Όσιος Βονιφάτιος, Η Παναγία άκουσε την θερμή προσευχή του και του έβαλε στα χέρια τα χρυσά νομίσματα που ζήτησε
20 Φεβρουαρίου 2025(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Όσιος Βονιφάτιος επίσκοπος της πόλεως Φερέντια. Η μνήμη του σύμφωνα με το Ρωμαϊκό εορτολόγιο τιμάται στις 14 Μαΐου.
Άλλη πάλι φορά ο πρεσβύτερος Κωνστάντιος ο ανηψιός του [του Οσίου Βονιφατίου] πούλησε το άλογό του για δώδεκα χρυσά νομίσματα. Τα έβαλε στο χρηματοκιβώτιο του και βγήκε για να κάνει κάποια δουλειά.
Οπότε ξαφνικά ήρθαν στο επισκοπείο πτωχοί, οι οποίοι με τρόπο φορτικό ζητούσαν να τους χορηγούσε κάτι ο άγιος άνθρωπος Βονιφάτιος, να παρηγορούσαν την φτώχεια τους.
Αλλά ο άνθρωπος του Θεού, επειδή δεν είχε τι να τους προσφέρει, άρχισε να αδημονεί μέσα του, πώς να μην φύγουν οι πτωχοί με άδεια χέρια.
Του ήρθε τότε ξαφνικά στη μνήμη, ότι ο πρεσβύτερος Κωνστάντιος ο ανεψιός του είχε πουλήσει το άλογο, στο οποίο συνήθως καβαλίκευε, και φύλαγε το αντίτιμο στο χρηματοκιβώτιό του.
Ενώ λοιπόν απουσίαζε ο ανεψιός του, πήγε στο χρηματοκιβώτιο και, χρησιμοποιώντας βία ευσεβώς, συνέτριψε τις κλειδαριές, πήρε τα δώδεκα χρυσά και τα μοίρασε, καθώς έκρινε καλό, στους απόρους.
Επέστρεψε λοιπόν ο πρεσβύτερος Κωνστάντιος από τη δουλειά του και βρήκε το χρηματοκιβώτιο σπασμένο και το αντίτιμο του αλόγου του που είχε τοποθετήσει εκεί, δεν το βρήκε μέσα.
Άρχισε να κάνει φασαρία με μεγάλες φωνές και με φοβερή μανία να φωνάζει:
«Όλοι εδώ ζουν· μόνο εγώ σε αυτό το οίκημα δεν μπορώ να ζήσω».
Στις φωνές του βέβαια έσπευσε ο επίσκοπος και όλοι όσοι βρισκόντουσαν σε εκείνο το επισκοπείο.
Και όταν ο άνθρωπος του Θεού με γλυκά λόγια θέλησε να τον ηρεμήσει, άρχισε εκείνος εριστικά να απαντά:
«Όλοι μαζί σου ζουν· μόνο εγώ ενώπιόν σου δεν μπορώ να ζήσω. Δώσε μου πίσω τα χρυσά μου».
Ταραγμένος από τις φωνές αυτές ο επίσκοπος μπήκε στην εκκλησία της Θεοτόκου Αειπαρθένου Μαρίας, ύψωσε τα χέρια του, άπλωσε πάνω σε αυτά το επανωφόρι του, και στη στάση αυτή όρθιος άρχισε να προσεύχεται να δώσει ο Θεός κάτι με το οποίο να καταπραΰνει τον παραλογισμό του μαινόμενου πρεσβυτέρου.
Κι όταν κάποια στιγμή ξανάφερε τα μάτια του στο ρούχο ανάμεσα στους απλωμένους βραχίονές του, ξαφνικά βρίσκει στην αγκαλιά του δώδεκα χρυσά, που αστράφτανε τόσο πολύ, σαν να είχαν βγει εκείνη την ώρα από τη φωτιά.
Αμέσως βγήκε από την εκκλησία και τα έρριξε στην αγκαλιά του μαινόμενου πρεσβυτέρου, λέγοντας:
«Ορίστε, έχεις τα χρυσά που ζήτησες. Αλλά αυτό ας σου είναι γνωστό, ότι δηλ. μετά τον θάνατό μου εσύ αυτής της εκκλησίας επίσκοπος δεν πρόκειται να γίνεις, για την πλεονεξία σου».
Από αυτή την ρήση, την γεμάτη αλήθεια, συνάγεται ότι ο πρεσβύτερος και αυτά τα ίδια τα χρυσά τα ετοίμαζε για να τα χρησιμοποιήσει για κατάληψη της θέσης του επισκόπου. Όμως ο λόγος του ανθρώπου του Θεού δεν έπεσε έξω: ο Κωνστάντιος τελείωσε τη ζωή του στον βαθμό του πρεσβυτέρου.
Απόσπασμα από το βιβλίο, Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, «Βίοι αγνώστων ασκητών», έκδοση Ιεράς Καλύβης αγίων Αποστόλων – «Πατριάρχου». Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις Ιερομονάχου Ιωάννου.