Όσιος Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης (1905-1991)
22 Ιανουαρίου 2025«Τού χορού τών πατέρων Μονής Αγάθωνος, θεοφιλέστατον θύτην καί Φθίας άνδρα λαμπρόν, τών πενήτων τήν χαράν, καί ακριβέστατον, αμαρτανόντων ποδηγόν, πρεσβυτέρων τού Χριστού, τόν τύπον τής ευσεβείας, τόν Βησσαρίωνα πάντες από καρδίας τιμήσωμεν», ψάλλουμε στο απολυτίκιο του Αγίου Βησσαρίωνα του Αγαθωνίτη.
Οι άγιοι δεν έλειψαν και δεν θα λείψουν ποτέ από την ζωή και την ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Κάθε εποχή έχει τους δικούς της Αποστόλους και Ομολογητές, Ιεράρχες και Μοναχούς, Αναχωρητές και Ασκητές, Μάρτυρες και “έν ειρήνη τελειωθέντας”. Φυσικό είναι η «ζώσα» Εκκλησία του Χριστού να έχει και σήμερα στους κόλπους της Αγίους, δηλαδή πρόσωπα τα οποία ο ευσεβής λαός τιμούσε και σεβόταν ενώ ακόμη βρίσκονταν στην ζωή, ιδιαίτερα όμως μετά την οσιακή κοίμησή τους. Επικυρώνοντας την πεποίθηση του λαού στην αγιότητα των προσώπων αυτών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σύμφωνα πάντα με τους ιερούς κανόνες κατατάσσει στο Αγιολόγιο νέους αγίους οι οποίοι έζησαν την κατά Χριστόν ζωή στα νεότερα χρόνια.
Το έτος 2006, τον μήνα Μάρτιο αυτού του έτους, στην Ιερά Μονή Αγάθωνος Φθιώτιδος συνέβη ένα θαυμάσιο γεγονός που αποσχόλησε όλο το πανελλήνιο, όταν κατά την εκταφή των λειψάνων του ιερομονάχου Βησσαρίωνος που ασκήτευε εκεί στην Μονή, διαπιστώθηκε ότι η σορός του ήταν άφθαρτη. Μεγάλη συγκίνηση προκάλεσε όπως ήταν φυσικό αυτό το γεγονός σε όλους τους πιστούς Χριστιανούς που πληροφορήθηκαν αυτό το θαυμάσιο συμβάν. Επρόκειτο για ένα θαύμα, όχι όμως ασυνήθιστο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Με αφορμή του γεγονότος αυτού έγιναν ευρύτερα γνωστά στο πανελλήνιο και όχι μόνο, όσα αφορούσαν στην θαυμαστή ζωή και το θεάρεστο έργο του νέου αυτού Οσίου. Ο Άγιος Βησσαρίων, κατά κόσμον Ανδρέας Κορκολιάκος, γεννήθηκε το έτος 1905 στο Πεταλίδι Μεσσηνίας.
Ήταν παιδί του Δημοσθένη και της Βινέτας. Έλαβε εκπαιδευτική μόρφωση αυτήν που περιλάμβανε η διδασκαλία του τότε σχολαρχείου (σημερινό Λύκειο). Αργότερα ως ιερομόναχος εμπλούτισε την μόρφωσή του με τα ιερά γράμματα των λειτουργικών βιβλίων. Στην ηλικία των δεκαοχτώ ετών μεταβαίνει από το χωριό του στην Καλαμάτα, όπου είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με φωτισμένους κληρικούς της εποχής, όπως οι Αρχιμανδρίτες Πολύκαρπος Ανδρώνης, Ιωήλ Γιαννακόπουλος και ο μετέπειτα πρωτοπόρος ιεραπόστολος στην Αφρική Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος. Επηρεασμένος θετικά από τα κηρύγματα και την συναναστροφή του με αυτούς τους φωτισμένους κληρικούς, ο Άγιος Βησσαρίων προσήλθε και δέχθηκε το Μοναχικό Σχήμα στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Δημιόβης.
Κατά την μοναχική του κουρά έλαβε το όνομα Βησσαρίων. Το έτος 1931 χειροτονήθηκε διάκονος και το έτος 1933 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Λίγα χρόνια αργότερα χειροθετήθηκε πνευματικός (εξομολόγος), όπου στο πετραχήλι του αναπαύονταν πολλοί πιστοί Χριστιανοί. Δύο χρόνια κατόπιν αποδέχθηκε πρόσκληση του εκ Μεσσηνίας μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων κ. Ιεζεκιήλ, και πήγε στην Καρδίτσα. Ο μητροπολίτης κ. Ιεζεκιήλ κατά κόσμον Παναγιώτης Στρούμπος, στα 25 έτη που διαποιμαίνει το εκεί ποίμνιό του ταύτισε το πολυδύναμο έργο του με την ανθρωπιά, αφού ανάλωσε όλες του τις δυνάμεις, για να φέρει τα λογικά πρόβατά του κοντά στον Θεό. Εκεί καθώς έφθασε στην μητρόπολη αυτή ο Ιερομόναχος Βησσαρίωνας , εκτός από τα λειτουργικά του καθήκοντα, είχε αναλάβει και το έργο της φιλανθρωπίας. Μεριμνούσε καθημερινά και με ιδιαίτερο ζήλο και αγάπη, για τα παιδιά, τους γέροντες, του φτωχούς και τους αρρώστους.
Κατά την περίοδο της γερμανοϊταλικής κατοχής, σημαντική και πρωτευούσης σημασίας υπήρξε η προσφορά του σε όλο το ποίμνιό του και σε όλους τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Με την συμβολή των δικών του ενεργειών αφέθηκαν ελεύθερα πολλά παιδιά και νέοι που είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1947-1950) αναζήτησε τόπο άσκησης προσευχής και περισυλλογής .
Στην Ιερά Μονή Αγάθωνος επί ηγουμενίας του πατρός Γερμανού Δημάκου, βρήκε τον χώρο αυτόν που αναζητούσε. Το έτος 1955 εγκαταβιώνει εκεί στην Μονή όπου του ανατίθενται τόσο εσωτερικά διακονήματα όσο και δραστηριότητες για την εξυπηρέτηση πνευματικών και υλικών αναγκών των πιστών Χριστιανών της ευρύτερης περιοχής της Φθιώτιδας. Άξιο θαυμασμού είναι το γεγονός πως δύο φορές την εβδομάδα μετέβαινε στο νοσοκομείο της Λαμίας για να συμπαραστέκεται και να εξομολογεί τους νοσηλευομένους ασθενείς. Ταυτόχρονα το ίδιο ακριβώς έκανε γυρίζοντας από χωριό σε χωριό του νομού και της ευρύτερης ακόμα περιοχής.
Με τον τρόπο αυτό γνώριζε τις ανάγκες των συνανθρώπων του και ιδιαίτερα των φτωχών ανθρώπων που χρειάζονταν άμεση οικονομική ενίσχυση για να μπορέσουν να βιοποριστούν. Έτσι λοιπόν, μοίραζε σε αυτούς ένα μέρος των αγαθών που η αγάπη του κόσμου πρόσφερε, ενώ τα υπόλοιπα τα πήγαινε στο μοναστήρι για την συντήρηση των δεκάδων φτωχών μαθητών που φιλοξενούνταν στην Γεωργοτεχνική Σχολή η οποία λειτουργούσε στην Ιερά Μονή. Κατά την περίοδο της Σαρακοστής ιδιαίτερη ήταν η αποστολή του, που εκτός από την εξομολόγηση που έκανε στους ανθρώπους των εκεί χωριών, τελούσε το ίδιο Μυστήριο και στους μαθητές του εκκλησιαστικού εξατάξιου Γυμνασίου Λαμίας.
Η όλη αυτή πνευματική και φιλανθρωπική δράση και προσφορά του στον πάσχοντα συνάνθρωπο είναι που τον έκαναν σεβαστό και αγαπητό στο Χριστεπώνυμο ποίμνιο της Φθιώτιδας. Τον θεωρούσαν «καλό ποιμένα», που φροντίζει «υπέρ των προβάτων», που δεν ενδιαφέρεται για τα «του κόσμου», αλλά για την αθάνατη ψυχή και τη σωτηρία της. Η έλευση του Χριστού στον κόσμο πραγματοποιήθηκε για την ανόρθωση και την Σωτηρία των ανθρώπων. Οι άνθρωποι παρουσιάζονται «ως πρόβατα μή έχοντα ποιμένα», (Ματθ. 9,36 και Μαρκ. 6,34).Ο Χριστός είναι ο καλός Ποιμήν που αποστέλλεται για την Σωτηρία των χαμένων προβάτων του Ισραήλ, (Ματθ. 15,24 και Λουκ. 19,10).
Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, έχοντας ως μεγάλο του πρότυπο τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, έπραττε και ο Άγιος Βησσαρίων προσπαθώντας να γνωρίζει στους ανθρώπους τον Σωτήρα Χριστό προκειμένου να τον ακολουθήσουν και να γνωρίσουν την βασιλεία των Ουρανών. Στο φιλανθρωπικό του έργο ο Άγιος Βησσαρίων όσα χρήματα και υλικά αγαθά του εμπιστεύονταν οι Χριστιανοί τα μοίραζε στους έχοντας ανάγκη, μη γνωρίζοντας η δεξιά του τί ποιούσε η αριστερά του. Τήρησε τα του Ευαγγελίου στην κυριολεξία, το «επείνασα καί εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, καί εποτίσατέ με, ξένος ήμην, καί συνηγάγετέ με, γυμνός, καί περιεβάλετέ με, ησθένησα καί επισκέψασθέ με, έν φυλακή ήμην, καί ήλθετε πρός με». Πόσα και πόσους δε βοήθησε ιεροκρυφίως. Ακολουθούσε πιστά το « πάντα όσα έχεις πώλησον καί διάδος πτωχοίς, καί έξεις θησαυρόν έν ουρανώ» (Λουκ. 18,22). Ήταν ακούραστος εξομολόγος, νυχθημερόν εξομολογούσε επί σειρά ετών και κάτω από το πετραχήλι του ανέπαυε τα πνευματικά του τέκνα, «λύων τάς τών ανθρώπων αμαρτίας». Συμβούλευε, νουθετούσε, καθοδηγούσε ταπεινά το ποίμνιό του βάζοντας φάρμακο ελέους στις πονεμένες ψυχές των ανθρώπων «επιχέων έλαιον καί οίνον».
Ο λόγος του ασκούσε βαθιά επίδραση στις καρδιές των πιστών Χριστιανών. Εξέπεμπε ζέση και αύρα που ανέπαυε το πνεύμα εκείνων που τον άκουγαν να ομιλεί. Ο λόγος του ήταν λιτός, σαφής, σεμνός, απλός και κατανοητός, χωρίς στόμφο και διάθεση επιδείξεως. Η επιδίωξή του ήταν να οικοδομήσει τον λαό του Θεού και όχι να εντυπωσιάσει. Ο λόγος του επίσης ήταν πάντοτε εκκλησιαστικός, ξένος προς κάθε δημαγωγικό στοιχείο και τέχνασμα της ρητορικής. Αγαπούσε την προσευχή και εκτιμούσε βαθιά την αξία της και υπολόγιζε στην δύναμή της. Αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στην άσκησή της. Συνιστούσε ενθέρμως και στους άλλους ανθρώπους να προσεύχονται αδιαλείπτως. Ήταν ένας άνθρωπος της προσευχής, ακόμη και νύχτες ολόκληρες παρέμεινε άϋπνος, αφιερώνοντας όλες τις ώρες της νύχτας σε προσευχή. Πραγματοποιείτο στο πρόσωπό του αυτό που σημειώνει ο ιερός Λούκας για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, «Καί ήν διανυκτερεύων έν τή προσευχή τού Θεού».
Η πίστη του στην αξία της προσευχής και η αγάπη του γι’ αυτήν εκδηλωνόταν σε κάθε στιγμή της ζωής του και κυρίως με την απομόνωσή του στο κελί του. Όλα τα καθιστούσε αντικείμενο προσευχής . Η ώρα της λατρείας και ιδιαίτερα η τέλεση της Θείας Λειτουργίας ήταν προσωπική επικοινωνία – συνομιλία του γέροντος με τον Θεό. Ήταν ο χρόνος, ο τόπος και ο τρόπος που απεκάλυπταν την ιδιαίτερη σχέση του με το Μυστήριο των Μυστηρίων, που τον διέκρινε, και την πνευματικότητα από την οποία ενεφορείτο. Μνημόνευε στην πρόθεση έν αγάπη τους πάντες και τα πάντα, τους ασθενείς και τους ταλαιπωρημένους της ζωής. Ήταν ένας αληθινός λειτουργός του μυστηρίου της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο.
Εξέπεμπε μία ανεπιτήδευτη πνευματική αρχοντιά, στα λόγια, σε όλες τις αναστροφές και τις κινήσεις του. Σεμνός, ιεροπρεπής, μετρημένος σε όλα του, με ασκητικό πρόσωπο και σώμα, καθαρά ματιά και φωτεινό και διαπεραστικό βλέμμα. Προσηνής στην επικοινωνία του με τους άλλους ανθρώπους, γλυκός στους τρόπους, ταπεινός στον χαρακτήρα του, σταθερός στις αρχές του, αυστηρός στο ήθος του. Ενέπνεε σεβασμό και αγαλλίαση. Συγκέντρωνε γύρω του τα πνευματικά του παιδιά και τα οικοδομούσε πνευματικά με τον «άλατι ηρτυμένο» λόγο του. Ο γέροντας Βησσαρίων ήταν ένας ταπεινός άρχοντας ιερεύς του Θεού του Υψίστου, χωρίς εγωισμό, έπαρση, προσποίηση ή διάθεση επιδείξεως. Ώς λειτουργός ήταν απαράμιλλος αληθινός μυσταγωγός. Ακρίβεια, ιεροπρέπεια, σεμνότητα, προσοχή, προσήλωση και συναίσθηση ήταν τα εμφανή χαρακτηριστικά του γέροντα ως λειτουργού. Υπήρξε ακάματος εργάτης του Θεού Λόγου. Βαθύς γνώστης ο ίδιος της Αγίας Γραφής και ακούραστος μελετητής της πατερικής σοφίας, πίστευε στην δύναμη του εκκλησιαστικού κηρύγματος.
Το ποίμνιό του άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή κάθε φορά τα λεγόμενά του, τον εμπιστεύονταν και συμμορφώνονταν με τον λόγο του που κάθε φορά ήταν γλυκός και μπορούσε να κερδίσει ακόμη και τον πιο δύσκολο άνθρωπο. Το χαμογέλό του ήταν διαπεραστικό και ταυτόχρονα ενθαρρυντικό. Όλος ο κόσμος που τον γνώριζε τον συμπαραστεκόταν στις φιλανθρωπίες του και τον εμπιστεύονταν αληθινά. Αν και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του είχε καλή υγεία, καθώς περνούσαν τα χρόνια αρρώστησε κάποια στιγμή σοβαρά. Τότε κρίθηκε αναγκαία η μεταφορά και η νοσηλεία του στο Αθηναϊκό νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου και κατέληξε από πνευμονικό οίδημα. Το ημερολόγιο όπου κοιμήθηκε έδειχνε 22 Ιανουαρίου του έτους 1991. Ο Κύριος τον κάλεσε κοντά του «ίνα αναπαυθεί έκ τών κόπων αυτού» αιωνίως και έπειτα τον τίμησε με θαυμαστό τρόπο. Άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό επί της γης. Κέρδισε όμως η Εκκλησία «Έν Ουρανοίς» έναν μεσίτη και πρεσβευτή που θα διαβιβάζει στο εξής τα αιτήματα των πιστών στον θρόνο του Κυρίου.
Μετά την κοίμησή του, η σορός του μεταφέρθηκε με μεγάλη δυσκολία στο ορεινό μοναστήρι της μετανοίας του, επειδή εκείνες τις ημέρες πολύ χιόνι είχε καλύψει την περιοχή. Μέσα στο καθολικό της Ιεράς Μονής τοποθετήθηκε το φέρετρο του Αγίου και επί δύο ημέρες συμμοναστές και πολλοί λαϊκοί προσήλθαν για να δώσουν τον «τελευταίο ασπασμό». Με ευχάριστη έκπληξη διαπίστωναν ότι το πρόσωπό του είχε μία γλυκύτητα και ηρεμία, ενώ και το σκήνωμά του ευωδίαζε όπως συμβαίνει με τα λείψανα πολλών αγίων της Πίστεώς μας. Όταν ήρθε η στιγμή του ενταφιασμού, διαπιστώθηκε, εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών, ότι ήταν αδύνατον να γίνει η ταφή στο κοιμητήριο της Ιεράς Μονής. Αναγκάστηκαν τότε να τον ενταφιάσουν σε ένα από τα δωμάτια του Βαπτιστηρίου, που χρησιμοποιούνταν ως εξομολογητήρια. Σε αυτόν τον τάφο επί χρόνια πήγαιναν οι επισκέπτες της Μονής Αγάθωνος και προσκηνούσαν με ευλάβεια το σκήνωμά του.
Πολλοί από τους προσκυνητές ανέφεραν στον ηγούμενο και στους μοναχούς για θαυμαστές επεμβάσεις στην ζωή τους, για θεραπείες σωματικών ασθενειών, για λύση βιοτικών προβλημάτων κτλ, τις οποίες απέδιδαν στην μεσιτεία του γέροντος Βησσαρίωνος. Όλα αυτά τα θαυμαστά γεγονότα διαδίδονταν και είχαν γνωστοποιηθεί σε ευρύτερος κύκλους Χριστιανών. Στην συνέχεια, κατά την εκταφή του γέροντος Βησσαρίωνος που συνέβη στις 5 Μαρτίου του έτους 2006 ένα θαυμαστό γεγονός έγινε ταχύτατα γνωστό στα πέρατα της οικουμένης. Έκπληκτοι έμειναν ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγάθωνος π. Δαμασκηνός Ζαχαράκης, η συνοδεία του και χιλιάδες ανθρώπων που βρισκόταν εκείνη την ημέρα εκεί, όπου όταν είχαν βγει τα πρώτα τούβλα από τον τάφο του γέροντος Βησσαρίωνος κατά την διαδικασία της εκταφής, αντίκρυσαν άφθαρτο το φέρετρο του γέροντος. Τότε μία ευωδία απλώθηκε σε όλο τον χώρο.
Κατόπιν πιο συγκλονιστικό υπήρξε το γεγονός πως και το σάβανο του γέροντος ήταν άθικτο, με πιο συγκλονιστικό και συνάμα θαυμαστό γεγονός να ακολουθεί. Ευθύς αμέσως όλοι οι παρευρισκόμενοι παρατήρησαν με μεγάλο θαυμασμό πως και το σώμα του Γέροντα Βησσαρίωνα ήταν ολόκληρο, άφθαρτο και ευωδιάζον. Στην συνέχεια ο αείμνηστος μητροπολίτης Φθιώτιδος κ. Νικόλαος κάλεσε τον ιατροδικαστή κ. Παναγιώτη Γιαμαρέλλο στις 11 Μαρτίου του 2006 προκειμένου να εκφέρει την επιστημονική του γνώμη για το θαυμαστό αυτό γεγονός, όπου και ο ίδιος ο επιστήμονας έμεινε έκπληκτος από αυτό το συγκλονιστικό θαύμα που αντίκρυσε, να έχουν διατηρηθεί δηλαδή τα πάντα ανέπαφα, και το σκήνωμα του Αγίου Βησσαρίωνος του Αγαθωνίτου και τα ενδύματα και τα ιερά άμφια και τα υποδήματα και το φέρετρο, για πάνω από δεκαπέντε χρόνια όπου ήταν ενταφιασμένα, χωρίς να έχουν υποστεί το παραμικρό από την ακατανίκητη φθορά του χρόνου.
Η διαπίστωσή του ήταν πως είναι ένα παράδοξο και μοναδικό φαινόμενο το οποίο στην διάρκεια της πολυετούς εμπειρίας του με πάνω από πενήντα έτη γνώσεων και εμπειριών στην ιατροδικαστική δεν έχει ξανασυμβεί, το να διατηρούνται αναλοίωτα στην φθορά που επιφέρει ο χρόνος, ανθρώπινο σώμα (σκήνωμα) , ενδύματα, ιερά άμφια, υποδήματα και φέρετρο. Τα θαύματα αποτελούν παράθυρο προς μία άλλη πραγματικότητα, η οποία δεν υπόκειται στους φυσικούς νόμους και προσεγγίζεται μόνο μέσω της πίστης, «Έστι δέ πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ού βλεπομένων» (Εβρ. 11,1). Εάν το πείραμα αποτελεί για έναν επιστήμονα την επιβεβαίωση της επιστημονικής θεωρίας, το θαύμα αποτελεί για τον πιστό επιβεβαίωση της διδασκαλίας της Εκκλησίας, η οποία μας μιλάει για αυτή την υπερβατική και θαυμαστή πραγματικότητα.
Ο Άγιος βίος του γέροντος Βησσαρίωνος με την ευδιάκριτη ταπεινότητα όπως όλοι οι άνθρωποι που τον γνώριζαν το μαρτυρούσαν, σε συνδυασμό με την φιλανθρωπική και φιλεύσπλαχνη δράση του και τα θαυμαστά «σημεία» που ακολούθησαν οδήγησαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην απόφαση να συναριθμήσει τον όσιο Βησσαρίωνα τον Αγαθωνίτη στην χορεία των Αγίων. Υπό της προεδρίας του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στη συνεδρίαση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στις 14 Ιουνίου του έτους 2022 έλαβε χώρα η επίσημη αγιοκατάταξη του Γέροντος Βησσαρίωνος του Αγαθωνίτου, ορίζοντας και τη μνήμη αυτού η οποία είναι η ημέρα της κοιμήσεώς του στις 22 Ιανουαρίου. Ώς κρυμμένος θησαυρός υπήρξε ο Άγιος Βησσαρίωνας ο Αγαθωνίτης , ως ατίμητο διαμάντι που έλαμψε στο στερέωμα της τοπικής Εκκλησίας της Μητροπόλεως Φθιώτιδος και που το φως του, «φως Χριστού», εφώτισε «πάσαν την οικουμένην» με την ζωή, την απλότητα, την ταπείνωση, τους λόγους , την ευσέβεια, την φιλανθρωπία την φιλευσπλαχνία και την ανιδιοτέλειά του. Ο αξιοσέβαστος γέροντας Βησσαρίωνας με την μεγάλη καρδιά του αγαπούσε πολύ κάθε άνθρωπο, κάθε πονεμένη ψυχή, ιδιαίτερα τους πάσχοντες και τους ασθενείς.
Τους φτωχούς ανθρώπους βοηθώντας τους και απαλύνοντας τα προβλήματά τους, τους ενίσχυε και τους ενθάρρυνε να συνεχίσουν με τον καλύτερο τρόπο την βιωτή τους. Αυτός ο φτωχός σε χρήματα και υλικά αγαθά αλλά πλούσιος σε αισθήματα αγάπης και φιλανθρωπίας γέροντας υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματικός σε θέματα προσφοράς και φιλανθρωπίας καταφέρνοντας πάντα κάθε αποστολή να την βγάλει εις πέρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Το σκήνωμα του Οσίου Βησσαρίωνος βρίσκεται στην Ιερά Μονή Αγάθωνος της Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος, όπου αποτελεί πηγή ευλογίας και παρακλήσεως, τόσο για τα πνευματικά του τέκνα, όσο και για τους προσκυνητές της Ιεράς Μονής που προσέρχονται εκεί για να ζητήσουν την μεσιτεία του. Η αγάπη του Θεού, κατά το «όσοι γάρ πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί Θεού», (Ρωμ. 8,14),έστειλε τον Άγιο Βησσαρίωνα τον Αγαθωνίτη σε εμάς τους θνητούς για να μας καθοδηγήσει σε τέρμα αγαθό.
Αυτός ο ταπεινός εργάτης του Κυρίου με τα φιλάνθρωπα αισθήματα που το πάθος της προσφοράς του προς τον συνάνθρωπό του ήταν πάντα σε προτεραιότητα , αποτελεί φωτεινό παράδειγμα προσφοράς και ανιδιοτέλειας προς μίμηση σε κάθε εποχή!
Θαυμαστός ό Θεός έν τοίς αγίοις Αυτού!
Να έχουμε τις πρεσβείες του!