Ο πατήρ Συμεών Κραγιόπουλος (+2015) ως οικουμενικός διδάσκαλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας

12 Δεκεμβρίου 2024

(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=411785)

Ο Κωνσταντίνος (και από το 1954 και μετά) Συμεών Κραγιόπουλος γεννήθηκε στις 9.3.1926 στη Ρητίνη της Πιερίας και εκοιμήθη εδώ στη Θεσσαλονίκη την 30.9.2015 σε ηλικία περίπου 90 ετών. Το Δημοτικό σχολείο τελείωσε στη γενέτειρά του και από το 1938 μέχρι το 1945 φοίτησε στο Γυμνάσιο Κατερίνης εν μέσω πολλών δυσκολιών λόγω της εχθρικής κατοχής. Το 1946 εισήχθη στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ και τελείωσε τις σπουδές του το 1952 λόγω του ότι εν τω μεταξύ εστρατεύθη το 1949 και αρρώστησε σοβαρά για δύο χρόνια. Το 1954 χειροτονήθηκε διάκονος στη Θεσσαλονίκη και εν συνεχεία στις 27.7.1954 πρεσβύτερος. Από το 1954 μέχρι σχεδόν την κοίμησή του διετέλεσε ιεροκήρυξ της Μητροπόλεως της Θεσσαλονίκης.

Εντάχθηκε στην ορθόδοξη χριστιανική αδελφότητα «Σχολείον του Χριστού, ιδρυτής της οποίας ήταν ο πνευματικός του πατήρ αρχιμανδρίτης Τιμόθεος Παπαμιχαήλ. Μετά την κοίμηση του οποίου το 1954 την προϊσταμενίαν ανέλαβε ο ίδιος. Τα έτη 1965-1966 πήγε στο Στρασβούργο της Γαλλίας και εκεί παρακολούθησε το σεμινάριο Grand seminair de Strasbourg μαθήματα σχετικά με το θέμα «Ψυχολογία του βάθους και νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας». Κατά τη διάρκεια της 60χρονής ιερατικής του διακονίας κυρίως στη Θεσσαλονίκη αλλά περιστασιακά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος, Κύπρου και εξωτερικού ανέπτυξε ασύλληπτη σε έκταση και βάθος δραστηριότητα σε αίθουσες και ναούς της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.

Θα αναφερθώ μόνο στα προσωπικά μου βιώματα κατά την 45χρονη μαθητεία μου στον αγαπημένο πνευματικό μου πατέρα και ακριβό διδάσκαλο της πνευματικής ζωής. Ευγνωμονώ τον Θεό μ’ όλη μου την ψυχή που μου χάρισε για πνευματικό μου πατέρα για τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου και εγώ και όλα τα αμέτρητα πνευματικά του παιδιά που μας τον χάρισε τόσα χρόνια και τώρα τον πήρε από ανάμεσά μας. Συγχρόνως όμως χαρήκαμε που τον στείλαμε ως αιώνιο πρεσβευτή μας στην ουράνια πατρίδα. Ο πόθος και ο καημός του ήταν πότε θα πάει στον αγαπημένο Χριστό. Κι αυτόν τον πόθο του μετάγγιζε ανεπαίσθητα αλλά σταθερά στα βάθη των καρδιών μας. Γι’ αυτό τον αγαπούσαμε και δεν χορταίναμε να τον ακούμε στις αναρίθμητες ομιλίες του και στα κηρύγματά του. Μας έκανε να ερωτευθούμε την αιώνια ζωή για την οποία πλασθήκαμε. Μας ξεκόλλησε από τη ματαιότητα του παρόντος βίου και μας έπεισε πως Εκεί είναι η αιώνια ζωή, ο Χριστός μας, από τον οποίο και για τον οποίο πλασθήκαμε. Μας έπεισε όχι τόσο με τα θεοφώτιστα λόγια του, όσο με το ολοφάνερο βίωμα του που ζούσε με τον Χριστό και μας έμαθε και εμείς κάπως να τον ζούμε στα μέτρα της φτωχής μας πνευματικότητας.

Ο πάτερ μιλούσε πάντα αυθεντικά, όπως και ο Χριστός μιλούσε πάντα αυθεντικά, απόλυτα, ως εξουσίαν έχων. Έτσι και ο αφομοιωθείς από τον Χριστό πάτερ μιλούσε ως όργανο του, γι’ αυτό και έπειθε. Δε φρόντιζε καθόλου για την καλή και επιτυχημένη εκφορά του λόγου του δε σαγήνευε ως ρήτορας∙ μιλούσε απλά από το βίωμα του «όπως τον φώτιζε ο Θεός» εκείνη τη στιγμή. Μας «πληροφορούσε» ο λόγος του, γι’ αυτό μας τραβούσε σαν μαγνήτης. Δεν κουραζόταν να μιλάει, δεν κουραζόμασταν να τον ακούμε. Θέλαμε να τον ακούμε κι άλλο κι άλλο. Ποταμός διδασκαλίας έτρεχε από το άγιο στόμα του, ύδωρ ζων πίναμε αχόρταγα. Τον ακούγαμε με άκρα αφοσίωση, κυριολεκτικά με κομμμένη αναπνοή να μη χάσουμε τίποτα. Ο λόγος του ήταν φορτωμένος με τη Χάρη, δρόσος Αερμών. Όταν ρώτησα κάποιον: «Τι σας είπε σήμερα ο πάτερ στη σύναξη;» «Τι να σου πω;» απάντησε «μας γλυκαίνει τις ψυχές». Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Θυμάμαι, όταν άρχισα να μαθητεύω κοντά του, ένιωθα από τα λόγια του ανακούφιση, κατάνυξη, ελπίδα, χαρά. Το 1973 στη σύναξη ανδρών – επιστημόνων στην Αγία Θεοδώρα κάθε Τετάρτη βράδυ, μας μιλούσε σαν να ήξερε τα προβλήματά μου, την ψυχική μου κατάσταση και τον άκουγα μαγεμένος. Χαμογελούσα από την χαρά μου χωρίς να το καταλαβαίνω. Παρηγοριόμουν, ξυπνούσε η ελπίδα, η χαρά, το κουράγιο μου. Και μετά συνεχίζαμε με την  μικρή αγρυπνία, μέσα σε μια πνευματική έξαρση. Εκεί, όπως μας είπε, «άκουσε» ο πάτερ την απάντηση του Θεού στο «Κύριε ελέησον ημάς»: «Ναι, σας ελεώ». Μας οδηγούσε ανεπίγνωστα στην  παραδεισένια ζωή.

Δεν έχω ακούσει βαθύτερη και θεολογικώτερη διείσδυση στην ερμηνεία του Ευαγγελίου. Πάντα εύρισκε βαθειά και κρυφά νοήματα κρυμμένα στις απλές λέξεις του Ευαγγελίου και μας τα παρουσίαζε με τέτοια ενάργεια και πλάτος νοημάτων που δεν πήγαινε το μυαλό μας. Μου ‘λεγε κάποιος καθηγητής της Βιβλικής Θεολογίας της εδώ Θεολογικής Σχολής ότι έκαναν περιοδικά οι καθηγητές της έδρας συναντήσεις για να ερμηνεύσουν τα πιο δυσκολονόητα χωρία της Καινής Διαθήκης. Ερχόταν και ο πάτερ από ενδιαφέρον, σαν απλός ακροατής. Στο τέλος τον ρωτούσαν οι καθηγητές: «Εσείς πάτερ, τι λέτε;» «Κι αυτός πάντα ταπεινά, ενδοιαστικά, σαν μη ειδικός, μας έλεγε τα καλύτερα, τις πιο επιτυχημένες ερμηνείες, που χωρίς δισταγμό τις αποδεχόμασταν με ενθουσιασμό».

Αρχιμανδρίτης Συμεών Κραγιόπουλος (1926-2015).

Αν και δεν είμαι αρμόδιος, δεν μπορώ να παραλείψω να μιλήσω για τη βαθειά θεολογική στοιχείωση του πάτερ. Τα ήξερε όλα. Το κήρυγμά του, οι ομιλίες ήταν κατά 80% τουλάχιστον – ναμη πω 100% – θεολογικές, δογματικές. Ακαταπόνητα μας εισήγαγε στο μυστήριο της πίστεως με τόση μεταδοτικότητα και πειστικότητα, ώστε μαθαίναμε την θεολογία μέχρι τις τελευταίες της λεπτομέρειες. Καμιά σωστική γνώση να μην μας λείπει. Επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια για να εμπεδωθούν μέσα μας, αλλά ποτέ δε βαριόμασταν. Αγαπούσαμε την Αγία Τριάδα, τον Χριστό, το Άγιο Πνεύμα, τους αγίους. Μας προσανατόλιζε διαρκώς στον τελικό σκοπό της ζωής μας, στη Βασιλεία του Θεού. Ήξερε να μας μεταθέτει από τη γη στον ουρανό που αγαπούσε. ¨Όχι συναισθηματικά αλλά υπαρξιακά, βιωματικά.

Το καλοκαίρι του 1976 μας πήγε καμιά εικοσαριά άνδρες στο Άγιο Όρος για να δούμε από κοντά και να ψηλαφήσουμε την  μόλις αρξαμένη πνευματική αναγέννηση της μοναχικής ζωής και της ξεχασμένης από πολλές δεκαετίες ή και παρεξηγημένης νηπτικής παραδόσεως. Είδαμε τότε πολλούς επιφανείς γέροντες του Αγίου Όρους, τον π.Παϊσιο, π. Εφραίμ Κατουνακιώτη, π. Εφραίμ Φιλοθεϊτη, π.Ιωσήφ, π.Χαράλαμπο, Π.Βασίλειο Γοντικάκη, π.Θεόκλητο Διονυσιάτη και άλλους. Ενθουσιαστήκαμε από τον θησαυρό της μοναχικής ζωής και τις πολύτιμες συμβουλές των αγιορειτών γερόντων, που τόσο επαγωγικά μας τις παρουσίαζε και ανέλυε ο πάτερ σε συνδυασμό με τις άφθαστες ομιλίες του επί του Γεροντικού.

Η κορύφωση της διαπαιδαγώγησης μας ήταν τα τακτικά, κάθε χρόνο, ιερά προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους. Τι ήταν εκείνο που ζήσαμε στην πρώτη προσκυνηματική εκδρομή το 1977 στους Αγίους Τόπους! Μας διάβαζε σε κάθε τόπο εμφανίσεως του Χριστού την σχετική περικοπή από τα Ευαγγέλια, και χωρίς να καταλαβαίνουμε το πως, βλέπαμε τον Χριστό και τα γεγονότα της σωτηρίας ολοζώντανα μπροστά μας σαν μια χειροπιαστή πραγματικότητα. Έβλεπε και μας έδειχνε τον Ηγαπημένο με τόση απλότητα και πειστικότητα που, χωρίς να καταλαβαίνουμε το πως, το πιστεύαμε. Όργωνε το χωράφι της ψυχής μας, μας οδηγούσε στην πίστη και ο λόγος του σαν ψιλή φθινοπωρινή βροχή έπεφτε αδιάκοπα στις καρδιές μας και τις πότιζε βαθειά. Έτσι εξηγείται η μεγάλη ελκτικότητα στις ομιλίες. Κατάμεστες οι αίθουσες της Μητροπόλεως, του Αγίου Αθανασίου, της Δημητρίου Γούναρη. Οι μισοί ήταν όρθιοι. Έφευγαν οι μεγαλύτεροι στην ηλικία και άμεσως μετά στη δεύτερη ώρα διδασκαλίας τα νιάτα, οι φοιτητές, οι νεαροί επιστήμονες. Συγκεντρώσεις και κατήχηση παιδιών, εφήβων, αγοριών, ανδρών – επιστημόνων, γυναικών επιστημόνων. Πως να ξεχάσουμε τις ιδιαίτερες συνάξεις ανδρών κάθε Δευτέρα στη νοτιοδυτική γωνιά του Αγίου Αθανασίου, στο Αρχονταρίκι του Μοναστηριού και αλλού, όπου τον ρωτούσαμε πάνω σε πνευματικά θέματα κι ο πάτερ μας απαντούσε με τόση αγάπη και στοργή μέσα στη ζεστή ατμόσφαιρα της συνάξεως. Χαλκέντερος, ακούραστος, ανεξάντλητος, πάντα φρέσκος και ολοζώντανος. Είχε το χάρισμα της διδασκαλίας στον ύψιστο βαθμό.

Κάποτε καθώς κατέβαινα τα σκαλάκια για την Αγία Τριάδα, άθελα άκουσα από έναν άγνωστο που κατέβαινε και κείνος πιο μπροστά από μένα να ρωτά τον φίλο του: «Πόσοι μοναχοί μένουνε σ’ αυτό το τεράστιο μοναστήρι;» «Ένας» του απάντησε «αλλά λέων». Ήταν ακόμη στις αρχές της διαμορφώσεως του μοναστηριού. Πολύ ευχαριστήθηκα την απάντηση, γιατί απέπνεε την πεποίθηση όλων μας. Ένας αλλά πνευματικός λέων. Και το έδειξε με κάθε τρόπο. Δημιουργούσε ως σοφός αρχιτέκτων με πολλή υπομονή και μαστοριά πνευματικούς και υλικούς ναούς, χωρίς να βιάζεται ή να ορρωδεί μπροστά στα εμπόδια, στις αποτυχίες, τις απειλές, τις λοιδορίες εκείνων που έπρεπε να θαυμάζουν και να ενισχύουν. Το πως έχτισε αυτά τα επιβλητικά κτίρια των δύο μοναστηριών είναι ένα έπος όχι μόνο ακαταπόνητης δράσεως αλλά προπάντων πίστεως που θαυματουργεί. Ασφαλώς πολλοί έδωσαν με απόλυτη εμπιστοσύνη χρήματα από το περίσσευμα ή το υστέρημα, όχι όμως αρκετά για τα πολυδάπανα κτίρια (ναοί, κελιά μοναχών, παρεκκλήσια, εργαστήρια, βοηθητικοί χώροι κλπ.) Τόσο που δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε. Κάποιος έδωσε χιουμοριστική εξήγηση: «Ασφαλώς ο πάτερ παίρνει χρηματικές επιταγές από τον Ουρανό, δεν εξηγείται αλλιώς». Όμως υπάρχει πραγματική εξήγηση και την ήξεραν εκείνοι που έκαναν τις πληρωμές στους εργολάβους, εργάτες, προμηθευτές υλικών κτλ. Επαναλαμβανόταν το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων από τον Κύριο. Τα χρήματα αυγάταιναν θαυματουργικά. Κάτι άκουσα και περιμένω την επιβεβαίωση απ’ αυτούς που το ξέρουν να μας το αποκαλύψουν. Ο ίδιος όλα τα έκρυβε επιμελώς, γιατί αγαπούσε την αφάνεια.

(Συνεχίζεται)