Ποιά είναι η πηγή της μετάνοιας και της επιστροφής του Ασώτου;

18 Φεβρουαρίου 2025

Ο Θεός θέτει ένα όριο ασκητικό στον άνθρωπο, έναν όρο διαφύλαξης της αγαπητικής κοινωνίας*. Αυτό σημαίνει ότι η αγάπη δεν είναι ένας αυτοφυής μηχανισμός συναισθημάτων που άγει και φέρει τις σχέσεις Θεού και ανθρώπου ή ακόμη και τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Αντίθετα είναι γνώρισμα το οποίο χαρακτηρίζει το Πρόσωπο – Υπόσταση και που για να εκφραστεί αληθινά πρέπει να συγκροτεί το σύνολο της υπάρξεως. Είναι ένα αυθεντικό οντολογικό γνώρισμα του Θεού και ως τέτοιο πρέπει να ενεργήσει στον άνθρωπο για να φθάσει από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν.  Και έρχεται πάντοτε η στιγμή που θα δοκιμαστεί αυτή η αγάπη

   Για τους Πρωτοπλάστους η στιγμή αυτή ήταν ο πειρασμός του Όφεως. Είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτος εδώ ο τρόπος με τον οποίον δρα ο διάβολος απέναντι στην αγάπη του Θεού. Στον διάλογό του με τους Πρωτοπλάστους δεν αναφέρει τίποτε περί αγάπης, αλλά με περίτεχνο τρόπο εκθεμελιώνει όλους τους φρουρούς της αγάπης. Πρώτα κλονίζει την πίστη – εμπιστοσύνη στον Θεό και μετά επιτίθεται στην ελευθερία του ανθρώπου. Αποσυνδέει την ελεύθερη προκοπή στην αγάπη από την εντολή της άσκησης του Θεού, διαβάλλοντας τον Θεό και προβάλλοντάς τον ως φθονερό απέναντι στο δημιούργημα, απολυτοποιώντας έτσι την αυτονόμηση της πορείας του ανθρώπου μέσα από τις ατομικές και φίλαυτες επιλογές[1]. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι καθ’ όλη την διάρκεια του διαλόγου μεταξύ όφεως και Πρωτοπλάστων, ο Θεός δεν παρεμβαίνει. Ο Θεός ως Παντογνώστης ήξερε ακριβώς τί διαδραματίζεται και ως Παντοδύναμος θα μπορούσε να εμποδίσει αυτήν την δυσμενή εξέλιξη. Όμως η βιβλική διήγηση σε αυτό το δραματικό σημείο μας πιστοποιεί πόσο πραγματικά ο Θεός σέβεται και τιμά το ανθρώπινο πρόσωπο, του οποίου ο ίδιος είναι δημιουργός. Ο Θεός δεν έχει φοβικά σύνδρομα απέναντι στην ελευθερία του ανθρώπου ακόμη και όταν ο τελευταίος τον αμφισβητεί και τον απορρίπτει. Είναι ευγενής, λεπτός, αρχοντικός και πατρικός. Αφήνει όλο τον χώρο στο κατ’ εικόνα και ομοίωση δημιούργημά του να εξελιχθεί μέσα από τα δώρα που του έδωσε, ακόμη και όταν ο άνθρωπος καταχράται ή παραχράται  αυτά τα δώρα. Φτάνουν λοιπόν ο Αδάμ και η Εύα να παρακούσουν την εντολή του Θεού και να υποκύψουν στον πειρασμό του διαβόλου. Ήδη πριν την τελική τους πτώση οι Πρωτόπλαστοι είχαν σταματήσει να έχουν τον Θεό ως επίκεντρο της ζωής τους. Εκεί άρχισαν να χάνουν την όρασή τους την πνευματική, η οποία είχε έναν θυσιαστικό, σταυρικό θα διακινδυνεύαμε να πούμε, χαρακτήρα. Δημιούργησαν έτσι ένα υπόβαθρο φίλαυτης αυτοθέωσης, παρόμοιο με αυτό της εποχής μας, αλλά και κάθε εποχής της ανθρώπινης ιστορίας. Δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν και να αξιοποιήσουν προς την ορθή κατεύθυνση την άμεση παρουσία του Θεού στον Παράδεισο και τις προϋποθέσεις της Θεώσεως τις οποίες Εκείνος έθεσε[2]. Οι συνέπειες της επιλογής ήταν άμεσες και δημιουργούν και στους δύο ενοχικά σύνδρομα. Κι εδώ αποκαλύπτεται μέσα στην διήγηση και πάλι το μεγαλείο της αγάπης του Θεού. Δεν αφήνει τους πρωτοπλάστους να ταλαιπωρούνται από τις ενοχές της βίωσης της γυμνότητάς τους, αλλά βγαίνει προς αναζήτησή τους: Αδάμ πού ει;[3]Αυτή η αναζήτηση μέσα σε όλον της τον ανθρωπομορφισμό μας παραπέμπει σε μία άλλη εικόνα ευαγγελικής παραβολής. Εκείνη την εικόνα του πατρός του ασώτου υιού που ανέμενε να δει στον ορίζοντα το παιδί του να επιστρέφει στην οικία.

Ο διάλογος που ακολουθεί δείχνει την άπειρη ελευθερία της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Γνωρίζει την δυσκολία να ομολογήσει ο άνθρωπος το σφάλμα του. Είναι κοινή θέση της νηπτικής παραδόσεως ότι όταν η ελευθερία του ανθρώπου οδηγείται  από τον εγωκεντρισμό και την φιλαυτία, δύσκολα αποδέχεται το σφάλμα της[4]. Τότε αρχίζει ο άνθρωπος να θεωρεί την αγάπη του Θεού ενοχλητική. Προσπαθεί να δικαιολογηθεί και να περιφρουρήσει τις επιλογές του με κάθε τρόπο και να τις θεμελιώσει αξιωματικά και δικαιωματικά.

«καὶ ἐκάλεσε Κύριος Θες τν δμ κα επεν ατ· δάμ, πο ε;

κα επεν ατ· τς φωνς σου κουσα περιπατοντος ν τπαραδείσ καὶ ἐφοβήθην, τι γυμνός εμι, καὶἐκρύβην.

κα επεν ατῷ ὁ Θεός· τίς νήγγειλέ σοι τι γυμνς ε, ε μὴ ἀπ το ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μ φαγεν, π᾿ ατοῦ ἔφαγες;

κα επεν ὁ Ἀδάμ· γυνή, ν δωκας μετ᾿ἐμο, ατη μοι δωκεν π το ξύλου, καὶ ἔφαγον[5].»

Μία εντελώς αντίστροφη πορεία από εκείνη της αγάπης του Θεού. Μία μετάθεση των ευθυνών όχι μόνον στον άλλον, στον συνάνθρωπο, αλλά και στον ίδιο τον Θεό. Για όλα φταίνε οι άλλοι και στο τέλος για όλα φταίει ο Θεός.

Εδώ είναι δυνατό να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης, η φυσική εικόνα της ανιδιοτελούς αγάπης είναι αυτή των γονέων προς τα παιδιά. Και η φυσική εικόνα της ιδιοτελούς αγάπης είναι η αγάπη των παιδιών προς τους γονείς[6]. Δεν υπάρχει πουθενά ως εντολή οι γονείς να αγαπάνε τα παιδιά τους, διότι αυτό έχει δοθεί ως συστατικό στοιχείο στον άνθρωπο. Ωστόσο, δίνεται η εντολή στον νόμο, τα παιδιά να τιμούν τους γονείς[7], διότι αυτό δεν είναι αυτονόητο και η τιμή και αγάπη των παιδιών προς τους γονείς εύκολα πνίγεται στα γρανάζια των συμφερόντων και της ιδιοτέλειας. Η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο είναι αληθινά Πατρική. Αναφέρθηκε ήδη παραπάνω ότι ο Πατέρας περίμενε τον άσωτο με υπομονή και αγάπη, τον αγκάλιασε, δεν τον ήλεγξε για τίποτε και έκανε πανηγύρι για την επιστροφή του. Οι γιοί όμως ακολουθούν διαφορετικές στάσεις από τον Πατέρα.

«κα επεν νεώτερος ατν τ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τς οσίας[8].

…ἰδο τοσατα τη δουλεύω σοι κα οδέποτε ντολήν σου παρλθον…τε δὲ ὁ υός σου οτος, καταφαγών σου τν βίον μετ πορνν, λθεν, θυσας ατ τν μόσχον τν σιτευτόν[9]

Ακόμη και μετά την πτώση και την απομάκρυνση του ο Θεός δίνει στον άνθρωπο όλα τα εφόδια της επιβίωσης και την ανάμνηση της αγάπης του. Γνωρίζοντας ότι η ανάμνηση αυτή θα ξεθωριάζει μπροστά στην φιλαυτία, φροντίζει να την θυμίζει με τις παρεμβάσεις Του. Τελικά η πηγή της μετανοίας και της αυτογνωσίας φαίνεται ότι δεν είναι η δεινή θέση στην οποία περιέρχεται ο άνθρωπος, όπως ο άσωτος υιός, αλλά η ανάμνηση και η αναγνώριση της αγάπης του Θεού και η ασφάλεια του οίκου του Πατρός. Εκεί δικαιώνεται ο νεώτερος υιός σε σχέση με τον πρεσβύτερο, ο οποίος με την στάση του απαξιώνει την αγάπη η οποία αδιάκοπα τον περιέβαλε.

Υποσημειώσεις:

[1]Γέν. 3, 1-5.

[2]Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, Προσμονή Θεού, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2018, σ. 181.

[3]Γέν. 3,9.

[4]Πρβλ. Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, Λόγοι ασκητικοί: Ερμηνεία στον Αββά Ησαΐα, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2005, σ. 246-247.

[5] Γεν. 3,9 – 12.

[6]Γεώργιος Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σ. 211-212.

[7]Έξ. 20,12.

[8]Λουκ. 15,12.

[9]Λουκ. 15,29-30.

*Η παρούσα δημοσίευση αποτελεί μέρος μελέτης με τίτλο «Η αγάπη ως εντολή: Θεολογικές νύξεις κατακόρυφης και οριζόντιας κοινωνικότητας» η οποία δημοσιεύτηκε στον τιμητικό τόμο «Ο Μητροπολίτης από Κυθήρων και Αντικυθήρων (1998-2005) Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων (2005-2014) Κύριλλος Χριστάκης (1938-2015)», εκδ. Ι.Μ. Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων, Ιανουάριος 2025, σ. 19 – 37.