)
Θα μπορούσε ο άνθρωπος να παρομοιαστεί με μία πόλη και τα αισθητήρια του σώματός του με τις θύρες, τα τείχη της πόλης. Μέσω των θυρών είναι δυνατόν να εισβάλουν εχθροί και να αφανίσουν τους κατοίκους. Τις αισθήσεις μέσω των οποίων η ψυχή διαχέεται στα εξωτερικά πράγματα, η Γραφή τις ονόμασε παράθυρα, που ανοίγουν την είσοδο στον θάνατο[1]. Θυρίδες της ψυχής είναι τα αισθητήρια από τα οποία είναι δυνατόν να εισέλθει η ζωή ή ο θάνατος. Από τις θύρες της όρασης, της ακοής και των άλλων αισθήσεων εισέρχονται οι παραστάσεις των αισθητών που είναι υπεύθυνες για την κίνηση των παθών[2]. Ανάλογα με το αν οι αισθήσεις λειτουργούν με σωφροσύνη ή με ακολασία, εισέρχεται η ζωή ή ο θάνατος αντίστοιχα[3].
Σύνθετος ο άνθρωπος, αποτελούμενος από δύο διαφορετικές μεταξύ τους αλλά τέλειες φύσεις, από λογική ψυχή και σώμα, ενεργεί αυτά που αρμόζουν στην κάθε μία φύση. Το σώμα από τη φύση του αποβλέπει στα γήινα και στην ύλη για την κάλυψη των αναγκών του και τα απολαμβάνει μέσω της αισθήσεως, ενώ αντίθετα η λογική ψυχή από τη φύση της στρέφεται προς τα νοητά και την απόλαυσή τους μέσω του νου.
Πριν την πτώση ο άνθρωπος μπορούσε να απολαμβάνει αυτά που ταιριάζουν στην κάθε φύση ανεμπόδιστα· απολάμβανε δηλαδή και τα νοητά με τον νου και τα αισθητά με την αίσθηση. Χρησιμοποιούσε τις αισθήσεις για να προσλαμβάνει τα αισθητά και μέσω αυτών να οδηγείται προς τα νοητά, τη γνώση του Δημιουργού του. Φυσική ηδονή του νου ήταν η ενασχόληση με τα νοητά κάλλη και αυτά ήταν η τροφή του. Αυτή ήταν και η φύση της ψυχής· να μην υπηρετεί τα αισθητά και μολύνει το σώμα από τις προσλήψεις τους, να μην προσκολλάται σε αυτά αλλά να στοχεύει στα ανώτερα σε σχέση με τα κατώτερα. Να φυλάττει την καρδιά από κάθε περισπασμό που προέρχεται από τους λογισμούς και από κάθε φροντίδα και μέριμνα που αφορά στο σώμα[4]. Είχε επίσης τη δυνατότητα να επιλέξει, αν θα υπηρετεί τα αισθητά και θα βρίσκεται μεταξύ αυτών ή θα βρίσκεται μεταξύ των νοητών, τα οποία θα επιστατούν πάνω στην αίσθηση. Κάνοντας όμως παράχρηση των αισθήσεων, παραδόθηκε σε αυτά και θαύμασε τα δημιουργήματα αντί τον ίδιο τον Δημιουργό, ξεχνώντας την απόλαυση των νοητών. Έτσι ο Θεός τού απέκρυψε τα νοητά, αφήνοντάς τον να απολαμβάνει αυτά τα οποία ο ίδιος επέλεξε, και απέμειναν μόνο κάποια ίχνη των θείων στον νου του. Αυτή ήταν και η πτώση του.
Τον άνθρωπο αποτελούν όλα μαζί· σώμα, αισθήσεις, λόγος, νους. Κανένα από αυτά δεν υπερτερεί κάποιου άλλου γιατί συνδεδεμένα όλα μαζί λειτουργούν αρμονικά. Το πρόβλημα εντοπίζεται, όταν κάποιο από αυτά λειτουργήσει εις βάρος κάποιου άλλου. Οι αισθήσεις, ως δύναμη της ψυχής, υπάρχουν ταυτόχρονα με την πρώτη γέννηση και ενεργούν στον άνθρωπο από την αρχή της ζωής του[5], σε αντίθεση με τον νου που αυξάνεται ανάλογα με την ηλικία. Η έλλειψη διάκρισης που χαρακτηρίζει τις μικρές ηλικίες, έχει ως αποτέλεσμα να παραδίδονται άκριτα οι αισθήσεις στα αισθητά και να αιχμαλωτίζονται οι ψυχές[6]. Ο νους τα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου, εξαιτίας της έλλειψης των κατάλληλων οργάνων για την ανάπτυξη των ενεργειών του, βρίσκεται σαν ναρκωμένος και κατευθύνεται από τις αισθήσεις. Αργότερα όμως, όταν η ανάπτυξη της λογικής ολοκληρωθεί, ο νους, ο οποίος συνήθισε στις απολαύσεις των αισθήσεων, αγωνίζεται να αποβάλλει τις έξεις που απέκτησε και να υποτάξει τις αισθήσεις[7].
Όταν η αλογία των αισθήσεων λυθεί από τα χαλινάρια της εγκράτειας, εγείρονται τα πάθη που ανήκουν στο παθητικό μέρος της ψυχής, δηλαδή το θυμικό και το επιθυμητικό[8]. Όταν ο νους προσηλωθεί και χρονίσει σε κάποιο αισθητό πράγμα, αιχμαλωτίζεται από αυτό και αποξενωμένος από την πνευματική αγάπη και την εγκράτεια, προσβάλλεται από τα πάθη. Μαζί με την αίσθηση, ακόμη η κράση -η δομή του σώματος- και η μνήμη μπορούν να υποδουλώσουν τον νου[9].
Οι αισθήσεις είναι αντίθετες προς την πίστη, γιατί οι πρώτες αφορούν στα παρόντα, ενώ η πίστη υπόσχεται τη μεγαλοπρέπεια των μελλόντων. Ως τέτοια δεν αρμόζει να δείχνει προς αυτά ο άνθρωπος κάποια σαρκική απόλαυση, αλλά να τα χρησιμοποιεί μόνο ως αναγκαία[10]. Ο αγώνας του μεταπτωτικού ανθρώπου έγκειται στο να φυλάττει τον εαυτό του για να απολαμβάνει τα νοητά με τον νου χωρίς να παρασύρεται από τα αισθητά και να τα θαυμάζει αυτά καθ’ αυτά. Τα δημιουργήματα φανερώνουν τον ίδιο τον Δημιουργό τους και προς αυτήν την κατεύθυνση οφείλουν να χρησιμοποιούνται τα όπλα της σωτηρίας, οι αισθήσεις. Αυτό που η αίσθηση έχει χρέος να κάνει είναι να βλέπει τον Κτίστη μέσω των κτισμάτων, που φέρουν κατά το δυνατόν την εικόνα Του. Η πάλη αυτή, να υψωθεί ο νους που τον κρατάει δέσμιο η αίσθηση, είναι η μάχη με το σώμα που δεν σταματάει ποτέ, ακόμη και αν φαινομενικά η επιθυμία και ο θυμός έχουν μαραθεί[11].
Το να επιθυμεί το σώμα αυτά που είναι όμοιά του και να κατευθύνεται προς την ηδονή, έρχεται σε αντίθεση με τη φύση της ψυχής. Όσο πιο πολύ αυτό τρέφεται από τις αισθήσεις, γίνεται ρωμαλέο και ακράτητο προς τις ηδονές. Χαλιναγωγείται και αποδυναμώνεται όταν οι αισθήσεις νήφουν, κρατούνται σε εγρήγορση και σφραγίζονται με την ησυχία χωρίς να απασχολούν τον νου από τις νοητές του λειτουργίες[12]. Όταν οι αισθήσεις «συγκλεισθῶσιν τῇ ἡσυχίᾳ» ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει τη φύση της ψυχής και τους θησαυρούς που κρύβει μέσα της.[13]
Υποσημειώσεις:
[1]. Ιερ. 9, 21.
[2]. ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, εκδ. Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1996, σελ. 67- 68.
[3]. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Εἰς τὸν Ἰερεμίαν, PG. 81, 564A.
[4]. ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ, Εἰς τοὺς Ν΄ Λόγους τοῦ Ἁγίου Μακαρίου Παράφρασις Συμεῶν τοῦ Μεταφραστοῦ, ξδ΄, Φιλοκαλία Γ΄, σελ. 196- 197.
[5]. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος 6, ΕΠΕ 22, σελ. 533.
[6]. «Οἱ δὲ δαίμονες διὰ τῶν αἰσθήσεων τοῦ σώματος, ὅτε ἡμᾶς εὕρωσι μάλιστα ἀμελῶς καὶ ὀλιγώρως τὸν δρόμον τῆς εὐσεβείας τρέχοντας, τὴν ψυχὴν αἰχμαλωτίζουσι, βιαίως αὐτήν, εἰς ἃ μὴ θέλει, παρακαλοῦντες οἱ φόνιοι». ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος Ἀσκητικός, οθ΄, Φιλοκαλία Α΄, σελ. 259- 260. Πρβλ. ΝΕΙΛΟΥ ΑΣΚΗΤΟΥ, Λόγος Ἀσκητικός, πάνυ ἀναγκαῖος καὶ ὠφελιμώτατος, Φιλοκαλία Α΄, σελ. 219- 220.
[7]. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο, ό.π., σελ. 50.
[8]. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Περὶ Ἀγάπης Κεφαλαίων Ἑκατοντὰς Πρώτη, ξε΄, Φιλοκαλία Β΄, σελ. 9- 10.
[9]. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Περὶ Ἀγάπης Κεφαλαίων Ἑκατοντὰς Δευτέρα, οδ΄, Φιλοκαλία Β΄, σελ. 23- 24. Πρβλ. ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΛΙΒΥΟΥ, Περὶ Ἀγάπης καὶ Ἐγκρατείας Ἑκατοντὰς Πρώτη, μστ΄, Φιλοκαλία Β΄, σελ. 207.
[10]. ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος Ἀσκητικός, νε΄, Φιλοκαλία Α΄, σελ. 249- 250.
[11]. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΕΔΕΣΣΗΣ, Θεωρητικόν, Φιλοκαλία Α΄, σελ. 326.
[12]. ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΛΙΒΥΟΥ, Περὶ Ἀγάπης καὶ Ἐγκρατείας Ἑκατοντὰς Δευτέρα, ι΄, Φιλοκαλία Β΄, σελ. 211.
[13]. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ, Λόγοι Ἀσκητικοί, Λόγος 82, 2, ΕΠΕ, Φιλ. 8Γ, σελ. 194- 6.
(Συνεχίζεται)