Οι Νεομάρτυρες και ο άγιος Θεόδωρος ο Βυζάντιος
27 Ιουνίου 2021Ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική Παράδοσή μας μιλάει γιά δύο πραγματικότητες : Γιά τόν Ἄκτιστο Τριαδικό Θεό ἀπό τή μιά καί ἀπό τήν ἄλλη γιά τήν κτιστή πραγματικότητα τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία δημιουργεῖται ΄΄ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι ΄΄[1], ζωοποιεῖται καί ὑφίσταται μέ τήν ἐνέργειά Του.
΄΄Δύο γάρ λεγομένων πραγμάτων , θεότητός τε καί κτίσεως, καί δεσποτείας καί δουλείας, καί ἁγιαστικῆς δυνάμεως καί ἁγιαζομένης ΄΄.[2]Μέσα σ’ αὐτό, λοιπόν, τό πλαίσιο , ἄκτιστου καί κτιστοῦ, πού εἶναι ἡ ὄντως καινοτομία καί τό ἀποκλειστικό δημιούργημα τῆς βυζαντινῆς φιλοσοφίας,διορθώνεται τελείως ἡ διαρχία τῆς ἀρχαιοελληνικῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως τοῦ σχήματος ὕλης καί πνεύματος, αἰσθητῶν καί νοητῶν , φυσικῶν καί μεταφυσικῶν.
Ὅλα ἔχουν τήν ἀξία τους καί τή σημασία τους τόσο στό ἱστορικό γίγνεσθαιὅσο καί στό ἐπέκεινα. Καί ὅλα μποροῦν νά διαβρωθοῦν ἀπό τήν ἁμαρτία , ἀλλά καί νά ἀνακαινισθοῦνμέ τή Χάρη Του εἴτε εἶναι ὑλικά εἴτε εἶναι πνευματικά, γιατί ἁπλούστατα εἶναι κτιστά καί ὀφείλουν τήν ὕπαρξή τουςὄχι στό ἑαυτό τους , ἀλλά στόν ἀληθινό Θεό.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογήτης ἀναφέρει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἔχει τό΄΄ εἶναι δεδανεισμένον ΄΄[3]. Μόνο ὁ Ἄκτιστος Τριαδικός Θεός, ἡ Πηγή καί ὁ Δημιουργός κάθε κτιστοῦ καί ἀγαθοῦ βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε ἀλλοίωση καί μεταβολή καί δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό μηδέν, διότι τήν ὕπαρξή Tου δέν τή ὀφείλει σέ κάποιον ἄλλον, ἀλλά στόν ἑαυτό Του.
Φέροντας, λοιπόν, ἡκτιστότητα ὡς ἐγγενές στοιχεῖο τήν θνητότητακαί τό μηδενισμό καί μέ δεδομένο τό ὑπαρκτό γεγονός τῆς πτώσεως καί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος , ἡ λύση στό δρᾶμα καί στήν τραγωδία τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους δέ μπορεῖ νά προέλθει ἀπό αὐτό τόν κόσμο, ὁ ὁποῖος ΄΄ ὅλος ἐν τῶ πονηρῶ κεῖται ΄΄[4], ἀλλά ἀπό κάτι ἄλλο πέραν τῆς ἐνδοκοσμιότητος . Καί αὐτό τό ὑπερφυσικό τό προσφέρουν οἱ θεοφάνειες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οἱ ὁποῖες λειτουργοῦν ὡς μαρτυρία καί ὡς ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μέ ἀποκορύφωμα τό γεγονός τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατρός.
Κάθε δέ πιστός μέ τό βάπτισμά του – ὡς συμμετοχή στό θάνατο καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ- ἐντάσσεται στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί δίνει τή δική του μαρτυρία ὡς ἀνταπόκριση στό γεγονόςτῶν θεοφανειῶν. Αὐτό γίνεται μέ δύο τρόπους :α) Μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος, ὅταν τό ἐπιτρέψουν οἱ ἐξωτερικές συνθῆκες ὡς ἐθελούσια μίμηση τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ καί ταυτιζόμενο ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία μέ τό βάπτισμα ἀλλά καί ἀνώτερο ἀπό τό βάπτισμα ΄΄ δι’ ὕδατος ΄΄ ὡς ΄΄ χάρισμα ΄΄ πού παρέχει πλήρη ἄφεση ἁμαρτιῶν[5]καί β) μέ τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως πού ἐξομοιώθηκε μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος καί ἐντοπίζεται στόν καθημερινό πνευματικό ἀγώνα πού διεξάγει κάποιος γιά τήν ἐκδίωξη τῶν παθῶν καί τήν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν[6] ὄχι ὡς ἠθικά καί ἀτομικιστικά κατορθώματα ἀλλά ὡς καρποίτοῦἉγίου Πνεύματος [7].
Οἱ ἅγιοι, λοιπόν, μέ τό σταυρικό τους ἦθος εἶναι ἐκεῖνα τά πρόσωπα πού μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ΄΄ ἔμαθαν καί ἔπαθαν τά θεῖα ΄΄, καί ἐπιβραβεύτηκαν ἀπό Ἐκεῖνον μέ τό ἔνθεο πάθος τῆς θεώσεως , διότι ἀγάπησαν τό Χριστό καί θέλησαν νά ἐφαρμόσουν τίς ἅγιες ἐντολές Του[8] , πού εἶναι Θεῖες ἐνέργειες καί ἀναιρετικές τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, γιατί ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ ὄντως θάνατος[9].
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ