Όσιος Μωυσής ο Αιθίοπας, Η τήρηση της υπόσχεσης από τον Θεό!

28 Αυγούστου 2024

Όσιος Μωυσής ο Αιθίοπας.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Ούτος ο Όσιος [ο όσιος Μωυσής ο Αιθίοπας ο οποίος ήταν αιμοβόρος ληστής και αρχηγός συμμορίας πριν γίνει Μοναχός και στην συνέχεια Ιερομόναχος] κατανυχθείς τελευταίον από περιστατικόν τι, το οποίον ηκολούθησεν εις αυτόν από θείαν πρόνοιαν, όχι μόνον επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη, αλλά και Μοναχός έγινε, διά να δώση μεγαλυτέραν πληγήν κατά του δαίμονος, όστις τον εκυρίευε πρότερον.

Αναχωρήσας λοιπόν από την ταραχήν του κόσμου και σύγχυσιν, επειδή εμίσησε την αμαρτίαν εξ όλης καρδίας και τον Χριστόν ολοψύχως επόθησεν, απηρνήθη τους φίλους και συγγενείς του, τα χρήματα και πάσαν άλλην σωματικήν απόλαυσιν, και επήγεν εις την Σκήτην των Μοναχών, ζητών τόπον ήσυχον και από τους ανθρώπους αγνώριστον, διά να θρηνήση διά τας αμαρτίας του.

Ευρών δε μακράν από τα άλλα κελλία εν σπήλαιον, ωρέχθη [πεθύμησε-προτίμησε] τον τόπον ως ερημικώτερον και ήθελε να μείνη εκεί, καθώς επόθει, και να αγωνίζεται τον καλόν αγώνα της πίστεως. Αλλ’ αφ’ ετέρου εδίσταζε, διότι δεν είχεν ο τόπος αυτός παραμυθίαν σωματικήν, και το χειρότερον δεν είχε νερόν.

Ούτω δε διαλογιζόμενος ήκουσε φωνήν από τον ουρανόν λέγουσαν· «Μωυσή, είσελθε χαίρων και μη φροντίζης περί του ύδατος».

Τότε παρευθύς υπήκουσε τον προστάσσοντα και εισελθών έβαλεν εκεί κεράμιά τινα [κάποιες στάμνες], τα οποία είχε γεμάτα ύδατος. Αφού δε έμεινεν ικανάς [αρκετές] ημέρας, έλειψε το νερόν, και δεν είχεν ειμή μόνον ολίγον τι.

Τότε κατά τύχην ήλθον και τινες ασκηταί να τον επισκεφθώσι, τους οποίους ιδών εχάρη· βαλών δε το ολίγον εκείνο νερόν, όπου του έμεινεν, εμαγείρευσεν έψημα φακής [βραστές φακές], ίνα τους φιλεύση· και στρώσας τράπεζαν τους είπε να καθίσωσιν, αυτός δε εισήλθεν εις τον τόπον, όπου είχε τα κεράμια, και έκαμε προς Κύριον δέησιν μετά πίστεως ούτω λέγων· «Κύριε, που είναι το ύδωρ όπερ μοί υπεσχέθης; Ιδού ήλθον οι αδελφοί μου, και δεν έχουν να πίωσιν».

Ήτο δε καιρός του θέρους και έλαμπεν απανταχού ο υπέρλαμπρος ήλιος. Εξαίφνης όμως εφάνη άνω του σπηλαίου εν σύννεφον, το οποίο έβρεξε τόσον νερόν, ώστε εγέμισαν τα κεράμια άπαντα.

Ο δε Όσιος έκθαμβος [εκστατικός] γενόμενος εχάρη πολλά, ευχαριστών τον Κύριον.

Προς δε τους ερωτήσαντας αυτόν αδελφούς ωμολόγησεν εις δόξαν Θεού το θαυμάσιον· είτα εφιλεύθησαν με πολλήν αγάπην δοξάζοντες τον ευεργέτην Θεόν, όστις δοξάζει τους δούλους του· αφού δε εφιλεύθησαν, αυτοί μεν απήλθον εις τα κελλία των, ο δε Όσιος έμεινε πάλιν ησυχάζων και έκρυπτε την αρετήν του όσον ηδύνατο.

Ότι άλλο δεν αφανίζει τους κόπους του Μοναχού, ως η επίδειξις της αρετής και των ανθρώπων ο έπαινος…

 

Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Αύγουστος, τόμος 8ος.