Μόνο η καλοσύνη μπορεί να νικήση την κακία
15 Φεβρουαρίου 2025
Αββάς Ποιμήν. Σχέδιο Ράλλη Κοψίδη από Μεγάλο Συναξαριστή της Ορθόδοξου Εκκλησίας).
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Με την κακία δεν μπορείς να διώξης την κακία λέγει ο Όσιος Ποιμήν. Αν λοιπόν σου κάνη κανένα κακό ο αδελφός σου, προσπάθησε συ να του το ανταποδώσης με καλό. Μόνο η καλωσύνη μπορεί να νικήση την κακία.
*****
Θέλησε κάποτε να δοκιμάση δυο νεοφερμένους αδελφούς στη σκήτη ένας από τους μεγάλους Γέροντας. Μπήκε στο μικρό τους κήπο κι’ άρχισε να καταστρέφη με το ραβδί του ένα – ένα όλα τα λαχανικά.
Οι αδελφοί τον έβλεπαν από την μισάνοικτη πόρτα του κελλιού τους, αλλά δεν φανερώθηκαν έως ότου τα κατέστρεψε σχεδόν όλα.
Όταν είχε μείνει πια μια ρίζα μόνο κι’ ήταν έτοιμος να την χαλάση κι’ αυτή βγήκε έξω ο νεώτερος και του είπε με πολύ σεβασμό.
– Αν ευλογή η αγιωσύνη σου, Αββά, άφησε τούτο να το μαγειρεύσω για να σε φιλοξενήσω.
Ικανοποιημένος ο Γέρων από την ανωτερότητα του αδελφού τον εφίλησε και του είπε:
– Βλέπω το Πνεύμα του Θεού να αναπαύεται σε σένα αδελφέ, για την πολλή σου ανεξικακία.
*****
Κάποιος πιστός την εποχή των διωγμών της Εκκλησίας προδόθηκε από μια δούλη του. ‘Αφού βασανίστηκε σκληρά, ωδηγήθηκε έξω από την πόλι για ν’ αποκεφαλιστή. Στο δρόμο έτυχε να συναντήση την κακή εκείνη δούλη. Μόλις την είδε έβγαλε το χρυσό του δακτυλίδι της το έδωσε και σφίγγοντας μ’ ευγνωμοσύνη το χέρι της της είπε:
– Σ’ ευχαριστώ από την ψυχή μου που έγινες αιτία ν’ απολαύσω τέτοια τιμή, να γίνω Μάρτυς του Χριστού μου.
*****
Ένας αγαθώτατος Ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη Μοναχό, που βαρειόταν να δουλέψη και για να ζήση πήγαινε κρυφά στην καλύβη του γείτονά του και του έκλεβε τα πράγματα.
Ο Ερημίτης το είχε καταλάβει, αλλά δεν έκανε ποτέ του λόγο γι’ αυτό στον ένοχο.
Για να κάνη τέτοια πράξι, θα έχη πολλή ανάγκη ο Αδελφός, έλεγε συχνά στον εαυτό του ο αγαθός Γέροντας.
Δούλευε όμως σκληρά, για να καταφέρη να ζήση και μ’ όλο τούτο, υστερείτο, γιατί ο κλέπτης παίρνοντας για κουταμάρα τη σιωπή του είχε εντελώς αποθρασυνθή και δεν του έφηνε σχεδόν ούτε ψωμί να φάγη.
Έφθασε η ώρα να κοιμηθή ο Ερημίτης κι’ οι Αδελφοί της σκήτης μαζεύτηκαν γύρω του να πάρουν την ευχή του.
Ανάμεσά τους ο ετοιμοθάνατος είδε εκείνον που τόσα χρόνια τον είχε κάνει να υποφέρη με τις κλεψιές του. Του έγνεψε να πάη κοντά του, και, όταν εκείνος πλησίασε, πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του κι’ άρχισε να τα φιλή.
Ευχαριστώ τα χέρια αυτά, έλεγε, που έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο.
Αν μάθης πως κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί – λέγει ένας από τους Πατέρας – μη του κρατάς κακία. Αν μπορής μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι θα έχης το θάρρος να ειπής στον Χριστό την ώρα της Κρίσεως·
– Άφες μου, Δέσποτα, τα οφειλήματά μου, καθώς και εγώ αφήκα τα οφειλήματα του πλησίον μου.
Από το βιβλίο, «Γεροντικόν, Σταλαγματιές από την πατερική σοφία», μετάφραση Μοναχής † Θεοδώρας Χαμπάκη, έκδοση Ορθοδόξου Χριστιανικής Αδελφότητας «Λυδία» Θεσσαλονίκη.