Πώς ο Κ. Καβάφης ταξιδεύει τον αναγνώστη του στα ιστορικά του ποιήματα
31 Μαΐου 2016[Προηγούμενη δημοσίευση:http://bitly.com/1qqbM7Q]
Δύο στοιχεία υποβάλλουν τον αναγνώστη στο συγκεκριμένο ποίημα. Το πρώτο είναι ο τρόπος, με τον οποίο περιγράφει το γεγονός. Ο αναγνώστης αισθάνεται πως βρίσκεται και ο ίδιος εκεί, στην Αντιόχεια του 362, καθώς ο ποιητής δεν κάνει κάποια εισαγωγή, αλλά ξεκινάει ζωντανά την αφήγηση του, σαν να συνέβησαν τα γεγονότα χθες και μας τα περιγράφει με αγωνία. Χρησιμοποιεί επίσης πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, σημάδι που δείχνει ότι παίρνει το μέρος των χριστιανών, αλλά και επιτείνει τη ζωντάνια τη διηγήσεως του. Το δεύτερο σημείο που υποβάλλει τον αναγνώστη είναι η χρησιμοποίηση του θεατρικού στοιχείου. Ο αναγνώστης γίνεται ταυτόχρονα και θεατής μιας θεατρικής παράστασης που προβάλλει ένα έργο με αναφορά το Βυζάντιο, και συγκεκριμένα το 362 μ.Χ. Με πρωταγωνιστές τον Ιουλιανό και τους χριστιανούς και σκηνικό το άλσος της Δάφνης. Η παράσταση έχει εντυπωσιακό τέλος καθώς ένας αυτοκράτορας χάνει τη μάχη του και νικητές βγαίνουν οι χριστιανοί σώζοντας με ευλάβεια και τιμή το λείψανο του μάρτυρα Βαβύλα[13].
Κατά τους μελετητές τα αριστουργηματικότερα ποιήματα του Καβάφη γράφτηκαν προς το τέλος της ζωής του[14]. Τα πρώτα του ποιήματα διαφέρουν πολύ από το ύστερο γράψιμο του, δικαιολογώντας απόλυτα αυτό που είχε πει ο ίδιος για τον εαυτό του, δηλαδή πως ήταν ένας ποιητής του γήρατος[15]. Όσο σοφότερος γινόταν στο ποιητικό γράψιμο, τόσο περισσότερο λιτός, συγκεκριμένος και πρωτότυπος γινόταν ο λόγος του, αλλά και τόσο πιο προσεκτική γινόταν η θεματολογία των ποιημάτων του.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ένα από τα πλέον σοφά του ποιήματα, μοιραία το τελευταίο της ζωής του, το οποίο γράφτηκε όταν ο ποιητής μας ήταν πολύ βαριά άρρωστος στα εβδομήντα του χρόνια, από καρκίνο του λάρυγγα[16], έχει σχέση με τον Ιουλιανό και το αγαπημένο του Βυζάντιο[17]. Την ώρα που εκ φύσεως, και όταν ακόμα ήταν υγιής, έγραφε πολύ δύσκολα, «κατά μέσο όρο πέντε ποιήματα το χρόνο» με «επίπονη εργαστηριακή δουλειά» κατά το Νικηφόρο Βρεττάκο[18], αποφασίζει μέσα στη βαριά αρρώστια, χωρίς πλέον τη φωνή του, να γράψει ένα δύσκολο και μεγάλο σε έκταση, για τα καβαφικά δεδομένα, ποίημα, με θέμα τον Ιουλιανό. Καθώς «ο καλύτερος τρόπος για να διαβάσει κανείς τον Καβάφη, είναι να τον διαβάσει ολόκληρο και όχι αποσπασματικά» όπως παρατηρούν οι Γιώργης Παυλόπουλος και Γ. Βρισιμιτζάκης [19] το τελευταίο ποίημα, ως κατακλείδα της συνολικής του ποιήσεως, είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του πόσο έντονα τον επηρέαζε το Βυζάντιο με τον Ιουλιανό και όλα τα συμπαρομαρτούντα[20]. Μέσα από τα γεγονότα της διαμάχης του Ιουλιανού με τους χριστιανούς μπορούσε άνετα να δείξει τη ματαιοδοξία των ανθρώπων καθώς και την τραγικότητα του.
Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, που κατά τον Καβάφη θα έπρεπε να έχει πολύ πιο έντονη την αίσθηση του μέτρου – «Μηδὲν ἄγαν, Αὔγουστε» θα του πει στο ποίημα του Ὁ Ἰουλιανός ὁρῶν ὀλιγωρίαν [21]–, οι διαμάχες μεταξύ χριστιανών και αυτοκράτορα εκείνη την ταραγμένη περίοδο του Βυζαντίου, καθώς και το σκήνωμα του μάρτυρα Βαβύλα, του οποίου τη μνήμη η εκκλησία σώζει ζωντανή μέχρι σήμερα, μέσω της λατρείας της, στις 4 Σεπτεμβρίου, απαρτίζουν τον κόσμο της φθοράς, των παθών, της τραγικής πτώσεως, αλλά και της αιματοβαμμένης επιτυχίας που δεν έρχεται ποτέ αυτόματα και αυτονόητα, αντιθέτως μέσα από δάκρυα και αγώνα. Οι στίχοι του :
Τό πήραμε, τό πήγαμε τό ἅγιο λείψανον ἀλλοῦ.
Τό πήραμε, τό πήγαμε ἐν ἀγάπη κ’ ἐν τιμῇ.
καθώς και:
Ἄς πάει νά λέει.
Δέν ἀποδείχθηκε˙ ἀς πάει νά λέει.
Τό οὐσιῶδες εἶναι πού ἔσκασε
εκφράζουν άριστα τον λυτρωτικό κλαυσίγελο κάθε επιτυχίας και ανόδου στη ζωή μας, που έρχεται μόνο ύστερα από επίπονο τόκο. Από αυτήν την τραγική πτώση και την επώδυνη άνοδο δεν εξαιρείται κανένας άνθρωπος, ούτε βέβαια οι χριστιανοί. Αυτήν την αλήθεια θέλει να εκφράσει ο Καβάφης με το συγκεκριμένο του ποίημα, και για να το πετύχει εκμεταλλεύεται ένα συγκεκριμένο ιστορικό επεισόδιο, σχετικά με την επίσκεψη του αυτοκράτορα Ιουλιανού στην Αντιόχεια και τα γεγονότα που ακολούθησαν στο τέμενος της Δάφνης.