Page 4 - minymata-agioi-aloseos
P. 4

στοὺς φτωχούς, στοὺς ὁμοίους μου, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι δὲν μὲ δέχθηκαν. Μὲ
                   σιχαίνονταν καὶ μὲ ἔδιωχναν μακριὰ μὲ ραβδιὰ λέγοντας μου:


                   -Φύγε ἀπὸ ἐδῶ, σκῦλε!  Ἐξαφανίσου!


                     Τόπο  νὰ  καταφύγω  καὶ  νὰ  προφυλαχθῶ  δὲν  εὕρισκα.  Ἀπελπίσθηκα.
                   Φοβήθηκα πὼς θὰ πεθάνω. Ἂς ἔχει δόξα ὁ Θεός μου, εἶπα, γιατὶ καὶ ἂν
                   ἀκόμη  πεθάνω,  ἡ  κακουχία θὰ  μοῦ  λογισθεῖ  σὰν  μαρτύριο.  Ὁ  Θεὸς  δὲν
                   εἶναι  ἄδικος.  Αὐτὸς  ποὺ  ἔστειλε  τὴν  παγωνιά,  θὰ  μοῦ  δώσει  καὶ  τὴν
                   ὑπομονή.  Πῆγα,  λοιπόν,  σὲ  μιὰ  γωνιὰ  καὶ  βρῆκα  ἕνα  σκῦλο.  Ξάπλωσα
                   δίπλα του μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ μὲ ζέσταινε λίγο. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὅταν μὲ
                   εἶδε κοντά του, σηκώθηκε καὶ ἔφυγε. Εἶπα τότε στὸν ἑαυτό μου:


                   -Βλέπεις,  ταλαίπωρε,  πόσο  ἁμαρτωλὸς  εἶσαι;  Ἀκόμη  καὶ  τὰ  σκυλιὰ  σὲ
                   περιφρονοῦν  καὶ  φεύγουν  ἀπὸ  κοντά  σου  καὶ  δὲν  σὲ  δέχονται  οὔτε  σὰν
                   ὅμοιό τους. Οἱ ἄνθρωποι σὲ σιχαίνονται καὶ σὲ ἀποστρέφονται. Οἱ ὅμοιοί
                   σου, οἱ φτωχοί, σὲ διώχνουν. Τί ἀπομένει, λοιπόν; Δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα
                   τόπος σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο.


                    Ἐνῶ  ἔλεγα  αὐτὰ  μὲ  πολὺ  πόνο,  ἦλθα  σὲ  κατάνυξη.  Καὶ  ἐπειδὴ  ἔτρεμα
                   ἀπὸ  τὸ  κρύο  καὶ  ὑπέφερα  ἀπὸ  τὴν  πεῖνα  ἀναλύθηκα  σὲ  δάκρυα  καὶ
                   ἔστρεψα τὰ μάτια μου πρὸς τὴν μοναδική μου παρηγοριά, τὸν Κύριο. Τὰ
                   μέλη μου εἶχαν παγώσει, ὅταν νομίζοντας ὅτι θὰ ξεψυχήσω ἔνοιωσα μιὰ
                   ὑπέροχη  ζεστασιά.  Ἄνοιξα  καλὰ  τὰ  γεμάτα  δάκρυα  μάτια  μου  καὶ  εἶδα
                   ἕνα  φωτόλαμπρο  νέο  νὰ  μοῦ  προτείνει  ἕνα  ἀνθόπλοκο  στεφάνι,  ποὺ  ἡ
                   εὐωδιά τους ἦταν ἄρρητη. Τὸν ἄκουσα καλὰ νὰ μοῦ λέει:

                   -Ἀνδρέα ποὺ ἤσουνα;


                   - «Ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾶ θανάτου», τοῦ ἀποκρίθηκα.


                   Καὶ ἐνῶ ἀκόμη μιλοῦσα μὲ ὁδήγησε στὸν Παράδεισο, ὅπου παρέμεινα γιὰ
                   δυὸ  ἑβδομάδες  καὶ  εἶδα  πράγματα,  «ἃ  οὐκ  ἐξὸν  ἀνθρώποις  λαλῆσαι».
                   Δίνει ὁ Θεὸς τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν ἔκβαση, σκέφθηκα. «Σὺν
                   τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α΄ Κορ. ι΄ 13).












                                                            3
   1   2   3   4   5   6   7   8   9