Μεγάλος Κωνσταντίνος: Μια ιστορική μελέτη του Κώστα Καραστάθη

14 Ιουνίου 2024

Βιβλιοκριτική

Έχει ειπωθεί ότι η απαρίθμηση όλων των βιβλίων και μελετών που έχουν γραφτεί για τον Μεγάλο Κωνσταντίνο αποτελεί ματαιοπονία: «μοιάζει σαν να θέλει να μετρήσει κανείς τ’ αστέρια στον ουρανό ή τις κόκκους της άμμου»[1]. Το επιστημονικό ενδιαφέρον για τον πρώτο Ρωμαίο χριστιανό αυτοκράτορα  υπήρξε ανέκαθεν μεγάλο σε διεθνές επίπεδο και παραμένει πολύ ζωηρό έως τις μέρες μας. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει ακριβώς για την Ελλάδα. Η ελληνόγλωσση βιβλιογραφία είναι πενιχρή σε μονογραφίες ή άρθρα, ακόμη, σε επιστημονικά περιοδικά για τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Παρά το γεγονός ότι η μορφή του είναι δεμένη αναπόσπασπαστα με την ορθόδοξη παράδοση και τις ιστορικές μνήμες του λαού μας, ο Κωνσταντίνος αποσπασματικά μόνον έχει απασχολήσει την εγχώρια έρευνα στον έναν ή τον άλλο κλάδο της αρχαιογνωστικής επιστήμης.

Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας.

Μπορεί μνεία του να γίνεται συχνά σε συζητήσεις μέσα και έξω από το πανεπιστήμιο, προκαλώντας ανταλλαγή απόψεων, διαξιφισμούς και αντιπαραθέσεις· μία προσέγγισή του, ωστόσο, με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια και συστηματικό τρόπο σπάνια επιχειρείται στον τόπο μας. Ενδεχομένως, η ολιγωρία αυτή να οφείλεται στην έντονη ιδεολογικοποίηση γύρω  από τα διάφορα ζητήματα που αφορούν τον ρόλο του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην καθιέρωση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους, για την οποία έχει χυθεί τόσο μελάνι· ίσως, πάλι, στην ταύτιση της βασιλείας του με το τέλος του ελληνορωμαïκού πολιτισμού και την είσοδο της ανθρωπότητας στον ‘ζόφο’ των μέσων αιώνων. Εάν λάβουμε υπόψη τα αρνητικά χαρακτηριστικά του καιροσκόπου και του ψυχρού πραγματιστή που του έχουν αποδοθεί από μεγάλο μέρος της διεθνούς ιστοριογραφίας τον 19ο και 20ό αιώνα, καταλαβαίνουμε την απροθυμία της ακαδημαïκής σκέψης στη χώρα μας να επιλύσει τον γρίφο ενός μακιαβελικού ηγέτη με το φωτοστέφανο του αγίου. Αναμφίβολα, πάντως, η διάθεση ο Κωνσταντίνος να ιδωθεί με μια φρέσκια ματιά, πέρα από τα στερεότυπα ερμηνευτικά σχήματα του παρελθόντος δεν λείπει στον ελλαδικό χώρο· αποτυπώνεται με λαγαρότητα σε μια σειρά από επιστημονικά κείμενα που αποτιμούν το έργο του με βάση τα συμφραζόμενα της εποχής στην οποία έζησε ή φέρνουν στην επιφάνεια τα σύνθετα προβλήματα που παρουσιάζει η πρόσληψή του. Αναφέρω ενδεικτικά τη σχολιασμένη μετάφραση του έργου του Ευσέβιου Καισαρείας Βίος Κωνσταντίνου που κυκλοφόρησε στη σειρά Βυζαντινοί Συγγραφείς το 2011 και την πρόσφατη έκδοση του συλλογικού τόμου Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η εποχή του από το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης[2]. Από αυτήν την άποψη, το βιβλίο του Κώστα Καραστάθη Μεγάλος Κωνσταντίνος-Μια ιστορική μελέτη, το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά  τη δεκαετία του 2000 κι επανεκδίδεται σήμερα από τον εκδοτικό οίκο Ακρίτας, έχει μια βαρύνουσα σημασία. Παρά τον εκλαïκευτικό χαρακτήρα του και τη γλυκόπικρη γεύση που μας αφήνει συχνά με τις αναλύσεις του, που κινούνται ανάμεσα στην εμβρίθεια, από τη μία μεριά, και την απλοïκότητα, από την άλλη, συμπλέει με τα νεότερα ρεύματα της επιστήμης και αποτελεί τoν προπομπό των εκδόσεων στην ελληνική βιβλιογραφία που ανέφερα προηγουμένως.

Πλήθος παρεκκλήσια και ναοί είναι αφιερωμένοι στον Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Ελένη ανά την Ελλάδα· η εικόνα του κοσμεί τους λατρευτικούς χώρους, την οποία σκύβουν και προσκυνούν με σεβασμό οι πιστοί, ενώ η μνήμη του εορτάζεται με λαμπρότητα την 21η Μαΐου. Η ονοματοδοσία, επίσης, κι έθιμα με βαθειές ρίζες στον τόπο μας, όπως τα αναστενάρια και τα κωνσταντινάτα, μαρτυρούν πόσο η μορφή του είναι δεμένη με τη ζωή του ελληνικού λαού και την καθημερινότητά του. Ο άγιος, ωστόσο, της θρησκευτικής μας παράδοσης αντιμετωπίζεται σήμερα με καχυποψία και κάθε λεπτομέρεια του βίου του, που διασώζουν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, τίθεται κάτω από το μικροσκόπιο της επιστήμης. Αν δεχθούμε τις πιο ακραίες απόψεις που έχουν διατυπωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία σχετικά με το πρόσωπό του, τότε δεν έχει ουσιαστικά κανέναν δεσμό με τον χριστιανισμό. Τον χρησιμοποιεί απλά ως μέσο για την ικανοποίηση των πολιτικών του φιλοδοξιών, υπολογίζοντας ψυχρά το όφελος που του αποφέρει η σύμπλευση μαζί του[3].

Σύμφωνα με την  πιο μετριοπαθή άποψη που υποστηρίζεται στην έρευνα, πάλι, η μεταστροφή του Κωνσταντίνου στον χριστιανισμό αποτελεί μία μακροχρόνια διαδικασία, η οποία έχει μεν ως σημείο αφετηρίας την αποκάλυψη που δέχεται από τον Θεό πριν από την μάχη στη Μιλβία γέφυρα το 312 μ.Χ., το περίφημο όραμα του ἐν τούτῳ νίκα,  αλλά ολοκληρώνεται πολύ αργότερα – εάν ολοκληρώνεται ποτέ και δεν μένει μετέωρη έως και τον θάνατό του. Σε αυτήν την εκδοχή ο Κωνσταντίνος μπερδεύει τον Ιησού-Χριστό με τον Θεό-Ήλιο (Sol), θεωρώντας τον πρώτο ως μία υποστασιοποίηση του δεύτερου στο γίγνεσθαι της ιστορίας[4].  Αισθάνεται, βέβαια, μία έντονη έλξη προς τον θεό της Εκκλησίας, η πίστη, όμως, δεν έχει στερεωθεί μέσα του με αποτέλεσμα να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον έναν ή τον άλλον θεό και τη μία ή την άλλη θρησκεία. Μόλις κατά τις τελευταίες δεκαετίες, κέρδισε σημαντικό έδαφος η αντίληψη περί της ειλικρινούς μεταστροφής του Κωνσταντίνου στον χριστιανισμό, ήδη από τον καιρό της Τετραρχίας, η οποία δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό την παραδοσιακή εικόνα του πιστού βασιλιά που κατατροπώνει με τη δύναμη του σταυρού τους εχθρούς του.

Υποσημειώσεις:

[1] N. Lenski, «Introduction», στο The Cambridge Companion to the Age of Constantine, επιμ. του ιδίου, Καίμπριτα 2006.

[2] Βλ. αντίστοιχα Ευσέβιου Καισαρείας, Βίος Κωνσταντίνου, εισ.-σχόλ.  Β. Κατσαρός και μτφ. Γ. Ράπτης, Βυζαντινοί συγγραφείς 16, Θεσσαλονίκη 2011 και Κ.Π. Χρήστου-Π. Κατσώνη-Κ.Α. Μποζίνης (επιμ.), Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η εποχή του (1700 χρόνια από το διάταγμα των Μεδιολάνων), Θεσσαλονίκη 2022· επίσης, τη μετάφραση από τα γαλλικά της μελέτης του P. Veyne, Όταν ο κόσμος μας έγινε χριστιανικός (312-394 μ.Χ.), μτφ. Γ. Καράμπελας, Αθήνα 2013.

[3] Η μακιαβελική αυτή εικόνα του Κωνσταντίνου προέρχεται από την πένα του Jakob Burckhardt και των άλλων θετικιστών ιστορικών του 19ου και α΄ μισού του 20ού αι. Η επικαιροποίησή της από τον J. Bleicken, Constantin der Große und die Christen, Μόναχο 1992, passim.

[4] Βλ. χαρακτηριστικά J. Martin, Spätantike und Völkerwanderung, Oldenburg Grundriss der Geschichte 4, Μόναχο 1995, 13: «Εher ist anzunehmen, daß der Kaiser den Christengott als eine Konkretisierung des Sol verstanden hat, mit dem ja in dieser Zeit viele Gottheiten gegliechen werden konnten». Από την παλαιότερη βιβλιογραφία: A. Piganiol, Lempereur Constantin, Παρίσι 1932, 226.

(Συνεχίζεται)