Οι Προσωκρατικοί, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης για την ηθική

21 Δεκεμβρίου 2024

(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=411783)

Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι έλαβαν τον χαρακτηρισμό «προσωκρατικοί» όχι μόνον επειδή προηγήθηκαν τόσο σε επίπεδο χρόνου όσο και σε επίπεδο φιλοσοφικής σκέψης του Σωκράτη αλλά κυρίως επειδή ο ίδιος ο Σωκράτης (470-399 π.Χ.) μοιάζει με τα λεγόμενά του να δίνει αποκρίσεις στα δικά τους ερωτήματα και να τους απαντά [64].

Παρά το γεγονός ότι ο Σωκράτης δεν οργάνωσε ποτέ κάποια σχολή ούτε έγραψε ποτέ τίποτα κι ούτε χρησιμοποίησε και ποτέ τον όρο ηθική, με παράδειγμα την ίδια του τη ζωή και με την περίφημη διαλεκτική μέθοδο διδασκαλίας που χρησιμοποιούσε, υπέβαλλε κατά μία έννοια τον άνθρωπο σε μια αυτοκριτική, σε έναν αυτοέλεγχο, σε μια ενδοσκόπηση με βάση κριτήρια ηθικά μετουσιώνοντας το δελφικό πρόσταγμα «γνῶθι σαὐτόν» σε μια πορεία εσωτερικής αναζήτησης για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Για τον Σωκράτη η ηθική συνδεόταν καταρχάς απαραιτήτως με τη γνώση, ενώ η γνώση ήταν με τη σειρά της προαπαιτούμενο για την επιλογή του «εὖ πράττειν», των καλών πραγμάτων δηλαδή στη ζωή που θα οδηγούσαν προς την επιθυμητή πορεία και κατάληξη, την ευδαιμονία [65]. Ο Σωκράτης ήταν επιπλέον εκείνος που συνέβαλε όσο κανείς στον «εκδημοκρατισμό» της ηθικής αφού με τη διαλεκτική του μέθοδο κατέστησε προσιτή και διαθέσιμη την διερευνητική ενδοσκόπηση για τον καθένα και θεωρείται ο θεμελιωτής της ηθικής φιλοσοφίας καθώς ήταν εκείνος που έστρεψε το ενδιαφέρον στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, στην ψυχή του και κατ’ επέκταση την ηθική του (πέρα δηλαδή από μιαν ανθρώπινη συμπεριφορά κοινωνική και γενική) [66].

Ο μαθητής του Σωκράτη, Πλάτων (427-347 π.Χ.), έθεσε τα θεμέλια της ηθικής έξω από το σύμπαν, μεταβαίνοντας από τον κόσμο των αισθήσεων στον κόσμο των «Ιδεών». Η αναζήτηση της αρετής, του καλού και του κακού και εν γένει της ηθικής ζωής για τον Πλάτωνα δεν ήταν κάτι που αφορούσε την καθημερινή ζωή, τις αισθήσεις και την εμπειρία αλλά βρισκόταν σε κάτι πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά: στην «Οικουμενική Ιδέα» [67]. Η κατάκτηση της αρετής απαιτούσε μεν την γνώση κι ο τελικός σκοπός ήταν η ευδαιμονία (όπως δίδασκε κι ο δάσκαλός του) αλλά η πλατωνική ηθική ήταν μια ασκητική ηθική: υπαγόρευε πως ο κόσμος των αισθήσεων ήταν ένας κόσμος φθαρτός και μεταβαλλόμενος και οι αισθήσεις αφορούσαν πράγματα όχι μόνον εφήμερα αλλά και μη πραγματικά («είδωλα» και «μιμήματα» της αλήθειας και των υπερβατικών Ιδεών) και προέτρεπε σε έναν πόλεμο κατά των αισθήσεων, των επιθυμιών του σώματος και των ηδονών. Για τον άκρατο ιδεαλιστή Πλάτωνα, η ευδαιμονία μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από τη γνώση του κόσμου των Ιδεών οι οποίες αποτελούσαν τα πρότυπα, τα αρχέτυπα όχι μόνον των ηθικών και των γνωστικών εννοιών αλλά κι εν γένει όλων των φυσικών όντων [ 68] και αυτή η γνώση δεν μπορούσε να αποκτηθεί παρά μόνον με το νου και όχι με τις αισθήσεις. Με αυτή και μόνον τη γνώση ο άνθρωπος μπορούσε να ανυψωθεί προς το φως, προς την ύψιστη Ιδέα του αγαθού, τον ίδιο το Θεό -η ομοίωση με τον οποίον ήταν και το ζητούμενο- πράγμα που μπορούσε να γίνει εφικτό με το συνδυασμό τριών σημαντικών αρετών: της σοφίας, της ανδρείας και της σωφροσύνης που αντιστοιχούσαν στα τρία μέρη της ψυχής κατά τον Πλάτωνα (το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό) και από το συνδυασμό των οποίων προέκυπτε η υπέρτατη για τον Πλάτωνα αρετή: η δικαιοσύνη.

Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) -μαθητής του Πλάτωνα- μοιάζει να έρχεται για να «προσγειώσει» τον ιδεαλιστή και υπερβατικό δάσκαλό του εξανθρωπίζοντας την έννοια της ηθικής με τον ρεαλισμό του. Απορρίπτει τον κόσμο των υπερβατικών Ιδεών του Πλάτωνα και εντοπίζει τις ρίζες της ηθικής στον ανθρώπινη σκέψη και τον ορθό λόγο. Μετατοπίζει έτσι το κέντρο βάρους της ηθικής από την θεωρία στην πράξη, σε μια πράξη που στοχεύει στη βελτίωση του χαρακτήρα του ανθρώπου, στο «ἀνθρωπεύεσθαι» [69] και κατ’ επέκταση στην καθημερινότητά του, στη «τέχνη της ζωής». Διακρίνει τις αρετές σε δύο κατηγορίες, τις «διανοητικές» που καλλιεργούνται με τη διδασκαλία (με την παιδεία δηλαδή) κι έχουν να κάνουν με τη φρόνηση και τις «ηθικές» που καλλιεργούνται με την (εξ)άσκηση, την επανάληψη και τη μετατροπή τους σε συνήθεια («ἔθος»), σε «ἔξιν» κι έχουν να κάνουν με τη σοφία. Οι διανοητικές αρετές σχετίζονται με το νου, τη γνώση και την επιστήμη ενώ οι ηθικές αρετές σχετίζονται με τις «έξεις», τα σταθερά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας δηλαδή -χωρίς ο φιλόσοφος να παραλείπει να λαμβάνει υπ’ όψιν του αυτό που ακόμα και σήμερα ορίζουμε ως «προδιάθεση» καθώς θεωρεί ότι οι αρετές δεν είναι έμφυτες. Στην αριστοτελική ηθική κομβικό ρόλο παίζει η αρχή της μεσότητας -το γνωστό «μέτρον ἄριστον»- που μοιάζει με μια μαθηματική μορφή που υπαγορεύει την διατήρηση ίσων αποστάσεων από καθετί ακραίο, την αποφυγή των ακραίων συμπεριφορών δηλαδή και τη διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ μιας υπερβολής και μιας έλλειψης ενώ ο Αριστοτέλης δεν παραλείπει και πάλι να λάβει υπ’ όψιν του τον ανθρώπινο παράγοντα, την ιδιαίτερη περίσταση, το που, το πως, το πότε και το πόσο, το κοινωνικό πλαίσιο δηλαδή ώστε να επιτευχθεί η χρυσή τομή [70]. Η αριστοτελική ηθική είναι μια ηθική τελεολογική. Ο απώτερος σκοπός, το «τέλος» δηλαδή, είναι η ευδαιμονία και προκειμένου αυτή να επιτευχθεί ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει την αναγκαιότητα σύνδεσης της διανοητικής και ηθικής αρετής. Για τον Έλληνα φιλόσοφο, η φύση δίνει τη δυνατότητα για την αρετή ενώ η διδαχή την πραγματώνει [71] κι είναι πολύ συγκινητικό πως για τον Αριστοτέλη έχει γραφτεί πως σκοπός της ηθικής του δεν ήταν να ερμηνεύσει τον κόσμο αλλά να τον αλλάξει, να επιφέρει την αλλαγή κι ως εκ τούτου η ηθική του ενατένιση κρίθηκε από κάποιους ως …επιτακτική [72].

 

(Συνεχίζεται)