Page 9 - Gkrillas_EkklhsiastikoDikaio
P. 9
9
της Ορθόδοξης Εκκλησίας . Είναι αναμφίβολο ότι ο Νικόδημος ο Αγιορείτης,
10
θεωρείται «ο μεγαλύτερος από τους νεώτερους κανονολόγους» . Το κύρος του
έργου του Νικόδημου του Αγιορείτη αναγνωρίζεται εκ της αποδοχής που έτυχε
11
στην Ορθόδοξη Εκκλησία , ενώ το κύρος του ίδιου του Νικοδήμου
12
αναγνωρίζεται από την ανακήρυξή του ως Αγίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας .
Σαφώς τόσο το έργο του Πηδαλίου, όσο και το πρόσωπο του συντάκτη,
κρίνονται πάντα εντασσόμενα στο περιβάλλον της Εκκλησίας και των όρων
της . Αυτό σημαίνει πως, ακόμη κι αν κάποιος εκφράσει διαφορετική άποψη
13
επάνω σε κάποια από τα σχόλια του αγίου Νικοδήμου, ο ρόλος των Ιερών
Κανόνων στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, άσχετα με τη γνώμη
οποιουδήποτε ή την κριτική που μπορεί κάποιος να ασκήσει σ' αυτούς, δεν
μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί, καθώς έχουν περιβληθεί με «ακατάλυτο»
14
Οικουμενικό κύρος .
Η απελευθέρωση δημιουργεί τις συνθήκες της εκ νέου ανάπτυξης του
Κανονικού Δικαίου με κύριο αποτέλεσμα το έργο των καθηγητών της Νομικής
Σχολής Γ. Ράλλη και Μιχ. Ποτλή, οι οποίοι εκδίδουν το «το Σύνταγμα των Θείων
και Ιερών Κανόνων των τε Αγίων και πανευφήμων Αποστόλων, και των Ιερών
παραπτωμάτων, θα οδηγηθή εις βαθείαν ταπείνωσιν [...] θα δυσκολεύεται πλέον να κατακρίνη
τον αδελφόν του και θα επικαλήται το έλεος του Θεού και την βοήθειάν Του».
9 ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ Ι. ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ, Κώδικας Ιερών Κανόνων, έκδ. Γ', Βάνιας,
Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 11.
10 ΜΠΟΥΜΗΣ Ι. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, Κανονικόν Δίκαιον, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 22, βλ. και
3
υποσ. 23.
11 ΤΣΑΜΗΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, (ανατύπωση Α' έκδ. 1983),
Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 20
12 ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις', β' ανατύπ., Πουρναράς,
Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 155.
13 ΚΡΙΚΩΝΗΣ Θ. ΧΡΙΣΤΟΣ, Η Αυθεντία της Εκκλησίας, το Κύρος της Παραδόσεως της και η
Διδασκαλία των Πατέρων, Univercity Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 271-272.
14 ΦΕΙΔΑΣ ΒΛΑΣΙΟΣ, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 32, όπου και
αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Αποτελούν βασικά κείμενα της όλης εκκλησιαστικής παράδοσης
και θεωρούνται κριτήρια τόσο για τον έλεγχο της αυθεντικότητας κάθε νέας μορφής στην
οργάνωση και την εκκλησιαστική τάξη όσο και για τη συστηματική καταγραφή τού Κανονικού
Δικαίου της Εκκλησίας. Η κατοχύρωση όλων των ιερών κανόνων από την Πενθέκτη Οικουμενική
Σύνοδο του Τρούλλου (692) επιβεβαίωσε το ακατάλυτο κύρος του πνεύματος τους το οποίο
λειτουργεί ως κριτήριο συνέχειας και ανανέωσης στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας. Το
γράμμα των ιερών κανόνων συνδέεται με τις ιστορικές συνθήκες της εποχής κατά την οποία
θεσπίστηκαν οι κανόνες αυτοί, αλλά καταγράφουν το διαρκές είναι στο συνεχές γίγνεσθαι της
εκκλησιαστικής παράδοσης».
9