Ο μυκηναϊκός πολιτισμός αναπτύχθηκε κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (16ος-12ος αι. π.Χ.), ως αποτέλεσμα των πολιτιστικών ζυμώσεων μεταξύ του ηπειρωτικού ελλαδικού κορμού και της μινωικής ανακτορικής Κρήτης. Τα όρια του μυκηναϊκού πολιτισμού εκτείνονται όχι μόνο πέρα από το λόφο που είναι χτισμένη η ακρόπολη των Μυκηνών, αλλά και πέρα από τα όρια της Αργολίδας.
Άποψη της Ακρόπολης των Μυκηνών όπως φαίνεται από το χώρο του πάρκινγκ. Σε πρώτο πλάνο ο ταφικός περίβολος Β', βασιλικό νεκροταφείο των μεσοελλαδικών χρόνων (17ος-16ος αι. π.Χ.). Η ανασκαφή του έφερε στο φως ευρήματα αριστουργηματικής τέχνης.
Ανηφορίζοντας προς την ακρόπολη των Μυκηνών. Οι ανασκαφές, που άρχισαν το 1874 από τον Ερρίκο Σλήμαν και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, έχουν αποδείξει την κατοίκηση του χώρου ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ.
Στο απόγειό του φτάνει ο μυκηναϊκός πολιτισμός στην περίοδο 1400-1120 π.Χ. Πρόκειται για την περίοδο του ανακτορικού συστήματος και των μεγάλων έργων, που προκαλούν ακόμη και σήμερα δέος και θαυμασμό. Ανάμεσά τους τα κατασκευασμένα με τεράστιους ογκόλιθους τείχη, που αργότερα ονομάστηκαν κυκλώπεια, καθώς δημιουργήθηκε η δοξασία ότι επρόκειτο για υπεράνθρωπες κατασκευές - έργα των μυθικών Κυκλώπων.
Το υπέρθυρο της πύλης των Λεόντων, της κύριας, μνημειώδους εισόδου στην τειχισμένη ακρόπολη. Το όνομά της η πύλη το οφείλει στο σύμπλεγμα των λεόντων, το αρχαιότερο μνημειώδες ανάγλυφο στον ευρωπαϊκό χώρο. Τα κεφάλια των ζώων, τα οποία σήμερα δεν σώζονται ήταν κατασκευασμένα πιθανώς από στεατίτη λίθο.
Η πύλη των Λεόντων όπως φαίνεται από την εσωτερική πλευρά των τειχών, που είχαν μήκος 900 μέτρα, πάχος 5,50 έως 7,50 μέτρα και ύψος που έφτανε μέχρι και τα 12,0 μέτρα. Η πύλη έκλεινε με δίφυλλη θύρα που σφράγιζε με αμπάρα.
Ταφικός περίβολος Α'. Πρόκειται για βασιλικό νεκροταφείο της υστεροελλαδικής Ι εποχής (16ος αι. π.Χ.). Κατά το χρόνο χρήσης του βρισκόταν εκτός των τειχών. Χρυσές νεκρικές προσωπίδες και ποικίλα αριστουργήματα που βρέθηκαν εδώ εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
Η ακρόπολη των Μυκηνών κατείχε κυρίαρχη - φυσικά οχυρή - θέση στην αργολική πεδιάδα και μπορούσε να ελέγχει τις οδούς επικοινωνίας προς κάθε κατεύθυνση της Πελοποννήσου και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ήταν λοιπόν κατάλληλη για να στεγάσει το βασιλικό γένος των Ατρειδών.
Εντυπωσιακή η θέα από την ακρόπολη προς τον Αργολικό κόλπο.
Το ανάκτορο καταλάμβανε την κορυφή του λόφου. Με πυρήνα του το μέγαρο, την έδρα του μυκηναίου άνακτα, και περιστοιχιζόμενο από ένα σύνθετο ιστό κτισμάτων αποτελούσε το κέντρο της διοικητικής, οικονομικής και θρησκευτικής δραστηριότητας. Εδώ βρέθηκαν και οι πινακίδες της Γραμμικής Β΄ γραφής, που η αποκρυπτογράφησή της αποκάλυψε την πρωιμότερη γνωστή μορφή της ελληνικής γλώσσας.
Η βορειοανατολική επέκταση. Αποτελεί την τρίτη και τελευταία επέκταση του οχυρωματικού περιβόλου.
Η είσοδος της υπόγειας δεξαμενής, που αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά επιτεύγματα της μυκηναϊκής τεχνικής ύδρευσης. Για να την δει κανείς από κοντά, χρειάζεται να έχει μαζί του φακό.
Βγαίνοντας από την υπόγεια δεξαμενή. Η κάθοδος προς τη δεξαμενή είναι χτισμένη κατά το εκφορικό σύστημα. Στην απόληξή της και σε βάθος 18 μέτρων διαμορφώνεται τετράπλευρο σκεπαστό φρεάτιο. Εκεί κατέληγε το νερό φυσικής πηγής, που βρίσκεται έξω από το τείχος, μέσω πήλινων αγωγών.
Η βόρεια πύλη κατασκευάστηκε κατά τη δεύτερη οικοδομική φάση των τειχών (γύρω στο 1250 π.Χ.). Στο εσωτερικό της πύλης διαμορφώνεται μικρή αυλή, από την οποία ξεκινούσε δρόμος που κατέληγε στο μέγαρο.
Ο θολωτός τάφος των Λεόντων (αρχές 14ου αι. π.Χ.). Πήρε το όνομά του λόγω της θέσης του (βρίσκεται κοντά στην πύλη των Λεόντων). Ο μεγάλου μήκους δρόμος προς την είσοδό του φέρει επένδυση στις πλευρές του από πώρινους δόμους.
Η είσοδος του τάφου των Λεόντων επιστέφεται από τέσσερις ογκόλιθους. Η θόλος, που δεν σώζεται, υπολογίζεται ότι έφτανε τα 15 περίπου μέτρα.
Άποψη του τάφου των Λεόντων από ψηλά.
Ο περίφημος θησαυρός του Ατρέως, το αντιπροσωπευτικότερο και άριστα διατηρημένο δείγμα θολωτού τάφου (1250 π.Χ.)
Δέος προκαλεί το μέγεθος του θησαυρού του Ατρέως.
Σε εξαιρετική κατάσταση βρίσκεται η λιθοδομή. Εντύπωση, πέρα από την ίδια την κατασκευή προκαλεί και η ακουστική του χώρου, που γίνεται αντιληπτή όταν σταθείς κάτω ακριβώς από την κορυφή του θόλου.