Η ηθική στην φιλοσοφική σκέψη των ελληνιστικών χρόνων

31 Δεκεμβρίου 2024

(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=412786)

Με την κατάργηση του θεσμού της πόλης-κράτους και τη μετάβαση στους ελληνιστικούς χρόνους στα μέσα του 4ου π. Χ. αιώνα κι ως εκ τούτου σε έναν κόσμο πιο ασταθή, η φιλοσοφία της ηθικής επαναπροσδιορίζεται με τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής να επιδιώκουν να επιφέρουν μιαν αίσθηση σταθερότητας κι ασφάλειας για τον άνθρωπο της εποχής. Οι κυνικοί φιλόσοφοι, με έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους τους τον Διογένη, ξεχώρισαν για την αντισυμβατικότητά τους που συνοδευόταν από έναν  αντίστοιχο τρόπο ζωής και συμπεριφοράς δημοσίως (έμπρακτη ηθική).

Η ευδαιμονία υπήρξε ο τελικός στόχος και γι’ αυτούς με τη διαφορά ότι, προκειμένου για την επίτευξή της, οι κυνικοί υπογράμμιζαν την αναγκαιότητα για έναν απλό και λιτό τρόπο ζωής, την επιστροφή στην πλήρη ελευθερία της φύσης [73] (την κατάκτηση της εσωτερικής ελευθερίας δηλαδή), την αυτάρκεια και την αυτοπειθαρχία, περιφρονώντας τη ζωή στην πόλη, τις ηδονές και τις υλικές απολαύσεις, τον πλούτο, τη δόξα και γενικά τις συμβάσεις που συνάδουν με αυτή. Η έννοια του αγαθού για τους κυνικούς φιλοσόφους ταυτίζονταν με την ίδια τη φύση που καθόριζε το καλό ή το κακό [74] ενώ ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η άποψή τους πως η υπερβολική παιδεία ήταν άσκοπη και χωρίς ουσία καθώς δεν οδηγούσε απαραίτητα τους ανθρώπους σε ενάρετες πράξεις [75].

Οι στωικοί φιλόσοφοι, με έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους τους τον Επίκτητο, είχαν την πεποίθηση ότι η ευδαιμονία του ανθρώπου εξαρτάται από τον ίδιο. Προκειμένου αυτή να κατακτηθεί αρκούσε η αρετή, την οποία οι στωικοί φιλόσοφοι συνέδεαν με τη σωστή συμπεριφορά και με τη λογική [76], υπό την έννοια όμως ενός ανώτερου Θεϊκού Λόγου που ενυπάρχει στον άνθρωπο και βρισκόταν σε συμφωνία με τη φύση  που αποτελούσε τελικά την αιτία για καθετί στον κόσμο ενώ επιπλέον αυτή διέθετε και μιαν «έλλογη αυτορρύθμιση». Για τους στωικούς φιλοσόφους, η φιλοσοφία έπρεπε να καθιστά τα μέλη της κοινωνίας ηθικά και άρα να είναι πρακτική [77].

Ακολουθεί ο Επίκουρος ο οποίος εισάγει μιαν ηθική φιλοσοφική θεώρηση στην οποία η φιλοσοφία δεν είναι παρά μια θεραπεία [78]. Η περιβόητη «τετραφάρμακος» ήταν η φιλοσοφική «συνταγή» απέναντι σ’ αυτό που για τους επικούρειους φιλοσόφους κατέστρεφε τη δυνατότητα για ευτυχία, την ανθρώπινη ανησυχία, και συνίστατο στην αποδοχή τεσσάρων βασικών αληθειών: «δεν μας απειλεί καμιά θεϊκή δύναμη, δεν υπάρχει μετά θάνατο ζωή, εύκολα αποκτιέται ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε» και «ό,τι μας κάνει να υποφέρουμε εύκολα μπορούμε να το υπομείνουμε» [79]. Για τον Επίκουρο και τους επικούρειους φιλοσόφους, κάθε είδους ευχαρίστηση είναι αγαθή (λόγω της έμφυτης τάσης του ανθρώπου προς την ηδονή) με την προϋπόθεση ότι η ηδονή δεν θα επιφέρει στο άτομο κάποια συνέπεια αρνητική κι επιπλέον με την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος θα έβρισκε πιο ηδονικές τις πνευματικές παρά τις σωματικές απολαύσεις καθώς οι πρώτες είχαν μεγαλύτερη διάρκεια και συνεπάγονταν ελάχιστο κακό [80].

Τέλος, ο Πλωτίνος και οι νεοπλατωνιστές έλκουν (όπως μαρτυρά και το όνομά τους) τις καταβολές της φιλοσοφικής θεώρησής τους σε σχέση με την ηθική από το Πλάτωνα και τον νοητό κόσμο των Ιδεών. Σύμφωνα με τον Πλωτίνο, η φιλοσοφία δεν είναι αυτοσκοπός αλλά ένα μέσο για την άσκηση της ψυχής του ανθρώπου, την καθοδήγησή του στον προορισμό του και την επίτευξη του σκοπού της ζωής του που δεν είναι άλλος από την ανάτασή του, την ανύψωσή του στον νοητό κόσμο των Ιδεών. [81]. Ο Πλωτίνος άσκησε βαθιά επίδραση στα χρόνια που ακολούθησαν και στον χριστιανισμό καθώς «Με αυτόν η ελληνική φιλοσοφία είχε ένα εντυπωσιακό τέλος, γιατί ανασύνθεσε δημιουργικά τον ελληνικό ηθικό στοχασμό και τον έκανε ικανό να ανταποκριθεί στα σημεία των καιρών, κηρύσσοντας την ένωση με το Θεό μέσω της κάθαρσης και της έκστασης ύστερα από επίπονη διαδικασία» [69], μια διαδικασία που οδηγεί πια στην έλευση του Ιησού Χριστού και τον Χριστιανισμό.

(Συνεχίζεται)