Εσκληρύνθη η καρδία του Φαραώ και δεν αφήκεν ελευθέρους τους Ισραηλίτας να αναχωρήσουν…

3 Νοεμβρίου 2024

Προφήτης Μωυσής. Φορητή εικόνα δεύτερο μισό 11ου αιώνα. Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Προφήτης Μωυσής Έξοδος 9

 

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=409573

Εξ. 9,1 Είπε τότε ο Κύριος προς τον Μωυσήν· «πήγαινε πάλιν προς τον Φαραώ και είπέ του· Αυτά λέγει Κύριος ο Θεός των Εβραίων· άφησε ελεύθερον τον λαόν μου, διά να με λατρεύση.

Εξ. 9,2 Εάν όμως δεν θελήσης να αποστείλης ελεύθερον τον λαόν μου, αλλά επιχειρήσης και πάλιν να τον κατακρατήσης,

Εξ. 9,3 ιδού η τιμωρός χειρ του Κυρίου θα επέλθη εις τα ζώα σου που βόσκουν εις τας πεδιάδας, στους ίππους, εις τα υποζύγια, εις τας καμήλους, εις τα βόδια και εις τα πρόβατα, και θα επιπέση εις αυτά θανατικό, πολύ μεγάλη καταστροφή.

Εξ. 9,4 Πάλιν όμως εγώ και εις την περίστασιν αυτήν κατά τρόπον θαυματουργικόν και εις δόξαν του λαού μου, θα χωρίσω τα κτήνη των Αιγυπτίων από τα κτήνη του ισραηλιτικού λαού, ώστε κανένα από τα ζώα των υιών του Ισραήλ να μη αποθάνη».

Εξ. 9,5 Ώρισε δε ο Θεός και τον χρόνον του θαύματος και είπε· «κατά την αυριανήν ημέραν θα πραγματοποιήση ο Κύριος τον λόγον του αυτόν εις την χώραν της Αιγύπτου».

Εξ. 9,6 Επραγματοποίησεν όντως ο Κύριος την απειλήν του αυτήν κατά την επομένην ημέραν και εψόφησαν όλα τα ζώα των Αιγυπτίων, ενώ από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν απέθανεν ούτε ένα.

Εξ. 9,7 Όταν επληροφορήθη ο Φαραώ ότι κανένα από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν απέθανε, σκεφθείς ίσως ότι αρκούν αυτά διά τους Αιγυπτίους, εσκλήρυνε την καρδίαν του και δεν αφήκε ελεύθερον τον ισραηλιτικόν λαόν να αναχωρήση.

Εξ. 9,8 Ο Κύριος είπε τότε προς τον Μωυσήν και τον Ααρών· «πάρετε και γεμίστε τα χέρια σας από καπνιά καμίνου και ας σκορπίση αυτήν ο Μωυσής στον ουρανόν ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών αυτού.

Εξ. 9,9 Και θα γίνη κονιορτός εις όλην την χώραν της Αιγύπτου. Αυτός ο κονιορτός, καθώς θα πέφτη επάνω στους ανθρώπους και εις τα τετράποδα, θα προκαλέση έλκη και καυτερές φουσκάλες εις ανθρώπους και εις ζώα καθ’ όλην την χώραν της Αιγύπτου».

Εξ. 9,10 Ο Μωυσής επήρε την καπνιάν από την κάμινον και ενώπιον του Φαραώ εσκόρπισεν αυτήν στον ουρανόν. Αμέσως δε παρουσιάσθησαν πληγαί και καυτερές φουσκάλες στους ανθρώπους και εις τα τετράποδα.

Εξ. 9,11 Και οι ίδιοι οι μάγοι δεν ημπορούσαν να σταθούν ενώπιον του Μωυσέως εξ αιτίας των πληγών των. Διότι αι πληγαί αυταί επροξενήθησαν στους μάγους και εις ολόκληρον την Αίγυπτον.

Εξ. 9,12 Ο Κύριος επέτρεψε να σκληρυνθή και πάλιν η καρδία του αμετανοήτου Φαραώ και έτσι εκείνος δεν υπήκουσεν στον Μωυσέα και στον Ααρών, που του διεβίβασαν την εντολήν του Κυρίου.

Εξ. 9,13 Είπεν ο Κύριος προς τον Μωυσήν· «σήκω πολύ πρωί, στάσου ενώπιον του Φαραώ και είπε προς αυτόν· Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός των Εβραίων· απόστειλε ελεύθερον τον λαόν μου, δια να με λατρεύσουν.

Εξ. 9,14 Εάν όμως και πάλιν παρακούσης, θα αποστείλω κατά τον καιρόν αυτόν όλας τας τιμωρίας μου εις την καρδίαν σου, εις την καρδίαν των αυλικών σου και του λαού σου, διά να μάθης ότι δεν υπάρχει εις όλην την γην άλλος Θεός, όπως εγώ.

Εξ. 9,15 Διότι τώρα θα απλώσω το παντοδύναμο χέρι μου, θα κτυπήσω σε, θα θανατώσω τον λαόν σου, και θα ξεπαστρευθής από την γην.

Εξ. 9,16 Μέχρι τώρα διετηρήθης εις την ζωήν, διά να σου δείξω την άπειρον δύναμίν μου και να δοξασθή το όνομά μου εις όλην την οικουμένην.

Εξ. 9,17 Ακόμη λοιπόν συ θα πράξης τα ίδια εναντίον του λαού μου και δεν θα τον αποστείλης ελεύθερον;

Εξ. 9,18 Ιδού εγώ ρίπτω αυτήν την ώραν αύριον πυκνήν και μεγάλην χάλαζαν, τόσην πολλήν όση ποτέ δεν έχει πέσει επί της Αιγύπτου, από την ημέραν που εκτίσθη μέχρι σήμερον.

Εξ. 9,19 Τώρα λοιπόν σπεύσε χωρίς αργοπορίαν να μαζέψης τα κατοικίδια ζώα σου και όσα άλλα ακόμη ευρίσκονται εις τας πεδιάδας, διότι όλοι, άνθρωποι και ζώα, που θα ευρεθούν εις τας πεδιάδας και δεν θα εισέλθουν εις τας οικίας, θα πέση δε χάλαζα επάνω των, θα θανατωθούν».

Εξ. 9,20 Καθένας από τους αυλικούς του Φαραώ, που ευλαβείτο τα λόγια του Κυρίου εμάζευσε τα ζώα του στους σταύλους των.

Εξ. 9,21 Όποιος όμως δεν έδωσε προσοχήν στον λόγον του Κυρίου, αφήκε τα ζώα του εις τας πεδιάδας.

Εξ. 9,22 Την άλλην ημέραν είπεν ο Κύριος προς τον Μωυσήν· «άπλωσε το χέρι σου στον ουρανόν και θα πέση χάλαζα εις όλην την Αίγυπτον εναντίον των ανθρώπων, και των ζώων και επάνω εις όλην την χλόην της γης».

Εξ. 9,23 Ήπλωσεν ο Μωυσής το χέρι του στον ουρανόν, και ο Κύριος έδωσε βροντάς και έβρεξε χάλαζαν, ενώ το πυρ των αστραπών διέτρεχε την γην. Και έβρεξεν ο Κύριος φοβεράν χάλαζαν εις όλην την χώραν της Αιγύπτου.

Εξ. 9,24 Καθώς δε η χάλαζα έπιπτεν εις την γην φλόγες αστραπών ανεμιγνύοντο με αυτήν. Η χάλαζα ήτο πολλή πάρα πολλή, ομοία της οποίας ποτέ άλλοτε δεν είχε πέσει εις την Αίγυπτον από της εποχής, κατά την οποίαν ωργανώθη εις αυτήν το κράτος των Αιγυπτίων.

Εξ. 9,25 Εκτύπησεν η χάλαζα και εφόνευσεν εις όλην την Αίγυπτον ανθρώπους και ζώα. Εκτύπησε και κατέστρεψε όλην την χλόην των πεδιάδων και συνέτριψεν όλα τα δένδρα της χώρας.

Εξ. 9,26Εις την Γεσέμ όμως, όπου ήσαν οι Ισραηλίται, δεν έπεσε χάλαζα.

Εξ. 9,27 Καθ’ ον χρόνον έπιπτεν η καταστρεπτική χάλαζα, έστειλεν ο Φαραώ ανθρώπους, εκάλεσε τον Μωυσήν και τον Ααρών και καταφοβισμένος από την φοβεράν πληγήν τους είπεν· «ημάρτησα αυτήν την φοράν ενώπιον του Κυρίου. Ο Θεός είναι δίκαιος, εγώ δε και ο λαός μου είμεθα ασεβείς.

Εξ. 9,28 Προχευχηθήτε, λοιπόν, υπέρ εμού προς τον Θεόν διά να παύσουν αι βρονταί του Θεού, η χάλαζα και το πυρ και εγώ θα σας αφήσω ελευθέρους να αναχωρήσετε. Δεν θα μείνετε πλέον εδώ».

Εξ. 9,29 Ο Μωυσής του απήντησεν· «αμέσως μόλις εξέλθω από την πόλιν θα υψώσω τα χέρια μου προς τον Κύριον και θα παύσουν αι βρονταί, θα σταματήση η χάλαζα και η βροχή, διά να μάθης ότι η γη όλη ανηκεί στον Κύριον.

Εξ. 9,30 Αλλά γνωρίζω καλά ότι δεν έχετε άκομη φοβηθή τον Κύριον, ούτε συ, ούτε οι αυλικοί σου».

Εξ. 9,31 Από την χάλαζαν είχε καταστραφή και το λινάρι και η κριθή· διότι η μεν κριθή είχε πετάξει τότε μεγάλον βλαστόν, το δε λινάρι είχε δέσει τα σπέρματά του.

Εξ. 9,32 Ο σίτος όμως και η ολύρα (είδος λευκού σίτου) δεν κατεστράφησαν, διότι ήσαν όψιμα.

Εξ. 9,33 Εξήλθεν ο Μωυσής από τα ανάκτορα του Φαραώ και, έξω από την πόλιν, ύψωσε τα χέρια του προς τον Θεόν. Αμέσως δε αι βρονταί και η χάλαζα εσταμάτησαν και ούτε σταγών βροχής δεν έσταξεν εις την γην.

Εξ. 9,34 Ο Φαραώ ειδών ότι εσταμάτησαν η βροχή και η χάλαζα και οι κεραυνοί, ημάρτησε και πάλιν ενώπιον του Θεού, και εσκληρύνθη η καρδία αυτού και των αυλικών του.

Εξ. 9,35 Εσκληρύνθη η καρδία του Φαραώ και δεν αφήκεν ελευθέρους τους Ισραηλίτας να αναχωρήσουν, όπως τον είχε διατάξει διά του Μωυσέως ο Θεός.

 

Μετάφραση Ιωάννη Κολλιτσάρα. Από http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/PD/02.%20Exodus.htm