Ο εκκλησιαστικός Βίος του π.Τιμοθέου Παπαμιχαήλ (+1954)
18 Νοεμβρίου 2024(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=410906)
Όπως έγραφε επιμνημοσύνως ο αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Μπαρδάκος (μετέπειτα Μιτροπολίτης Σάμου): Ο π.Τιμόθεος ζούσε σαν σε μοναστήρι και σαν σε κοινωνία. Εσωτερική ζωή και ιεραποστολικό έργο. Έλεγε την ημέρα αγωνιζόμαστε για τους αδελφούς και την νύχτα για τον εαυτό μας. Την νύχτα λίγος ύπνος, αγρυπνεί και επικοινωνεί με τον Θεό. «Η ψυχή -έλεγε ο π.Τιμόθεος- διψά από το Θεό, όχι από τα πράγματά του.».
Την νύχτα στις δύο μετά τα μεσάνυχτα αποσυρόταν στην κατασκήνωση της Μαγκουφάνας Αττικής μέσα στα δέντρα και γονατιστός με υψωμένα τα χέρια προσεύχεται δύο ώρες, κομποσχοίνι, μετάνοιες, πρωί βράδυ, ασκητής. Ρόζοι στα χέρια από τις μετάνοιες. Την νύχτα μελετούσε τους Πατέρες, ιδίως τους Νηπτικούς. Τον τελευταίο καιρό της ζωής του αγάπησε πολύ τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, που τον θεωρούσε ως την τελειότερη έκφραση της ορθοδόξου πνευματικής ζωής. Κάθε πρωί σηκωνόταν στις 5 και προσευχόταν για 3 ώρες μέχρι τις 8. Μετά την πρωινή προσευχή μελετούσε ένα κεφάλαιο από τη Καινή Διαθήκη και σ’ όλο το κεφάλαιο ή στίχο έγραφε ορισμένες σκέψεις. (δημοσιεύθηκαν μετά την κοίμηση του στο βιβλίο «Σκέψεις και συνθήματα» Ο π.Τιμόθεος λέγει ο μαθητής του π.Συμεών σ’ αυτό το βιβλίο, σπανίως εσηκώνετο εκ της κλίνης με το αίσθημα της υγείας. Δια της θείας Χάριτος όμως ενέκρωνε κάθε σωματική αδυναμία και συνωμίλει με τον Θεόν. Ενώπιον του Θεού ίστατο με αφάνταστον δέος και βαθύτατην ταπείνωση και συντριβήν.
Όταν το πρωί μετά τη πολύωρον προσευχή και μελέτην εξήρχετο του κοιτώνος ήταν όλως Άγιον Πνεύμα και Θείαν Χάριν. Δι’ αυτό όλα τα γραπτά του και ιδιαιτέρως οι πρωινές Σκέψεις και Συνθήματα φέρουν έκδηλον την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος δια να είναι αιώνια» Άξιες προσοχής είναι όλες οι σκέψεις αλλά μία ιδιαιτέρως «Στις 18.2.1953 διαβάζει ο π.Τιμόθεος τον στιχ. 24 του 5ου Κεφ. του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου: «Αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν. Δι εμέ, όπως εσημείωσα και χθες, η πίστις δεν είναι πλέον πίστις αλλά γνώσις. Διότι είδον τον Κύριον. Είναι τόσο στοργικός , τόσο χρηστός, Τον ησθάνθην, Με συνεχώρησεν. Με εδέχθη με αβρότητα και φιλοφροσύνην Με αγάπην. Δεν είναι πλέον δύσκολο εις εμέ να πιστεύω. Διά τας αμαρτίας μου είναι αληθές, πρέπει να περιμένω πολλάς τιμωρίας, έτι εκ της παρούσης ζωής. Μου αξίζουν. Μου αξίζει αιώνιος κόλασις εις την νιοστήν. Αλλά ο Κύριος μου έκανε να πιστεύω μέχρι γνώσεως –ας έχει δόξα- και τώρα, συμφώνως προς την υπόσχεσίν Του, είμαι απολύτως βέβαιος ότι εις τοιαύτην κρίσιν δε θα έλθω. Το είπεν ο Ίδιος. Είπε ότι έχω μεταβή από τώρα εκ του θανάτου εις την ζωήν. Αξιοπαρατήρητον και αυτό το «μεταβέβηκεν». Δεν είπε «μεταβήσεται» αλλά μεταβέβηκεν» Ώστε πίστις ιδική Του. Σωτηρία από τούδε μάλιστα! Ιδική Του. Πως έπειτα να μην τον αγαπώ; Πως να μην υπακούω εις Αυτόν. Ο Κύριος έσπασε το οχυρόν μου. Με αιχμαλώτισεν. Είμαι δούλος Του, δούλος της αγάπης Του. Ω πόσο είμαι ευτυχής Χριστέ μου σε ευχαριστώ!
Ο π. Συμεών λέγει για τον Γέροντά του «Ο π.Τιμόθεος είχε πάντα μέσα του έναν πόνο. Η καρδιά του ήταν συνεχώς πληγωμένη. Πληγωμένη από το φόβο του Θεού, από την αγάπη του Θεού, από την κατάνυξη, από τον πόνο ότι ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός και επομένως ανάλογη πρέπει να είναι η στάση του. Αυτό είχε γίνει κατάσταση μέσα του. Όποια ώρα κι αν μιλούσε μέσα στην ψυχή του ήταν ο πόνος. Δεν πονούσε μόνο τον εαυτό του αλλά και όλους τους ανθρώπους. Πονούσε το συνομιλητή του. Ο κάθε χριστιανός να έχει πόνο για τις ψυχές. Αυτό τον έκανε να ζει έντονα. Είτε μελετούσε είτε έκανε καμιά ομιλία, είτε έκανε καμιά συζήτηση, δημόσια ή κατ’ ιδίαν, πάντα έπασχε. Νεκρός και ζων εν Χριστώ. Εκεί όμως που κυρίως έπασχε ήταν η θεία Λειτουργία. Τα κηρύγματα στη θεία Λειτουργία είχαν ακόμη πιο πολύ πόνο και γινόταν με πάθος.
Όταν λειτουργούσε επειδή με όλη την ύπαρξή του δινόταν στο μυστήριο, στο τέλος της λειτουργίας ήταν από μια πλευρά, σαν πεθαμένος. Δεν έπρεπε κάποια πτυχή της ψυχής, κάποια σκέψη να δοθή αλλού. Μετά τη θεία Λειτουργία δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Τόσο πολύ κουραζόταν. Του στοίχιζε το μυστήριο της θείας Λειτουργίας, τη ζούσε. Επιστράτευε όλες τις δυνάμεις του για να ζήση το μυστήριο της θείας Λειτουργίας. Όταν γονάτιζε μπροστά στην Αγία Τράπεζα πριν τη Θεία Κοινωνία για να πη τις ευχές της μεταλήψεως και μετά σηκωνόταν να κοινωνήση δε διέφερε από έναν νεκρό. Τόσο συσταυρωνόταν εκεί με τον Χριστό, τόσο παραδινόταν στο Χριστό. Ως νεκρός και συγχρόνως ζων εν Χριστώ. Συσταυρώνομαι με το Χριστό σημαίνει παραδίδω την οποιαδήποτε υπάρχει μέσα μου και την παραμικρότερη πτυχή της βουλήσεώς μου στο Χριστό. Αναγκαζόμασταν και όλοι οι άλλοι να κάνουμε το ίδιο. Το ότι έπασχε ήταν κάτι το διαρκές και κορυφωνόταν στη θεία Λειτουργία. Είχε πληγή μέσα του, πόνο, κατάνυξη, διάθεση να ζήση ενώπιον του Θεού και κορυφωνόταν το πάσχειν στη θεία Λειτουργία. Η σταύρωση της ψυχής, των παθών, του όλου θελήματος είναι οδυνηρότερο και βαρύτερο από τη σωματική σταύρωση.
(Συνεχίζεται)