«Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» (Γαλ.5,6)
22 Φεβρουαρίου 2025«Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» (Γαλ.5,6)
(Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή της Απόκρεω- ερμηνευτική προσέγγιση των κριτηρίων της Μεγάλης Κρίσεως)
Η Αγία μας Εκκλησία όρισε η τρίτη Κυριακή του Τριωδίου να είναι αφιερωμένη στην ένδοξη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και στην Μεγάλη Κρίση. Σκοπός της να κατανοήσουμε ότι, μετά την διδαχή μας για το πάθος της υπερηφάνειας (Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου) και την ανάγκη της μετάνοιας (Κυριακή του Ασώτου), θα υπάρξει κρίση για τις όποιες επιλογές μας. Να συνειδητοποιήσουμε πως η επί γης ζωή μας δε θα μείνει άκριτη, αλλά θα δώσουμε λόγο για ό, τι κάναμε και για ό, τι δεν κάναμε, «εν ημέρα κρίσεως» (Ματθ.12,36).
Στους ναούς διαβάζεται η σχετική περικοπή (Ματθ.25,31-46), μέσω της οποίας ο Κύριος μας περιγράφει, κατά τρόπο σαφή και δραματικό, την δεύτερη και μεγαλειώδη έλευσή Του στη γη και την επακολουθήσασα αδέκαστη και δικαία κρίση Του. Η Δευτέρα Παρουσία Του, θα είναι παρουσία άφατης δόξας, σε αντίθεση με την πρώτη παρουσία Του, που ήταν «κένωση» της θεότητάς Του. Στην πρώτη παρουσία Του ήρθε ως σωτήρας και λυτρωτής μας (Ιωάν.12,47), ως ταπεινός, πράος, συμπονετικός δάσκαλος, διδάσκοντάς μας τη σωτηρία δίνοντάς μας την δυνατότητα ελεύθερης αποδοχής της. Στην δεύτερη παρουσία Του θα έρθει ως ένδοξος και κραταιός κριτής, για να κρίνει την αποδοχή, ή όχι της σωτηρίας μας.
Ο Θεός είναι Θεός αγάπης και οικτιρμών (Α΄ Ιωάν.4,7). Αγαπά όλα τα πλάσματά Του και πιο πολύ από όλα τον άνθρωπο, τον οποίο έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωση δική Του (Γεν.1,26), με σκοπό να του χαρίσει μέρους της θείας μακαριότητάς Του και για τούτο, μετά την αποστασία του, έστειλε τον Υιό Του στη γη, να ταπεινωθεί, να γίνει άνθρωπος, να πάθει και να πεθάνει για χάρη του (Φιλπ.2,1), να το απολυτρώσει από τη δουλεία του διαβόλου, τη φθορά και το θάνατο.
Ο Θεός όμως δεν είναι μόνο αγάπη, αλλά και δικαιοσύνη. Είναι φιλάνθρωπος και περιμένει την μετάνοια των αμαρτωλών, χωρίς να αναγκάζει κανέναν να σωθεί, αλλά η κλήση και η αναμονή για μετάνοια θα έχει κάποτε τέλος. Όσοι ακούν το κάλεσμά Του και δέχονται να είναι δικοί Του, θα εισέλθουν στην ατέρμονη Βασιλεία Του, να απολαύσουν την αιώνια ζωή, κατά την Μεγάλη Κρίση. Όσοι δεν αποδέχονται την πρόσκληση της σωτηρίας, και παρέμειναν αμετανόητοι και ξένοι Του, θα πορευτούν, μακριά από Αυτόν, σε μια φρικτή επιβίωση αιωνίων βασάνων. Η Μεγάλη Κρίση, θα είναι ένα μεγαλειώδες και συνάμα φοβερό γεγονός και θα σηματοδοτήσει μια νέα πραγματικότητα. Τότε θα «κάμψει παν γόνυ» (Ρωμ.14,11) ενώπιών Του, και οι ισχυροί της γης θα τρέμουν σαν τα ξερόχορτα από το φύσημα του ανέμου, κατανοώντας την μηδαμινότητά τους!
Σύμφωνα με την σχετική ευαγγελική περικοπή, ο Κύριος έθεσε ως κριτήριο την θετική ή αρνητική στάση μας απέναντι στους συνανθρώπους μας στην επίγεια ζωή μας. Όσοι συμπεριφέρθηκαν με αγάπη προς τους συνανθρώπους τους, έθρεψαν τους πεινασμένους, πότισαν τους διψασμένους, έντυσαν τους γυμνούς, φιλοξένησαν τους ξένους, περιέθαλψαν τους ασθενείς, συμπαραστάθηκαν στους φυλακισμένους και διωκόμενους, θα κριθούν ως οι ευλογημένοι του Ουράνιου Θεού Πατέρα και θα γίνουν κληρονόμοι της βασιλείας Του. Αντίθετα, όσοι έζησαν σκληρόκαρδοι και αρνήθηκαν να προσφέρουν αυτές τις υπηρεσίες, θα έχουν προορισμό την αιώνια καταδίκη. Για να δικαιολογήσει την κρίση Του, θα πει: «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ.25,40).
Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του, έγινε άνθρωπος, αδελφός των ανθρώπων, «κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι» (Εβρ.2,17). Παράλληλα, αδελφοποιεί και
τους ανθρώπους μεταξύ τους, χάρις στην ένωσή τους στο Σώμα Του, την Εκκλησία. Αυτό μας υποχρεώνει να αγαπάμε και να διακονούμε τους αδελφούς μας, χωρίς καμιά διάκριση, σαν να διακονούμε τον Ίδιο. Η άσκηση της διακονίας μας θα κρίνει τη σωτηρία μας και η άρνησή της την καταδίκη μας, ως το βασικό κριτήριο στην Μεγάλη Κρίση.
Υπάρχει όμως μια σοβαρή προβληματική επ’ αυτού. Τίθεται το ερώτημα: Η κρίση μας θα έχει αποκλειστικά κοινωνικά κριτήρια; Θα σωθούν όλοι, όσοι επέδειξαν κοινωνική ευαισθησία; Θα σωθούν και οι αλλόθρησκοι και οι άθεοι «ανθρωπιστές», όλοι όσοι έχουν στο ενεργητικό τους κοινωνική προσφορά; Κάποιοι, επηρεασμένοι από το σύγχρονο συγκρητιστικό «πνεύμα» και τα διδάγματα και τις επιδιώξεις του θρησκευτικού συγκρητισμού, στηρίζουν σε αυτή την περικοπή τις οικουμενιστικές τους απόψεις, περί της δήθεν «καθολικής σωτηρίας των ανθρώπων», με βάση την κοινωνική τους δράση. Ότι δήθεν «ο κάθε άνθρωπος, καλής θελήσεως και κοινωνικής προσφοράς, θα κριθεί ως δίκαιος, ανεξάρτητα από τις προσωπικές του θρησκευτικές, φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές κ.α. πίστεις και αρχές».
Νομίζουμε πως δεν είναι επιτρεπτή τοιαύτη απλούστευση, διότι η κάθε αγιογραφική αναφορά πρέπει να προσεγγίζεται ερμηνευτικά σε συνάφεια με το όλο αγιογραφικό πνεύμα. Έτσι και η περικοπή της Μεγάλης Κρίσεως πρέπει να προσεγγιστεί ερμηνευτικά και συνδυαστικά με το όλο πνεύμα και γράμμα της Θείας Αποκαλύψεως. Και τούτο διότι ο «κοινωνικός» χαρακτήρας της σωτηρίας είναι μια από τις πολλές πτυχές της και έχει περιορισμένες αναφορές στις Άγιες Γραφές. Αντίθετα, παρατίθενται και άλλα κριτήρια και παράγοντες, που θα κρίνουν την σωτηρία μας, τα οποία παραθέτουμε συνοπτικά.
Το πρώτιστο και βασικό κριτήριο της σωτηρίας είναι η οντολογική ένωσή μας με τον Ενανθρωπήσαντα Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήρθε στον κόσμο να γίνει άνθρωπος για να κάμει τον άνθρωπο κατά χάριν θεό, χάρις στην ενανθρώπησή Του. Ο Σατανάς μας απέσπασε από την κοινωνία του Θεού και ο Χριστός ήρθε να μας ενώσει και πάλι με Αυτόν. Ήρθε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ ανθρώπου και Θεού (Εφ.2,14). Να μας αποσπάσει από την αιχμαλωσία του Σατανά, τη δουλεία της αμαρτίας και να μας λυτρώσει από τη φθορά και το θάνατο.
Η οντολογική – οργανική ένωσή μας συντελείται δια των Ιερών Μυστηρίων, μέσα στην Εκκλησία Του και κύρια με τα Ιερά Μυστήρια της Βαπτίσεως και της Θείας Ευχαριστίας, δια των οποίων γινόμαστε σύσσωμοι και σύναιμοι του Χριστού, οργανικά και αναπόσπαστα μέλη του Σώματός Του. Ο Χριστός έθεσε ως απαραίτητη προϋπόθεση της σωτηρίας και της αιώνιας ζωής, την κοινωνία του Αγίου Σώματός Του και του Τιμίου Αίματός Του: «ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν … ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ». Αντίθετα «ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς» (Ιωάν.6,51-54). Κατόπιν αυτών των ρητών διαβεβαιώσεων του Κυρίου, μπορεί κάποιος να κριθεί στην Μεγάλη Κρίση ως δίκαιος και να εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού, χωρίς την ενότητα με το Χριστό, χωρίς τη Θεία Κοινωνία; Τι χρειάζεται η οργανική μυστηριακή ένωση με το Χριστό, αν «σώζει» από μόνη της η κοινωνική προσφορά;
Ο Χριστός δεν ήρθε στον κόσμο να κάμει «κοινωνική πολιτική», άλλωστε σοφούς, νομοθέτες, κοινωνικούς αναμορφωτές, είχε ο κόσμος και αυτό που του έλειπε ήταν ο αληθινός, ο αποτελεσματικός και καθολικός σωτήρας. Αυτός κατέστη ο
μοναδικός και αποτελεσματικός σωτήρας της ανθρωπότητας. Μόνον Αυτός διακήρυξε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ο πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ιωάν.11,25-26). «Εγώ ειμί ή θύρα’ δι’ εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται»
(Ιωάν.10,9). Χρησιμοποιώντας τη λέξη «εγώ», δεν αφήνει κανένα περιθώριο σωτηρίας εκτός Αυτού. Ο απόστολος Πέτρος τόνισε «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί» η σωτηρία μας (Πραξ.4,12) και ο απόστολος Παύλος αποφάνθηκε ότι Αυτός είναι ο μοναδικός «σωτήρ του σώματος» (Εφ. 5.23) και κανένας άλλος. Αν η πίστη στην μοναδικότητα της εν Χριστώ σωτηρίας είναι απαραίτητη, πως θα σωθούν, χωρίς αυτή, οι άπιστοι «φιλάνθρωποι», με μόνο κριτήριο την κοινωνική τους προσφορά;
Άλλο κριτήριο θα είναι η αποδοχή της αποκαλυφθείσας εν Χριστώ αλήθειας, η οποία είναι απαραίτητη για τη σωτηρία. Ο Χριστός είπε: «τα ρήματα ά εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί και ζωή εστίν» (Ιωάν.6,63), που σημαίνει ότι η διδασκαλία Του έχει σωτηριολογικό χαρακτήρα. Επίσης διακήρυξε: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ» (Ιωάν.14,6), μη αφήνοντας κανένα περιθώριο σωτηρίας εκτός Αυτού και της ένσαρκης στο πρόσωπό Του σώζουσας αλήθειας. Μάλιστα, όποιος καταφρονήσει τη διδασκαλία Του και διδάξει διαφορετική, «ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν», ενώ, όποιος πιστεύει και διδάσκει ό, τι δίδαξε Εκείνος, «οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ.5,19). Ο απόστολος Παύλος αναθεματίζει όποιους διδάσκουν «έτερον ευαγγέλιον» (Γαλ.1,8), παραγγέλλοντας στους πιστούς να φυλάγονται από τους ψευδοδιδασκάλους, διότι αυτοί οδηγούν στην απώλεια της σωτηρίας. Για τον απόστολο Ιούδα οι πλάνοι είναι «νεφέλαις ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δίς ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα, κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας, ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα τετήρηται» (Ιουδ.12-13). Είναι δυνατόν αρνητές και διαστροφείς της διδασκαλίας του Χριστού (αιρετικοί, αλλόθρησκοι, βλάσφημοι, άθεοι, κλπ), έστω «φιλάνθρωποι», να συγκατατεθούν με τους δικαίους;
Η αγία ζωή είναι ένα άλλο κριτήριο. Ο Θεός μας έπλασε «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» Του, δηλαδή, να είμαστε άγιες και άμωμες εικόνες Του, παροτρύνοντάς μας: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι» (Α΄Πέτρ.1,16). Μας καλεί να αποποιηθούμε τον «παλαιό άνθρωπο», τον δούλο της αμαρτίας (Ρωμ.6,6), να γίνουμε μιμητές του Χριστού (Α΄Κορ.11,1). Να αποβάλλουμε «τά ἔργα τοῦ σκότους» και να ενδυθούμε «τά ὅπλα τοῦ φωτός», ζώντας «μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὲ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ» (Ρωμ.13,13). Να οπλιστούμε με την «πανοπλίαν του Θεού» (Εφ.6,11,13), εντασσόμενοι στο «Σῶμα Χριστοῦ» (Α΄ Κορ.12,27), ενδεδυμένοι Αυτόν (Γαλ.3,27) και καθιστάμενοι «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Εφ.4,11-13). Αντίθετα, οι εμμένοντες πεισματικά στην αμαρτία, μεταξύ αυτών και «φιλάνθρωποι», δεν έχουν ελπίδα σωτηρίας, διότι η ανάστασή τους δεν θα είναι «ανάσταση ζωής», αλλά «ανάσταση κρίσεως» (Ιωάν.5,29). Άλλωστε, «οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄Κορ.6,9-10). Πως είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι μόνον οι κοινωνικά ανάλγητοι θα κολασθούν; Πως είναι δυνατόν να κριθούν ως δίκαιοι μόνο με την κοινωνική τους δραστηριότητα, παρά το γεγονός ότι ήταν άπιστοι και αμετανόητοι αμαρτωλοί, μη αναγεννημένοι;
Με βάση τα ανωτέρω καθίσταται φανερό ότι σωτηρία μας συνίσταται στην καθολική μεταμόρφωσή μας και όχι σε κάποια επί μέρους, ηθική, ή άλλη, αλλαγή μας. Αν ήταν μόνο η κοινωνική μας προσφορά μοναδικό κριτήριο της σωτηρίας μας, δεν θα χρειάζονταν να σαρκωθεί ο Υιός του Θεού, διότι θα αρκούσε ο Νόμος, ο οποίος κανονίζει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές υποχρεώσεις, διότι, «ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ (του Χριστού) ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ιωάν.1,16-17). Ο απόστολος Παύλος τονίζει στις επιστολές του
ότι ο Νόμος υπήρξε απλά παιδαγωγός «εις Χριστόν» και τώρα που λάβαμε διά του Χριστού την χάρη και την σώζουσα πίστη, «οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν» (Γαλ.3,24). Η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται με την τήρηση των νομικών διατάξεων, αλλά είναι άνωθεν χορηγούμενη δωρεά, την οποία ο κάθε άνθρωπος καλείται να αποδεχτεί, να πιστέψει στο Χριστό, να ενωθεί μυστηριακά μαζί Του και να αγωνιστεί να απαλλαγεί από τα πάθη του και να αποκτήσει αρετές, ως καρπούς του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του. Μόνον τότε και έτσι, μπορεί να δει τον συνάνθρωπό του ως έναν εκ των «ελαχίστων αδελφών του Χριστού» (Ματθ.25,40) και δικό του αδελφό, σύσσωμο και σύναιμο μέλος του κοινού τους σώματος, του Σώματος του Χριστού, το οποίο συναποτελούμε όλοι μας στην αγία Του Εκκλησία.
Ως εκ τούτου ποια μπορεί να είναι η ορθή ερμηνεία της ευαγγελικής περικοπής; Ποιοι φιλάνθρωποι θα κριθούν ως δίκαιοι στη Μεγάλη Κρίση, όλοι ανεξαιρέτως, πιστοί και άπιστοι; Την απάντηση μας τη δίνει ο απόστολος Παύλος: όσοι έχουν πίστη «δι’ αγάπης ενεργουμένη» (Γαλ.5,6). Η πραγματική αγάπη είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος (Γαλ.5,22), προϊόν βαθειάς πίστης εκδηλωμένη με έργα αγάπης. Αυτού του είδους η αγάπη είναι «ανυπόκριτη», θυσιαστική και «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄Κορ.13,4). Αυτή η αγάπη είναι γνήσια, ως ξεχείλισμα πίστεως, διότι «ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν» (Ιάκ.2,17).
Προφανώς αυτού του είδους η αγάπη θα είναι το ύψιστο κριτήριο στη Μεγάλη Κρίση και όχι η αγάπη, όπως την αντιλαμβάνεται ο κόσμος, έχει συχνά λειψό, απατηλό χαρακτήρα, κρύβοντας υποκρισία και σκοπιμότητες. Η πείρα μας βεβαιώνει ότι, «κοινωνικά ευαίσθητοι» και με σημαντική κοινωνική προσφορά, είναι και άνθρωποι αιρετικοί, αλλόθρησκοι, άθεοι, εχθροί του Χριστού, ακόμα και συνειδητά εμμένοντας στην αμαρτία, ασκώντας «φιλανθρωπία» με ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος, προϊόν κλοπών, ληστειών, αδικίας, πορνείας κλπ. Επίσης ιδεολογικά και κοινωνικοπολιτικά συστήματα, με αθεϊστική και εχθρική προς την Εκκλησία κοσμοθεωρία, ασκούν ή δείχνουν να ασκούν, «κοινωνική πολιτική», (π.χ. μαρξισμός). Ομάδες αιρετικών ασκούν για τα μέλη τους σημαντική κοινωνική αλληλεγγύη και προσφορά, για λόγους προσηλυτισμού και συγκράτησή τους σε αυτές. Αλληλεγγύη ασκείται και ανάμεσα σε μέλη κακοποιών. Μπορεί να λογισθούν οι τέτοιου είδους κοινωνικές υπηρεσίες κριτήριο για την Μεγάλη Κρίση;
Εν κατακλείδι, θεωρούμε ότι ως δίκαιοι θα κριθούν στη Μεγάλη Κρίση, όσων η αγάπη και η κοινωνική προσφορά τους θα είναι προϊόν πίστης, μεταποιημένων εν Χριστώ ανθρώπων. Το τι θα γίνει με τους «καλούς» και «φιλάνθρωπους» των εκτός Εκκλησίας, τόσο η θεία αποκάλυψη, όσο και η πατερική παράδοση σιωπά. Αυτό πρέπει να κάμουμε και εμείς, αφήνοντας την «περιέργειά» μας αυτή στην μέριμνα του Θεού, «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ.2,4).
Η ενθύμηση του μεγάλου και φοβερού γεγονότος της Μεγάλης Κρίσεως, θα πρέπει να είναι αδιάκοπη για όλους όσους αισθανόμαστε συνειδητοί πιστοί, διότι μας βοηθά να κρατάμε την πνευματική μας πορεία σταθερή στην εν Χριστώ σωτηρία και μας αποτρέπει να ξεστρατίζουμε σε ατραπούς απωλείας. Ιδιαίτερα, αυτή την ιερή περίοδο, θα πρέπει να καλλιεργήσουμε αυτή την ενθύμηση, εντείνοντας τον αγώνα μας, για προσωπική κάθαρση, απόκτηση αρετών και μεταποιώντας την πίστη μας σε έργα αγάπης. Μόνον έτσι θα αξιωθούμε να γίνουμε «συγκληρονόμοι Χριστού» (Ρωμ.8,17), μοιραζόμενοι τον πλούτο «τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις» (Εφ.1,18), στην ατέρμονη ετοιμασμένη, για μας, βασιλεία «από καταβολής κόσμου» (Ματθ.25,34)!