Ηγουμένη Ταϊσία, Απροσδόκητη δοκιμασία
7 Ιουνίου 2024(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
† Η μοναχική ζωή δεν είναι «δίκαιη»
Η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα
-Ρωμ. 5:3-4
Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=400278
Η ζωή στο κελλί μου συνεχιζόταν ήρεμα και ειρηνικά· πλησίαζα να κλείσω εκεί τα έξι χρόνια. Είχα πάντοτε το αίσθημα ότι μια τέτοια ήρεμη και ειρηνική ζωή, δεν θα μπορούσε να διαρκέση για πολύ, ότι από ώρα σε ώρα θα ερχόταν κάποια συμφορά. Όπως λέει η ρωσική παροιμία «Η καταιγίδα έρχεται μετά από γαλήνη».
Μερικές φορές σκεφτόμουν ότι ο Κύριος με τους ανεξιχνίαστους τρόπους της Προνοίας Του μου άφηνε καιρό για πνευματική ανάπαυση, ώστε να με προετοιμάση για μια ζωή, που θα ερχόταν γεμάτη δυσκολίες και θλίψεις. Και δεν έκανα λάθος· δεν με γέλασε η διαίσθησή μου. Ένας μεγάλος πειρασμός βρισκόταν σε εξέλιξη μπροστά στα ίδια μου τα μάτια. Κατάντησε να χάσω όχι μόνο το αγαπημένο μου κελλί, αλλά και το ίδιο το Μοναστήρι των Εισοδίων, κάτι που δεν περίμενα ποτέ να συμβή.
Αυτή η δοκιμασία άλλαξε όλην την πορεία της ζωής μου τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά. Ποιο όμως ήταν το θέλημα του Θεού; Είναι φανερό ότι τα μεγάλα σχέδια της Θείας Προνοίας μας εκδηλώνονται μέσα από θλίψεις. «Ο Θεός γνωρίζεται μέσα από τις δοκιμασίες Του.» Πόσο βαρειές όμως και απελπιστικές φαίνονται οι θλίψεις σε μας τους κοντόφθαλμους και λιπόψυχους! Δεν καταλαβαίνομε ούτε και θέλομε να δούμε σ’ αυτές τις θλίψεις, που μας έρχονται την σκοπιμότητα της Θείας Προνοίας· δεν μπορούμε να υπακού σωμε στον Θεό δίχως γογγυσμό.
Ανέφερα ήδη πως, όταν εγκαταστάθηκα στο νέο μου κελλί, η ηγουμένη μας μου είχε εμπιστευθή την φροντίδα ενός νεαρού κοριτσιού, της Λιούμποβ Κολεσνίκοβα, που είχε έλθει προσφάτως στο μοναστήρι και που ήταν κόρη του επιστάτη του κοιμητηρίου Μάλο Όκτα της Πετρουπόλεως. Οι Κολεσνίκοβ ήταν φιλόθρησκοι και εύποροι. Η μητριά της Λιούμπα (ο πατέρας της είχε κάνει δεύτερο γάμο) ερχόταν συχνά να επισκεφθή την θετή της κόρη και όσο διαρκούσαν οι επισκέψεις της έμενε φυσικά μαζί μας.
Πολλές φορές μας είχε πει ότι ο σύζυγός της ήταν αρκετά ηλικιωμένος, ότι είχε εκφράσει την επιθυμία να μπη σε μοναστήρι και ότι προσπαθούσε να πείση και την ίδια να κάνη τον ίδιο. Μια μέρα με κάλεσε η ηγουμένη στο γραφείο της.
Όταν πήγα, μου είπε: «Έχομε εδώ την μητέρα της Λιούμπα (την Αβντότια Ιγνατίεβνα), που θέλει να μπη στο μοναστήρι μας. Ο άνδρας της δίνει κι αυτός τους μοναχικούς όρκους στο Έρημητήριο Ρέκον (περίπου σαράντα βέρστια μακριά από το Τικβίν). Η κ. Ιγνατίεβνα λοι- πον επιθυμεί να κατοικήση στο κελλί, που μένεις εσύ και προσφέρει για συνεισφορά 800 ρούβλια. Εσύ τι λες;».
Αυτή η τόσο απροσδόκητη τροπή των γεγονότων μ’ άφησε εμβρόντητη και παρέμεινα σιωπηλή. Η ηγουμένη συνέχισε λέγοντας ότι αυτά τα 800 ρούβλια θα ήταν μια “γερή ανάσα» για τα οικονομικά του μοναστηριού.
Βλέποντας ότι η επιθυμία της ήταν ν’ αφήσω το κελλί μου, για να το καταλάβη μια γυναίκα, που μόλις είχε έλθει να μείνη στο μοναστήρι, δεν μπόρεσα να βρω τίποτε να της πω, εκτός από το «Με την ευλογία σας θα φύγω από το κελλί μου, αλλά πού θα πάω;»
Ήξερα ότι δεν υπήρχε άλλο ελεύθερο κελλί, εκτός από ένα στο ισόγειο, που οι τοίχοι του ήταν φτιαγμένοι από πέτρα, αλλά δεν περίμενα ότι θα μου έδινε αυτό η ηγουμένη, γιατί ήταν πολύ υγρό. Κάθε χρόνο την άνοιξη έβγαζε νερό από το πάτωμα, κι επειδή βρισκόταν στο ισόγειο, σχεδόν στην γωνία του κτιρίου, η υγρασία ήταν συνεχής.
Μεγάλη ήταν όμως η σαστιμάρα μου όταν η ηγουμένη μου υπέδειξε ότι έπρεπε να πάω σ’ εκείνο ακριβώς το κελλί. Με δυσκολία κρατιόμουν στα πόδια μου και βγήκα βιαστικά απ’ το δωμάτιο. Ένα πλήθος σκέψεις όρμησαν μέσα στο κεφάλι μου.
“Μα αυτή η ίδια δεν μου είπε ότι οι Σνέτκοβ, που έκτισαν αυτό το κτίριο της είχαν ζητήσει ειδικά να μου δώση ένα κελλί;
Δεν αρνήθηκε τα χρήματα, που της είχα αρκετές φορές προσφέρει στο παρελθόν σαν συνεισφορά για το μοναστήρι και για το κελλί μου; Δεν είχε πάρει χιλιάδες ρούβλια από την δουλειά, που προσέφερα διδάσκοντας τα παιδιά – δωρεές σε χρήματα, αλεύρι, οικιακά σκεύη, ξυλεία, ό,τι μπορεί κανείς να φαντασθή!
Πού είναι η δικαιοσύνη; Πού είναι η αγάπη προς τον άνθρωπο; Γιατί στέλνουν ένα κορίτσι από ευγενική οικογένεια και με καλή ανατροφή σ’ ένα τέτοιο υγρό κελλί;”
Αυτές και άλλες παρόμοιες σκέψεις στριφογύριζαν στο κεφάλι μου. Με δυσκολία έφθασα στον μικρό κήπο, που ήταν μπροστά στο κτίριό μας. Κοίταζα αθέλητα προς τα πάνω και βλέποντας το ανοιχτό παράθυρο του μικρού μου κελλιού δεν μπόρεσα να προχωρήσω παραπέρα κι έπεσα σ’ ένα πάγκο.
Όταν ηρέμησα κάπως, ανέβηκα στον δεύτερο όροφο, μπήκα στο κελλάκι μου, έπεσα στα γόνατά μου μπροστά στις εικόνες και φώναξα με δάκρυα:
«Αντίο, αγαπημένη μου φωλιά, πνευματικό μου σχολείο, μικρέ μου επίγειε παράδεισε, όπου δοκίμασα τα πρώτα μοναχικά παλαίσματα και την προσευχή! Ποια γωνιά θα στεγάση τώρα την πονεμένη μου καρδιά;».
Μου φαινόταν ότι με το χάσιμο αυτού του κελλιού, έχανα επίσης και την προστασία και την αγάπη όλου του μοναστηριού.
Οι διαδόσεις μέσα στο μοναστήρι ότι μετακόμιζα σ’ ένα άλλο κελλί εξ αιτίας των 800 ρουβλιών της Αβντότια Ιγνατίεβνα, μιάς γυναίκας που ήταν καινούργια και άγνωστη στο Μοναστήρι, προξένησαν μια γενική γκρίνια γεγονός, που δεν μπορούσε να περάση απαρατήρητο από την ηγουμένη. Εγώ πάντως έσπευσα να μετακομίσω, για να δώσω ένα τέλος σ΄ αυτήν την θλιβερή κατάσταση.
Προς έκπληξή μου η Λιούμπα δεν έμεινε στο παλιό μου κελλί, με την μητριά της, αλλά μετακόμισε κι ήλθε μαζί μου η διακονήτριά μας όμως έμεινε επάνω κι εμείς σε αντικατάσταση της πήραμε μια νεαρή χωριατοπούλα που ο πατέρας της ήταν χήρος και ζούσε για χάρη του Χριστού μια ζωή περιπλανώμενου ή διά Χριστόν σαλού· αυτός έσπρωξε και την κόρη του στο μοναστήρι.
Η νέα μου κατοικία είχε κι αυτή δυο δωμάτια. Το πρώτο ήταν τελείως σκοτεινό. Το δεύτερο είχε δυο μικρά τετράγωνα παράθυρα, που έβλεπαν στον φράχτη ενός πάρκου της πόλης. Αυτό ήταν πολύ άβολο για το κέντημα και την ραπτική μου, λόγω μάλιστα και της περιορισμένης μου όρασης. Όλος ο τοίχος κάτω απ’ αυτά τα παράθυρα, από την μια γωνιά μέχρι την άλλη και οι ίδιες οι γωνιές ήταν σκεπασμένα με μούχλα σε πλάτος μιας γιάρδας. Αυτή η μούχλα δεν έφευγε.
Προσπαθήσαμε να την ξηράνωμε πυρακτώνοντας τούβλα μέχρι που να γίνουν κόκκινα απ’ την φωτιά και βάζοντάς τα επάνω στον τοίχο και στις γωνιές, αλλά του κάκου· αυτό προκαλούσε αποσύνθεση και το μόνο, που καταφέρναμε, ήταν να αυξάνωμε την υγρασία.
Ο αέρας, που ήταν ανυπόφορα αποπνικτικός μου προκαλούσε συνεχείς κεφαλόπονους. Εκτός από τις νύχτες, μου ήταν αδύνατο να μείνω μόνη για τις πνευματικές μου μελέτες (όπως έμενα στο παλιό μου κελλί), επειδή οι δόκιμές μου δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτ’ άλλο στο πρώτο το σκοτεινό κελλί, εκτός του να κοιμούνται· για να κάνουν την δουλειά τους χρειάζονταν φως.
Συνεχίζεται
Απόσπασμα από το βιβλίο, «Ηγουμένη Ταϊσία», των εκδόσεων το «Περιβόλι της Παναγίας».