Προσβάσιμη σελίδα

Κυριακή του Ασώτου (Μετάφραση του Κανόνος)

Εισαγωγικά

Ο Κανόνας έχει ένα προσωπικό ύφος. Αυτά που έπαθε ο Άσωτος γίνονται αφορμή να προβληματιστεί ο Υμνογράφος και να εφιστήσει την προσοχή μας, για να μην πάθουμε τα ίδια.

Τα σημεία τα οποία στέκεται ο υμνογράφος και τα τονίζει συχνά είναι:

  1. Εσκόρπισα θεῖον πλοῦτον ἀσώτως ζήσας, ἐμακρύνθην ἀπὸ σοῦ.

  2. Φρενοβλαβῶς προσεκολλήθην τοῖς παθῶν ἐφευρέταις

  3. Τὰς ἀγκάλας σου Χριστέ, ὑφαπλώσας συμπαθῶς ὑπόδειξαί με,

  4. Ἥμαρτόν σοι δέξαι με, ὡς τὸν Ἄσωτον

  5. Πάσης αἰσχύνης πεπλήρωμαι, μὴ τολμῶν ἀτενίσαι

  6. Ταῖς ἡδοναῖς τοῦ σώματος, ὑπέκυψα παναθλίως,

καὶ ἐδουλώθην ὅλως τοῖς τῶν παθῶν ἐφευρεταῖς,

  1. Εκουσίῳ πτωχείᾳ διὰ ἔλεος πολύ πτωχεύσαντά με πάσης νῡν ἀγαθοεργίας, ὡς ἐλεήμων σῶσον.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Ὁ Κανὼν τοῦ Τριῳδίου. Ποίημα τοῦ κυρίου Ἰωσήφ.

Κανών α’, ᾨδὴ α’ Ἦχος β’ Τὴν Μωσέως ᾠδὴν
Ἰησοῦ ὁ Θεός, μετανοοῦντα δέξαι νῦν κἀμέ, ὡς τὸν Ἄσωτον Υἱόν, πάντα τὸν βίον ἐν ἀμελείᾳ ζήσαντα καὶ σὲ παροργίσαντα.

Μετάφραση

Ιησού, εσύ που είσαι ο Θεός μου, δέξου τώρα και μένα που μετανόησα

όπως τον Άσωτο Υιό, εμένα που σε όλη μου την ζωή έδειχνα αμέλεια

και προκάλεσα την οργή σου.

Ὅν μοι δέδωκας πρίν, κακῶς ἐσκόρπισα θεῖον πλοῦτον,

ἐμακρύνθην ἀπὸ σοῦ, ἀσώτως ζήσας, εὔσπλαγχνε Πάτερ.

Δέξαι οὖν κἀμὲ ἐπιστρέφοντα.

Μετάφραση

Τον θείο πλούτο που μου έδωσες πριν, τον σκόρπισα κακήν κακώς.

Απομακρύνθηκα από Εσένα και έζησα άσωτα, σπλαχνικέ μου Πατέρα.

Τώρα όμως που επιστρέφω δέξου με.

Τὰς ἀγκάλας νυνί, τὰς πατρικὰς προσεφαπλώσας δέξαι, Κύριε, κᾀμέ, ὥσπερ τὸν Ἄσωτον, πανοικτίρμον, ὅπως εὐχαρίστως δοξάζω σε.
Μετάφραση

Άπλωσε τώρα την πατρική σου αγκαλιά και δέξου και εμένα,

όπως τον Άσωτο, πανεύσπλαχνε Κύριε, για να σε δοξολογώ

με όλη μου την καρδιά.

Κανών α’, ᾨδὴ γ’, Τριῳδίου
Ἦχος β’ Στειρωθέντα μου τὸν νοῦν 
Ἔξω ὅλος ἐμαυτοῦ γεγονὼς φρενοβλαβῶς προσεκολλήθην,

τοῖς παθῶν ἐφευρέταις ἀλλὰ δέξαι με Χριστέ, ὥσπερ τὸν Ἄσωτον.

Μετάφραση

Αφού βγήκα εντελώς έξω από τον εαυτό μου, προσκολλήθηκα σαν τρελός στους εφευρέτες των παθών αλλά δέξου με Χριστέ μου, όπως τον Άσωτο.

Τοῦ Ἀσώτου τὴν φωνήν, ἐκμιμούμενος βοῶ· Ἥμαρτον Πάτερ, ὡς ἐκεῖνον οὖν κᾀμέ, ἐναγκάλισαι νυνί, καὶ μὴ ἀπώσῃ με.

Μετάφραση

Μιμούμενος την φωνή του Ασώτου φωνάζω δυνατά: «Αμάρτησα,

Πατέρα μου, αλλά, όπως εκείνον έτσι και μένα, αγκάλιασέ με τώρα

και μη με διώξεις».

Τὰς ἀγκάλας σου Χριστέ, ὑφαπλώσας συμπαθῶς ὑπόδειξαί με,

ἀπὸ χώρας μακρᾶς ἁμαρτίας καὶ παθῶν ἐπαναστρέφοντα.

Μετάφραση

Άπλωσε την αγκαλιά σου, Χριστέ μου, με κάθε συμπάθεια και

υποδέξου εμένα που επιστρέφω από την μακρινή χώρα της αμαρτίας

και των παθών.

Κανών α’, ᾨδὴ δ’, Ἦχος β’ Τὴν ἐκ Παρθένου σου γέννησιν 

Πλοῦτον καλῶν ὅν μοι δέδωκας, ἐπουράνιε Πάτερ, διεσκόρπισα κακῶς, ξένοις πολίταις δουλούμενος· διὸ βοῶ σοι· Ἥμαρτόν σοι δέξαι με, ὡς τὸν Ἄσωτον πάλαι, ὑφαπλώσας, τὰς ἀγκάλας μοι τὰς σάς.

Μετάφραση

Τον πλούτο των καλών που μου έδωσες, επουράνιε, Πάτερ, τον σκόρπισα κακήν κακώς υποδουλώνοντας τον εαυτό μου σε ξένους πολίτες, γι’ αυτό και φωνάζω δυνατά: «Αμάρτησα, δέξου με όπως παλιά τον Άσωτο, αφού απλώσεις την πατρική σου αγκαλιά».

Πάσῃ κακίᾳ δεδούλωμαι, ὑποκύψας ἀθλίως τοῖς παθῶν δημιουργοῖς

καὶ ἐμαυτοῦ ἔξω γέγονα, ἀπροσεξίᾳ· οἴκτειρόν με Σῶτερ,

ἐπουράνιε Πάτερ, προσφυγόντα τοῖς πολλοῖς σου οἰκτιρμοῖς.

Μετάφραση

Έγινα δούλος κάθε κακίας, υπέκυψα με άθλιο τρόπο

σε αυτούς που δημιουργούν τα πάθη

και βγήκα εκτός εαυτού από απροσεξία.

Λυπήσου με, Σωτήρα μου, επουράνιε Πάτερ,

εμένα που προσφεύγω στους πολλούς σου οικτιρμούς.

Πάσης αἰσχύνης πεπλήρωμαι, μὴ τολμῶν ἀτενίσαι

εἰς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ· καὶ γὰρ ἀλόγως ὑπέκυψα τῇ ἁμαρτίᾳ,

νῦν δὲ ἐπιστρέφων, ἐκβοῶ κατανύξει·

Ἥμαρτόν σοι, δέξαι με, Παμβασιλεῦ.

Μετάφραση

Είμαι γεμάτος από κάθε ντροπή και δεν τολμώ να υψώσω

τα μάτια μου στον ουρανό, γιατί απερίσκεπτα υπέκυψα στην αμαρτία.

Τώρα όμως επιστρέφοντας σε φωνάζω δυνατά με κατάνυξη:

«Αμάρτησα μεγάλε μου Βασιλιά, και δέξου με».


Κανών α’, ᾨδὴ ε’, Ἦχος β’ Τῆς νυκτὸς διελθούσης

 Ἐδουλώθην πολίταις, ξένοις καὶ εἰς χώραν φθοροποιὸν ἀπεδήμησα,

καὶ ἐπλήσθην αἰσχύνης, νῦν δὲ ἐπιστρέφων, κράζω σοι· Οἰκτίρμον

τό «Ἥμαρτον».

Μετάφραση

Έγινα δούλος σε ξένους πολίτες και αναχώρησα για μια χώρα αμαρτωλή

Και γέμισα με ντροπή, τώρα όμως επιστρέφω και σου φωνάζω δυνατά το «ήμαρτον».

Τὰ πατρῷά σου σπλάγχνα, νῦν ὑπάνοιξόν μοι,

ἀπὸ τῶν κακῶν ἐπιστρέφοντα, ἐπουράνιε Πάτερ,

καὶ μή με ἀπώσῃ, ἔχων ὑπερβάλλον τὸ ἔλεος.

Μετάφραση

Τα πατρικά σου σπλάχνα τώρα άνοιξέ τα για μένα.

Επιστρέφω από τον κακό δρόμο, επουράνιε Πάτερ,

Και μη με διώξεις εσύ που έχεις υπερβολικό έλεος.

Οὐ τολμῶ ἀτενίσαι ἄνω εἰς τὸ ὕψος,

ἄμετρα Χριστὲ παροργίσας σε

ἀλλ’ εἰδώς σου Οἰκτίρμον τὸ εὔσπλαγχνον

κράζω: Ἥμαρτον, ἱλάσθητι, σῶσόν με.

Μετάφραση

Δεν τολμώ να σηκώσω ψηλά τα μάτια μου.

Σε εξόργισα, Χριστέ μου, υπέρμετρα.

Αλλά γνωρίζω, Οικτίρμον, την ευσπλαχνία σου

και σου φωνάζω δυνατά:

«Αμάρτησα, σπλαχνίσου με και σώσε με».

 

Κανών α’, ᾨδὴ ς’, Ἦχος β’ Βυθῷ ἁμαρτημάτων 

Βυθὸς ἁμαρτημάτων συνέχει με ἀεί

καὶ τρικυμία πταισμάτων βυθίζει με

κυβέρνησον πρὸς λιμένα με ζωῆς Χριστὲ ὁ Θεός,

καὶ σῶσόν με Βασιλεῦ τῆς δόξης.

Μετάφραση

Με κατέχει ένας μεγάλος βυθός αμαρτημάτων

και βυθίζει μια τρικυμία πταισμάτων.

Γίνε κυβερνήτης μου και οδήγησέ με σε λιμάνι ζωής

Χριστέ και Θεέ μου, και σώσε με βασιλιά της δόξας.

Τὸν πλοῦτον τὸν πατρῷον, ἐσκόρπισα δεινῶς,

καὶ πενητεύσας, αἰσχύνης πεπλήρωμαι,

δουλούμενος τοῖς ἀκάρποις λογισμοῖς·

διό σοι βοῶ φιλάνθρωπε· Οἴκτειρόν με, σῶσον.

Μετάφραση

Τον πατρικό μου πλούτο τον σκόρπισα με φοβερό τρόπο,

έγινα φτωχός και γέμισα από ντροπή,

αφού έγινα δούλος στους άκαρπους λογισμούς,

Γι’ αυτό σε φωνάζω δυνατά, φιλάνθρωπε:

«Λυπήσου με και σώσε με»

Λιμῷ καταφθαρέντα, παντοίων ἀγαθῶν

καὶ ξενωθέντα ἐκ σοῦ Ὑπεράγαθε, οἰκτείρησον,

ἐπιστρέφοντά με νῦν, καὶ σῶσον Χριστέ,

ὑμνοῦντά σου τὴν φιλανθρωπίαν.

Μετάφραση

Εμένα που με κατέφαγε η πείνα για κάθε αγαθό

και απομακρύνθηκα από Εσένα, Υπεράγαθε,

λυπήσου με καθώς επιστρέφω τώρα και σώσε με,

Σωτήρα μου, καθώς σε υμνώ την φιλανθρωπία σου.

Κανών α’, ᾨδὴ ζ’, Ἦχος β’

Τὰ Χερουβὶμ μιμούμενοι 

Ταῖς ἡδοναῖς τοῦ σώματος, ὑπέκυψα παναθλίως,

καὶ ἐδουλώθην ὅλως τοῖς τῶν παθῶν ἐφευρεταῖς,

καὶ ξένος ἐγενόμην ἀπὸ σοῦ φιλάνθρωπε,

νῡν δὲ κράζω, τὴν τοῦ Ἀσώτου φωνὴν·

Ἡμάρτηκα, Χριστέ, μή με ὑπερίδῃς, ὡς μόνος ἐλεήμων.

Μετάφραση

Υπέκυψα με άθλιο τρόπο στις ηδονές του σώματος

Και έγινα δούλος σε αυτούς που εφευρίσκουν τα πάθη

Και αποξενώθηκα από εσένα φιλάνθρωπε.

Τώρα όμως σε φωνάζω δυνατά με την φωνή του Ασώτου

«Αμάρτησα, Χριστέ μου, μη με περιφρονήσεις,

γιατί εσύ είσαι ο μόνος ελεήμων».

Ἀναβοῶ τὸ Ἥμαρτον, μηδόλως ἐνατενίσαι, ἀποτολμῶν

εἰς ὕψος τοῦ οὐρανοῦ Παμβασιλεῦ· ὅτι ἐν ἀφροσύνῃ,

μόνος σε παρώργισα, ἀθετήσας τὰ σὰ προστάγματα·

διὸ ὡς μόνος ἀγαθός, μή με ἀπορρίψῃς ἀπὸ τοῦ σοῦ προσώπου.

Μετάφραση

Φωνάζω δυνατά το «ήμαρτον» χωρίς να τολμώ να υψώσω τα μάτια μου στον ουρανό, Βασιλιά των όλων, γιατί από παραφροσύνη μόνος μου

σε εξόργισα, παρακούοντας τα προστάγματά σου, γι’ αυτό κι εσύ που είσαι ο μόνος αγαθός, μη με απορρίψεις και γυρίσεις αλλού το πρόσωπό σου.

Τῶν Ἀποστόλων Κύριε, καὶ Προφητῶν καὶ Ὁσίων,

καὶ τῶν σεπτῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Δικαίων προσευχαῖς

συγχώρησόν μοι πάντα, ἅπερ ἐπλημμέλησα,

παροργίσας Χριστέ, τὴν ἀγαθότητά σου,

ὅπως ὑμνολογῶ σε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Μετάφραση

Με τις προσευχές των Αποστόλων, Κύριε, των Προφητών,

των Οσίων και των σεπτών μαρτύρων και των Δικαίων

συγχώρα μου όλα τα σφάλματα, όσα σου έκανα

εξοργίζοντας, Χριστέ, την αγαθότητά σου,

για να σε δοξολογώ σε όλους τους αιώνες.


Κανών α’, ᾨδὴ η’, Ἦχος β’ Τὸν ἐν τῇ βάτῳ 

Ὁ καταβὰς ἐπὶ γῆς εἰς τὸ σῶσαι τὸν κόσμον

ἑκουσίῳ πτωχείᾳ διὰ ἔλεος πολύ

πτωχεύσαντά με πάσης νῡν ἀγαθοεργίας,

ὡς ἐλεήμων σῶσον.

Μετάφραση

Εσύ που κατέβηκες στον κόσμο και έγινες με την θέλησή σου φτωχός

για να σώσεις τον κόσμο εξαιτίας της μεγάλη σου ευσπλαχνίας,

εμένα που έγινα πτωχός από κάθε αγαθοεργία σώσε με

ως ελεήμων που είσαι.

Ἀπὸ τῶν σῶν ἐντολῶν μακρυνθεὶς ἐδουλώθην,

παναθλίως τῷ πλάνῳ, ἐπιστρέφοντα δὲ νῦν,

τὸν Ἄσωτον ὡς πάλαι, προσπίπτοντά σοι δέξαι,

ἐπουράνιε Πάτερ.

Μετάφραση

Απομακρύνθηκα από τις εντολές σου και έγινα δούλος

με πανάθλιο τρόπο στον πλάνο, όμως τώρα που επιστρέφω

δέξου με καθώς προσπέφτω σε σένα, επουράνιε Πάτερ,

όπως παλιά τον Άσωτο.

Φθοροποιοῖς λογισμοῖς ὑπαχθεὶς ἠμαυρώθην

καὶ ἐκ σοῦ ἐμακρύνθην, ὅλως ἔξω ἐμαυτοῦ, γενόμενος

Οἰκτίρμον· διὸ ἐν μετανοίᾳ προσπίπτοντά σοι σῶσον.

Μετάφραση

Σε καταστροφικές σκέψεις υποκύπτοντας έκανα μαύρη την ζωή μου

και απομακρύνθηκα από Εσένα και έγινα ολοκληρωτικά εκτός εαυτού,

Οικτίρμων, γι’ αυτό, επειδή σε προσπίπτω με μετάνοια, σώσε με.


Κανών α’, ᾨδὴ θ’ Ἦχος β’ Τῶν γηγενῶν τίς ἤκουσε 

Ἴδε, Χριστέ, τὴν θλῖψιν τῆς καρδίας, ἴδε μου τὴν ἐπιστροφήν,

ἴδε τὰ δάκρυα Σῶτερ, καὶ μὴ παρίδῃς με,

ἀλλ’ ἐναγκάλισαι πάλιν δι’ εὐσπλαγχνίαν, πληθύϊ σῳζομένων συναριθμῶν ὅπως ὑμνῶ εὐχαρίστως τὰ ἐλέη σου.

Μετάφραση

Δες, Χριστέ μου, τη θλίψη της καρδιάς μου, δες την επιστροφή μου,

δες τα δάκρυα μου, Σωτήρα μου, και μη με περιφρονήσεις

αλλά αγκάλιασέ με και πάλι από ευσπλαχνία

και υπολόγισέ κι εμένα με το πλήθος των σωζομένων,

για να δοξολογώ έτσι με όλη μου την καρδιά τα ελέη σου.

Ὡς ὁ λῃστὴς βοῶ τὸ Μνήσθητί μου,

ὡς ὁ Τελώνης κατηφὴς τύπτω τὸ στῆθος

καὶ κράζω, νῡν τό, ἱλάσθητι ὥσπερ τὸν Ἄσωτον ῥῦσαί με

πανοικτίρμον, ἐκ πάντων τῶν κακῶν μου Παμβασιλεῦ,

ὅπως ὑμνῶ σου τὴν ἄκραν συγκατάβασιν.

Μετάφραση

Σαν τον ληστή σε φωνάζω δυνατά το «Μνήσθητί» μου,

σαν τον Τελώνη με κατήφεια χτυπώ το στήθος μου

και φωνάζω δυνατά τώρα το «Λυπήσου με, Βασιλιά των όλων,

και γλίτωσέ με από όλες τις συμφορές, όπως τον Άσωτο,

Πανεύσπλαχνε Κύριε, για να υμνολογώ την απέραντη συγκατάβασή του».

Στέναξον νῦν, ψυχή μου, παναθλία, καὶ ἀναβόησον Χριστῷ·

Ὁ δι’ ἐμὲ ἑκουσίως πτωχεύσας Κύριε,

πτωχεύσαντά με ἐκ πάσης ἀγαθοεργίας καλῶν περιουσίᾳ,

ὡς ἀγαθός καὶ πολύελεος, μόνος καταπλούτισον.

Μετάφραση

Στέναξε ψυχή μου πανάθλια και ξαναφώναξε στον Χριστό:

Εσύ που πτώχευσες για μένα με την θέλησή σου, Κύριε,

εμένα που πτώχευσα από κάθε καλοσύνη καταπλούτισέ με

με την περιουσία των καλών πράξεων, γιατί είσαι

ο μόνος αγαθός και πολυεύσπλαχνος.

Ἥν περ ποτέ, εἰργάσω εὐφροσύνην,

τῇ τοῦ, Ἀσώτου Ἀγαθέ, ἐπιστροφῇ ἑκουσίῳ·

ταύτην νῡν ποίησον καὶ ἐπ’ ἐμοὶ τῷ ἀθλίῳ

προσεφαπλῶν μοι, τὰς σὰς σεπτὰς ἀγκάλας

ἵνα σωθεὶς ὑμνολογῶ σου τὴν ἄκραν συγκατάβασιν.

Μετάφραση

Αν κάποτε έδειξες μεγάλη χαρά με την εκούσια επιστροφή του Ασώτου,

κάνε τώρα να δοκιμάσεις και με μένα τον άθλιο την ίδια χαρά

απλώνοντάς πάνω μου την σεβάσμια αγκαλιά σου,

για να σωθώ και να υμνολογώ την απόλυτη συγκατάβασή σου.

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Λόγος και Μέλος: Μαθήματα Γ. Δ. Φιρφιρή (Γ΄)
Κάθε υψηλόφρονας όμως έχει φοβερή πτώση από το ύψος των αρετών (Κανών Τελώνου και Φαρισαίου)
Λόγος και Μέλος: Μαθήματα Γ. Δ. Φιρφιρή (Β΄)
Λόγος και Μέλος: Κυριακή του Ασώτου
Ιδιόμελα Αίνων Κυριακής του Ασώτου (Πρωτοψ. Δημήτριος Γαλάνης)