Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ: Το Θείον Φως είναι φως νοερόν, φως πνευματικόν, φως αγάπης, φως ζωής
11 Ιουλίου 2024
Άγιος Σωφρόνιος Αθωνίτης και του Έσσεξ (1896-1993).
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Περί του ακτίστου Θείου Φωτός και των τρόπων θεωρίας Αυτού
Επί τη θέα του ακτίστου Φωτός επικρατεί προ παντός άλλου η αίσθησις του ζώντος Θεού, απορροφώσα τον όλον άνθρωπον· άϋλος αίσθησις του Αΰλου· αίσθησις νοερά, ουχί δε λογική· αίσθησις μετ’ εξουσιαστικής δυνάμεως αρπάζουσα τον άνθρωπον εις άλλον κόσμον, όμως τοσούτον γαληνώς, ώστε δεν αντιλαμβάνεται ούτος την στιγμήν καθ’ ήν ετελέσθη τούτο μετ’ αυτού, και δεν γινώσκει περί εαυτού εάν είναι εν σώματι ή εκτός του σώματος.
Λαμβάνει τότε συνείδησιν εαυτού τοσούτον ενεργώς και βαθέως, όσον ποτέ άλλοτε εις την συνήθη αυτού ζωήν, και εν ταυτώ επιλανθάνεται εαυτού και του κόσμου, εμπλησθείς υπό
της γλυκύτητος της αγάπης του Θεού. Πνεύματι ορά τον Αόρατον, αναπνέει Αυτόν, όλος ων εν Αυτώ.
Μετά της υπερλόγου και υπερπλήρους αυτής αισθήσεως του ζώντος Θεού συνενούται όρασις φωτός αλλά φωτός ετερογενούς του φυσικού.
Τότε ο ίδιος ο άνθρωπος μένει εν τω φωτί και εξομοιούται προς το θεώμενον φως
πνευματοποιείται υπ’ αυτού, και δεν βλέπει και δεν αισθάνεται ούτε την ιδίαν
αυτού υλικότητα, ούτε την υλικότητα του κόσμου (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ).
Η όρασις έρχεται ακαταλήπτω τρόπω εις καιρόν κατά τον οποίον δεν αναμένεται. Δεν έρχεται έξωθεν ουδέ έτι έσωθεν, αλλ’ ανεκφράστως περιπτύσσεται το πνεύμα του ανθρώπου εισάγουσα αυτό εις τον κόσμον του Θείου Φωτός. Και δεν δύναται ούτος να είπη εάν εγένετο εν εκστάσει, τουτέστιν εκτός του σώματος, διότι ουδέ την εις το σώμα επιστροφήν αντιλαμβάνεται.
Το Θείον Φως θεωρείται ανεξαρτήτως συνθηκών και εις το αφεγγές της νυκτός και εις το φαεινόν της ημέρας.
Η ευδοκία του Θεού καταβαίνει ενίοτε κατά τοιούτον τρόπον, ώστε διατηρείται η αντίληψις και του σώματος και του πέριξ κόσμου. Τότε ο άνθρωπος δύναται να μένη ανοικτοίς οφθαλμοίς και εν ταυτώ να βλέπη δύο φώτα, και το φυσικόν και το Θείον Φως.
Η τοιαύτη όρασις καλείται υπό των Αγίων Πατέρων όρασις φυσικοίς οφθαλμοίς.
Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι η όρασις του Θείου Φωτός είναι κατά πάντα ανάλογος της συνήθους ψυχοφυσιολογικής πορείας της φυσικής οράσεως.
Τουτέστι δεν σημαίνει ότι το Θείον Φως είναι όμοιον του φυσικού, όπερ ανεξαρτήτως της επιστημονικής περί φωτός θεωρίας την οποίαν αποδεχόμεθα, προκαλεί την γνωστήν διέγερσιν του οπτικού νεύρου, ήτις εν συνεχεία μεταβαίνει εις την ψυχολογικήν διαδικασίαν της οράσεως.
Το Θείον Φως είναι διάφορον κατά την φύσιν αυτού, είναι φως νοερόν, φως πνευματικόν,
φως αγάπης, φως ζωής.
Εικών του Θείου Φωτός εν τω φυσικώ κόσμω είναι το φυσικόν φως.
Ως η θέα των πέριξ ημών αντικειμένων είναι δυνατή μόνον όταν υπάρχη φως, και εάν το φως είναι αμυδρόν ο οφθαλμός μόλις διακρίνει τα αντικείμενα, εάν δε είναι αφθονώτερον, τότε ευκρινέστερον βλέπει, τέλος δε εν τω πλήρει ηλιακώ φωτί η όρασις φθάνει το γνωστόν πλήρωμα, ούτω και εν τω πνευματικώ κόσμω πάσα αληθής όρασις είναι δυνατή μόνον εν τω Θείω Φωτί και ουχί άλλως. Τούτο το φως παρέχεται εις τον άνθρωπον εις διάφορον μέτρον.
Και η πίστις είναι φως, αλλ’ ανεπαρκές.
Και η ελπίς είναι φως, αλλ’ έτι ατελές.
Και η αγάπη είναι φως, αλλ’ ήδη τέλειον.
Όστις προ της οράσεως του ακτίστου Φωτός αυθαδώς «δια του νοός αυτού» απλούται εις την θεωρίαν των μυστηρίων του πνεύματος, ούτος ουχί μόνον δεν επιτυγχάνει του σκοπού αυτού αλλ’ έτι και την οδόν φράσσει έμπροσθεν αυτού.
Θα ίδη μόνον προσωπεία της αληθείας, φανταζόμενα υπ’ αυτού του ιδίου ή προσφερόμενα παρ’ απατηλών δαιμονικών δυνάμεων (ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ).
Η γνησία θεωρία έρχεται άνωθεν ηρέμα. Η υπαρξιακή θεωρία δεν είναι ό,τι η αφηρημένη, η διανοητική. Είναι ποιοτικώς διάφορος, είναι το φως της ζωής διδόμενον παρά της ευδοκίας του Θεού και η οργανική προς αυτό οδός είναι ουχί η διανόησις αλλ’ η μετάνοια.
Το Θείο Φως είναι η αιώνιος ζωή, η Βασιλεία του Θεού, η άκτιστος ενέργεια της Θεότητος. Όν ετεροφυές ως προς την κτιστήν ημών φύσιν, δεν περιλαμβάνεται φυσικώς εν τω ανθρώπω, και ως εκ τούτου δεν δύναται να φανερωθή εν ημίν δι’ οιωνδήποτε ασκητικών μέσων, αλλ’ έρχεται αποκλειστικώς ως δώρον του Ενός Αγαθού.
Από το βιβλίο του Αρχιμ. Σωφρονίου (Ζαχάρωφ) νυν αγίου Σωφρονίου, ο «Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», έκδοση Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ 1999.