Προσβάσιμη σελίδα

«Καλέ μου Πατέρα, απομακρύνθηκα από Εσένα αλλά μη με εγκαταλείπεις»

Κυριακή του Ασώτου

( Ιδιόμελα, Ειρμοί του Κανόνος)

Εισαγωγικά

Η παραβολή του Ασώτου είναι τόσο σημαντική, ώστε κι αν έλειπε το Ευαγγέλιο θα μπορούσε να το αντικαταστήσει αυτή η παραβολή. Ας δούμε περιληπτικά αυτά τα σημαντικά μηνύματα που εκπέμπει:

  1. Η απερισκεψία και η επιπολαιότητα του Ασώτου να αφήσει τα πνευματικά αγαθά που απολάμβανε κοντά στον Πατέρα του και να στραφεί στα υλικά, με τα οποία νόμιζε ότι θα είναι ευτυχισμένος.

  2. Το ανικανοποίητο των υλικών απολαύσεων, διότι διαρκούν λίγο και κάποτε τελειώνουν.

  3. Η ρωμαλέα απόφαση της επιστροφής προς τον Πατέρα, αφού απογοητεύθηκε από τους καιροσκόπους φίλους του, οι οποίοι τον έφεραν σε απόλυτη ένδεια.

  4. Η μεγαλοδωρία του Πατέρα στο ότι δεν αρνήθηκε να δώσει στο Άσωτο το μισό της περιουσίας αλλά και η γενναιοδωρία του να τον δεχτεί τον γιο του στην αγκαλιά του ύστερα από όλες αυτές τις παρεκτροπές.

  5. Η αχαριστία του μεγαλύτερου αδελφού, ο οποίος ζήλεψε την υποδοχή που του έκανε ο Πατέρας του, τη στιγμή που αυτός ήταν πάντα στη δούλεψή του και τα απολάμβανε καθημερινά όλα.

Αυτά είναι λίγα από τα πολλά μηνύματα που παίρνει κανείς φέρνοντας στο νου του την παραβολή. Ο πατέρας συμβολικά είναι ο Θεός Πατέρας με την ανεξάντλητη αγάπη, που χαίρεται με την επιστροφή μας κοντά του. Ο μόσχος ο σιτευτός είναι ο Χριστός, που έγινε θύμα για να μας δίνει το ζωοποιό του αίμα και να είμαστε πνευματικά ζωντανοί. Η ξένη χώρα είναι ετούτος ο κόσμος, ο οποίος δίνει πρόσκαιρες χαρές, αν είμαστε μακριά από τον Θεό Πατέρα. Τέλος υπάρχει πάντα η δυνατότητα επανόρθωσης, η μετάνοια, που μπορεί να αποκαταστήσει την τάξη των πραγμάτων.

Η μετάνοια είναι η απαραίτητη αρετή στην προετοιμασία μας για το Μεγάλο δείπνο της Κρίσεως. Είναι δεύτερη αρετή την δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου μετά την πρώτη, την ταπείνωση, την πρώτη Κυριακή του Τριωδίου, για να ακολουθήσει η τρίτη Κυριακή, η Κυριακή της Κρίσεως. Έτσι προετοιμαζόμαστε για την μεγάλη περίοδο της Τεσσαρακοστής, όπου θα μπούμε στο στάδιο των αρετών. Ας δούμε τώρα πώς προβάλλει η εκκλησιαστική υμνογραφία αυτό το σωτήριο γεγονός.

ΕΝ Τῼ ΜΕΓΑΛῼ ΕΣΠΕΡΙΝῼ

Ἰδιόμελον, Τριῳδίου Ἦχος α’

Εἰς ἀναμάρτητον χώραν καὶ ζωηράν ἐπιστεύθην,

γεωσπορήσας τὴν ἁμαρτίαν, τῇ δρεπάνῃ ἐθέρισα,

τοὺς στάχυας τῆς ἀμελείας, καὶ δραγμάτων ἐστοίβασα,

πράξεών μου τὰς θημωνίας, ἃς καὶ κατέστρωσα

οὐχ ἅλωνι τῆς μετανοίας. Ἀλλ’ αἰτῶ σε,

τὸν προαιώνιον γεωργὸν ἡμῶν Θεόν,

τῷ ἀνέμῳ τῆς σῆς φιλευσπλαγχνίας ἀπολίκμισον

τὸ ἄχυρον τῶν ἔργων μου καὶ σιτάρχησον τῇ ψυχῇ μου τὴν ἄφεσιν,

εἰς τὴν οὐράνιόν σου συγκλείων με ἀποθήκην καὶ σῶσόν με.

Μετάφραση

Με εμπιστεύθηκες, Θεέ μου, να ζω σε μια αναμάρτητη

και γεμάτη ζωή χώρα, εγώ όμως έσπειρα την αμαρτία

και με το δρεπάνι μου θέρισα τα στάχυα της αμέλειας

και αυτά που μάζεψα με τα χέρια μου τα στοίβαξα

σαν θημωνιές κακών πράξεων, τις οποίες όμως

δεν έστρωσα στο αλώνι της μετάνοιας.

Γι’ αυτό ζητώ από σένα τον Θεό μου, τον προαιώνιο γεωργό:

Βγάλε λιχνίζοντας με τον άνεμο της φιλευσπλαχνίας σου

το άχυρο των έργων μου, δώσε στην ψυχή μου αντί για το σιτάρι

την άφεση, κλείσε την ψυχή μου στην ουράνια αποθήκη και σώσε με.

Ἰδιόμελον, Τριῳδίου Ἦχος α’

Ἐπιγνῶμεν ἀδελφοὶ τοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν·

τὸν γὰρ ἐκ τῆς ἁμαρτίας, πρὸς τὴν πατρικὴν ἑστίαν,

ἀναδραμόντα, Ἄσωτον Υἱὸν ὁ πανάγαθος Πατήρ,

προϋπαντήσας ἀσπάζεται, καὶ πάλιν τῆς οἰκείας δόξης,

χαρίζεται τὰ γνωρίσματα, καὶ μυστικὴν τοῖς ἄνω ἐπιτελεῖ ευφροσύνην, θύων τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ἵνα ἡμεῖς ἀξίως πολιτευσώμεθα,

τῷ τε θύσαντι φιλανθρώπῳ Πατρί, καὶ τῷ ἐνδόξῳ θύματι,

τῷ Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μετάφραση

Ας κατανοήσουμε αδελφοί την αξία αυτού του μυστηρίου.

Ο πανάγαθος Πατέρας τον άσωτο Υιό του, που γύριζε από την αμαρτία στην πατρική εστία, αφού βγήκε έξω, για να τον προϋπαντήσει,

τον ασπάζεται και του χαρίζει τα διακριτικά της δικής του δόξας

και επιτελεί μια μυστική για τον άνω κόσμο ευφροσύνη

θυσιάζοντας το μοσχάρι το καλοθρεμμένο, για να γίνουμε εμείς

άξιοι πολίτες για τον φιλάνθρωπο Πατέρα, που έκανε την θυσία,

και για το ένδοξο θύμα, τον Σωτήρα των ψυχών μας.

Ἰδιόμελον, Τριῳδίου Ἦχος β’

Ὢ πόσων ἀγαθῶν, ὁ ἄθλιος ἐμαυτὸν ἐστέρησα!

ὢ ποίας βασιλείας ἐξέπεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ!

τὸν πλοῦτον ἠνάλωσα, ὅν περ ἔλαβον, τὴν ἐντολὴν παρέβην.

Οἴμοι τάλαινα ψυχὴ! τῷ πυρὶ τῷ αἰωνίῳ λοιπὸν καταδικάζεσαι·

διὸ πρὸ τέλους βόησον Χριστῷ τῷ Θεῷ:

ως τὸν Ἄσωτον δέξαι με υἱόν, ὁ Θεός, καὶ ἐλέησόν με.

Μετάφραση

Ω! πόσα αγαθά στέρησα τον εαυτό μου, εγώ ο άθλιος!

Ω! από ποια βασιλεία ξέπεσα εγώ ο ταλαίπωρος!

Τον πλούτο της ψυχής, που παρέλαβα, τον ξόδεψα,

παράκουσα την εντολή. Αλίμονο, δυστυχισμένη ψυχή μου.

Καταδικάζεσαι στο εξής στο αιώνιο πυρ

γι’ αυτό πριν από το τέλος της ζωής σου φώναξε στον Χριστό Θεό:

Δέξε με, Θεέ μου, σαν τον άσωτο υιό και ελέησέ με.

Δόξα. Ἰδιόμελο Ἦχος πλ. β’

Τῆς πατρικῆς δωρεὰς διασκορπίσας τὸν πλοῦτον,

ἀλόγοις συνεβοσκόμην ὁ τάλας κτήνεσι,

καὶ τῆς αὐτῶν ὀρεγόμενος τροφῆς ἐλίμωττον μὴ χορταζόμενος,

ἀλλ’ ὑποστρέψας πρὸς τὸν εὔσπλαγχνον Πατέρα,

κραυγάζω σὺν δάκρυσι· Δέξαι με ὡς μίσθιον,

προσπίπτοντα τῇ φιλανθρωπίᾳ σου, καὶ σῶσόν με.

Μετάφραση

Αφού σκόρπισα τον πλούτο της πατρικής δωρεάς

έβοσκα ο δυστυχισμένος με τα άλογα κτήνη,

και ενώ είχα όρεξη να τρώω από την τροφή τους,

πεινούσα χωρίς να χορταίνω αλλά αφού επιστρέψω στον σπλαχνικό Πατέρα θα φωνάζω δυνατά και με δάκρυα:

Δέξε με σαν έναν μισθωτό σου εσύ, τον οποίο προσκυνώ

επιζητώντας την φιλανθρωπία σου, και σώσε με.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Ὁ Κανὼν τοῦ Τριῳδίου. Ποίημα τοῦ κυρίου Ἰωσήφ.

Κανών α’, ᾨδὴ α’ Ἦχος β’ Τὴν Μωσέως ᾠδὴν
Ἰησοῦ ὁ Θεός, μετανοοῦντα δέξαι νῦν κἀμέ, ὡς τὸν Ἄσωτον Υἱόν, πάντα τὸν βίον ἐν ἀμελείᾳ ζήσαντα καὶ σὲ παροργίσαντα.

Μετάφραση

Ιησού, εσύ που είσαι ο Θεός μου, δέξου τώρα και μένα που μετανόησα

όπως τον Άσωτο Υιό, εμένα που σε όλη μου την ζωή έδειχνα αμέλεια

και προκάλεσα την οργή σου.

Κανών α’, ᾨδὴ γ’, Τριῳδίου
Ἦχος β’ Στειρωθέντα μου τὸν νοῦν 
Ἔξω ὅλος ἐμαυτοῦ γεγονὼς φρενοβλαβῶς προσεκολλήθην,

τοῖς παθῶν ἐφευρέταις ἀλλὰ δέξαι με Χριστέ, ὥσπερ τὸν Ἄσωτον.

Μετάφραση

Αφού βγήκα εντελώς έξω από τον εαυτό μου, προσκολλήθηκα σαν τρελός στους εφευρέτες των παθών αλλά δέξου με Χριστέ μου, όπως τον Άσωτο.

Κανών α’, ᾨδὴ δ’, Ἦχος β’ Τὴν ἐκ Παρθένου σου γέννησιν 

Πλοῦτον καλῶν ὅν μοι δέδωκας, ἐπουράνιε Πάτερ, διεσκόρπισα κακῶς, ξένοις πολίταις δουλούμενος· διὸ βοῶ σοι· Ἥμαρτόν σοι δέξαι με, ὡς τὸν Ἄσωτον πάλαι, ὑφαπλώσας, τὰς ἀγκάλας μοι τὰς σάς.

Μετάφραση

Τον πλούτο των καλών που μου έδωσες, επουράνιε, Πάτερ, τον σκόρπισα κακήν κακώς υποδουλώνοντας τον εαυτό μου σε ξένους πολίτες, γι’ αυτό και φωνάζω δυνατά: «Αμάρτησα, δέξου με όπως παλιά τον Άσωτο, αφού απλώσεις την πατρική σου αγκαλιά».

Κανών α’, ᾨδὴ ε’, Ἦχος β’ Τῆς νυκτὸς διελθούσης
Ἐδουλώθην πολίταις, ξένοις καὶ εἰς χώραν φθοροποιὸν ἀπεδήμησα,

καὶ ἐπλήσθην αἰσχύνης, νῦν δὲ ἐπιστρέφων, κράζω σοι· Οἰκτίρμον

τό «Ἥμαρτον».

Μετάφραση

Έγινα δούλος σε ξένους πολίτες και αναχώρησα για μια χώρα αμαρτωλή

Και γέμισα με ντροπή, τώρα όμως επιστρέφω και σου φωνάζω δυνατά το «ήμαρτον».

Κανών α’, ᾨδὴ ς’, Ἦχος β’ Βυθῷ ἁμαρτημάτων 

Βυθὸς ἁμαρτημάτων συνέχει με ἀεί

καὶ τρικυμία πταισμάτων βυθίζει με

κυβέρνησον πρὸς λιμένα με ζωῆς Χριστὲ ὁ Θεός,

καὶ σῶσόν με Βασιλεῦ τῆς δόξης.

Μετάφραση

Με κατέχει ένας μεγάλος βυθός αμαρτημάτων

και βυθίζει μια τρικυμία πταισμάτων.

Γίνε κυβερνήτης μου και οδήγησέ με σε λιμάνι ζωής

Χριστέ και Θεέ μου, και σώσε με βασιλιά της δόξας.


Κανών α’, ᾨδὴ ζ’, Ἦχος β’ Τὰ Χερουβὶμ μιμούμενοι 

Ταῖς ἡδοναῖς τοῦ σώματος, ὑπέκυψα παναθλίως,

καὶ ἐδουλώθην ὅλως τοῖς τῶν παθῶν ἐφευρεταῖς,

καὶ ξένος ἐγενόμην ἀπὸ σοῦ φιλάνθρωπε,

νῡν δὲ κράζω, τὴν τοῦ Ἀσώτου φωνὴν·

Ἡμάρτηκα, Χριστέ, μή με ὑπερίδῃς, ὡς μόνος ἐλεήμων.

Μετάφραση

Υπέκυψα με άθλιο τρόπο στις ηδονές του σώματος

Και έγινα δούλος σε αυτούς που εφευρίσκουν τα πάθη

Και αποξενώθηκα από εσένα φιλάνθρωπε.

Τώρα όμως σε φωνάζω δυνατά με την φωνή του Ασώτου

«Αμάρτησα, Χριστέ μου, μη με περιφρονήσεις,

γιατί εσύ είσαι ο μόνος ελεήμων».

Κανών α’, ᾨδὴ η’, Ἦχος β’ Τὸν ἐν τῇ βάτῳ

Ὁ καταβὰς ἐπὶ γῆς εἰς τὸ σῶσαι τὸν κόσμον

ἑκουσίῳ πτωχείᾳ διὰ ἔλεος πολύ

πτωχεύσαντά με πάσης νῡν ἀγαθοεργίας,

ὡς ἐλεήμων σῶσον.

Μετάφραση

Εσύ που κατέβηκες στον κόσμο και έγινες με την θέλησή σου φτωχός

για να σώσεις τον κόσμο εξαιτίας της μεγάλη σου ευσπλαχνίας,

εμένα που έγινα πτωχός από κάθε αγαθοεργία σώσε με

ως ελεήμων που είσαι.

Κανών α’, ᾨδὴ θ’ Ἦχος β’ Τῶν γηγενῶν τίς ἤκουσε 

Ἴδε, Χριστέ, τὴν θλῖψιν τῆς καρδίας, ἴδε μου τὴν ἐπιστροφήν,

ἴδε τὰ δάκρυα Σῶτερ, καὶ μὴ παρίδῃς με,

ἀλλ’ ἐναγκάλισαι πάλιν δι’ εὐσπλαγχνίαν, πληθύϊ σῳζομένων συναριθμῶν ὅπως ὑμνῶ εὐχαρίστως τὰ ἐλέη σου.

Μετάφραση

Δες, Χριστέ μου, τη θλίψη της καρδιάς μου, δες την επιστροφή μου,

δες τα δάκρυα μου, Σωτήρα μου, και μη με περιφρονήσεις

αλλά αγκάλιασέ με και πάλι από ευσπλαχνία

και υπολόγισέ κι εμένα με το πλήθος των σωζομένων,

για να δοξολογώ έτσι με όλη μου την καρδιά τα ελέη σου.

Κάθισμα τοῦ Τριῳδίου Ἦχος α’ Τὸν τάφον σου Σωτὴρ

Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον,

ἀσώτως τὸν ἐμόν, κατηνάλωσα βίον,

εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον, ἀφορῶν τῶν οἰκτιρμῶν σου Σωτήρ,

Νῦν πτωχεύουσαν, μὴ ὑπερίδῃς καρδίαν·

σοὶ γὰρ Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω.

Ἥμαρτον Κύριε εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.  

Μετάφραση

Σπεύσε να μου ανοίξεις την πατρική αγκαλιά,

κατανάλωσα όλη μου την ζωή ζώντας άσωτα,

όμως βλέποντας καθαρά τον πλούτο των οικτιρμών σου,

Σωτήρα μου, την φτωχή μου την καρδιά μην περιφρονήσεις .

Εσένα Κύριε με κατάνυξη φωνάζω δυνατά:

«Αμάρτησα, Κύριε στον ουρανό και ενώπιόν Σου».

Ἐξαποστειλάριον, Ἦχος β’ Γυναῖκες ἀκουτίσθητε

 Ἐσκόρπισα τὸν πλοῦτόν σου, ἐκδαπανήσας Κύριε,

καὶ πονηροῖς δαιμονίοις καθυπετάγην ὁ τάλας·

ἀλλὰ Σωτὴρ πανεύσπλαγχνε τὸν Ἄσωτον οἰκτείρησον,

καὶ ῥυπωθέντα κάθαρον, τὴν πρώτην ἀποδιδούς μοι,

στολὴν τῆς σῆς βασιλείας.
Μετάφραση

Σκόρπισα και ξόδεψα τον πλούτο σου, Κύριε,

και υποτάχτηκα σε πονηρά δαιμόνια ο δυστυχής

αλλά, Σωτήρα μου πολυεύσπλαχνε, λυπήσου με τον άσωτο,

εμένα που λερώθηκα καθάρισέ με

και δώσε μου πίσω την πρώτη στολή της βασιλείας σου.

Δόξα… Τριῳδίου Ἦχος πλ. β’

Πάτερ ἀγαθέ, ἐμακρύνθην ἀπὸ σοῦ μὴ ἐγκαταλίπῃς με,

μηδὲ ἀχρεῖον δείξῃς τῆς βασιλείας σου·

ὁ ἐχθρὸς ὁ παμπόνηρος ἐγύμνωσέ με, καὶ ᾖρέ μου τὸν πλοῦτον·

τῆς ψυχῆς τὰ χαρίσματα ἀσώτως διεσκόρπισα,

ἀναστὰς οὖν ἐπιστρέψας πρὸς σὲ ἐκβοῶ·

«Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου,

ὁ δι’ ἐμὲ ἐν Σταυρῷ τὰς ἀχράντους σου χεῖρας ἁπλώσας,

ἵνα τοῦ δεινοῦ θηρὸς ἀφαρπάσῃς με,

καὶ τὴν πρώτην καταστολὴν ἐπενδύσῃς με, ὡς μόνος πολυέλεος».

Μετάφραση

Καλέ μου Πατέρα, απομακρύνθηκα από Εσένα αλλά μη με εγκαταλείπεις

ούτε να με κάνεις ανάξιο της βασιλείας σου.

Ο εχθρός ο παμπόνηρος, με γύμνωσε και μου πήρε όλον τον πλούτο.

Σκόρπισα τα χαρίσματα της ψυχής μου με άσωτο τρόπο

Όμως θα σηκωθώ και θα επιστρέψω, για να σε φωνάξω δυνατά:

«Κάνε με σαν έναν υπηρέτη σου, Εσύ που για εμένα

άπλωσες τα άχραντα χέρια σου πάνω στον Σταυρό,

για να με αρπάξεις από τα δόντια του φοβερού θηρίου

και να με ξαναντύσεις με την πρώτη μου στολή,

γιατί είσαι ο μόνος πολυέλεος.

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Ιδιόμελα Αίνων Κυριακής του Ασώτου (Πρωτοψ. Δημήτριος Γαλάνης)
Κυριακή του Ασώτου (Μετάφραση του Κανόνος)
«Πάτερ αγαθέ»: μέλος και ερμηνεία από τον Θρ. Στανίτσα
Μουσικές Φυλλάδες Κυριακής του Ασώτου (17/2/2025)
Μουσικολογία και Μουσική Βιβλιοθηκονομία