Page 12 - lappa-athinon-dorotheos
P. 12
Στρατό. Τον Απρίλιο 1941, όταν η αντίσταση που προέβαλλε η Ελλάδα κατά των Γερμανών
εξαντλήθηκε, ετάχθη υπέρ της ανακωχής και του σχηματισμού ελληνικής κυβέρνησης. Κατά την
διάρκεια της Κατοχής, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων υπήρξε πρόεδρος του «Οργανισμού
Δημοσίας Αντιλήψεως Κοινωνικής Προνοίας Ηπείρου» και απετέλεσε το στήριγμα για κάθε
διωκόμενο και δοκιμαζόμενο Ηπειρώτη. Για τη γενικότερη εθνική δράση του, καταδικάσθηκε
ερήμην σε θάνατο από ιταλικό στρατοδικείο του Αργυροκάστρου, ενώ από τους Γερμανούς ετέθη
σε περιορισμό. Μόνο χάρη στην προσωπική παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού προς
τον Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα, ήρθη ο περιορισμός του και οι τυχόν περαιτέρω ενέργειες
σε βάρος του. Πολλαπλή ήταν η συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση κατά την περίοδο της
Κατοχής και καθοριστικής σημασίας η συμπαράστασή του την εποχή εκείνη προς τον στρατηγό
Ναπολέοντα Ζέρβα, αρχηγό του ΕΔΕΣ, όπως και η στάση του κατά τα Δεκεμβριανά και αργότερα
στον Αντισυμμοριακό Αγώνα. Μετά την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού (20 Μαΐου
1949), ο Σπυρίδων εξελέγη Αρχιεπίσκοπος. Από την πρώτη ημέρα της εκλογής του,
δραστηριοποιήθηκε δημιουργικά. Αμέσως μετά την ήττα των ανταρτών, ενδιαφέρθηκε με θέρμη
για την αποκατάσταση των θυμάτων του Αντισυμμοριακού πολέμου και ίδρυσε την
«Επιστράτευση της αγάπης» και την αποστολή του «Δέματος επαναπατρισμού». Με διαμαρτυρία
του προς τους αρχηγούς κρατών και εκκλησιών κατήγγειλε το «παιδομάζωμα» του ΕΛΑΣ και
ζήτησε την παλιννόστηση των ελληνόπουλων που είχαν απομακρυνθεί από την Ελλάδα. Ιδιαίτερα
σημαντική ήταν η συμπαράστασή του προς τον ενωτικό αγώνα των Κυπρίων, στον οποίο ο ίδιος
πρωτοστάτησε. Βρέθηκε με εξαιρετική δραστηριότητα στην πρώτη γραμμή, αναλαμβάνοντας και
επίσημα την προεδρία της Πανελληνίου Επιτροπής Ενώσεως Κύπρου. Κοιμήθηκε στις 21
Μαρτίου 1956. (Πηγή: Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια του Νεώτερου Ελληνισμού 1830 - 2010,
Αρχεία Ελληνικής Βιογραφίας, Α΄ τόμος, Α – Ι, Εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα 2011)
4 Ο Ιερώνυμος Κοτσώνης γεννήθηκε στα Υστέρνια Τήνου. Σπούδασε αρχικά στη Ριζάρειο Σχολή,
από την οποία αποφοίτησε αριστούχος. Το 1924 γράφηκε στη Θεολογική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου απεφοίτησε επίσης αριστούχος το 1928. Έπειτα υπηρέτησε ως
ιδιαίτερος γραμματέας του τότε Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου και συνδέθηκε με την οργάνωση
«Ζωή», της οποίας υπήρξε στέλεχος στα επόμενα χρόνια. Στην περίοδο αυτή (1927-34) ήταν
βοηθός διευθυντής και στη συνέχεια διευθυντής του Παιδικού Τμήματος της Χριστιανικής
Αδελφότης Νέων (ΧΑΝ), γεγονός που ευνόησε την ανάπτυξη σχέσεων με παρόμοιες οργανώσεις
άλλων δογμάτων διεθνώς. Το 1934 μετέβη στη Γερμανία για μεταπτυχιακές σπουδές. Εκεί
παρέμεινε επί έξι εξάμηνα στο Μόναχο, το Βερολίνο και τη Βόννη, στη συνέχεια δε επί ένα
εξάμηνο στην Αγγλία. Στα τέλη του 1937 επανήλθε στο Βερολίνο, όπου είχε κληθεί από τον
καθηγητή Λίτσμαν για να του αναθέσει τη γραμματεία για την έκδοση των χριστιανικών
επιγραφών της Ελλάδος. Το 1939, μετά την ανάρρηση του από Τραπεζούντος Χρυσάνθου στον
αρχιεπισκοπικό θρόνο, προσελήφθη ως γραμματέας της Ιεράς Συνόδου και των Συνοδικών
Δικαστηρίων. Ήδη από τις 4 Ιανουαρίου 1939 είχε χειροτονηθεί σε διάκονο από τον Μητροπολίτη
Σάμου Ειρηναίο. Ο Αρχιεπίσκοπος τον τοποθέτησε ως διάκονο στον Ναό της Αγίας Ειρήνης
(Αιόλου). Στις 23 Ιουνίου 1940 χειροτονήθηκε σε πρεσβύτερο και χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης,
ενώ τοποθετήθηκε ως εφημέριος του Ναού Αγίου Δημητρίου Κηφισιάς. Λίγο αργότερα ανέλαβε
γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Κηφισιάς, που τότε υπαγόταν στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών.
Την ίδια χρονιά αναγορεύθηκε διδάκτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου 1940-41, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος τον τοποθέτησε
επικεφαλής στην Υπηρεσία Προνοίας Στρατευομένων, στην οποία ανέπτυξε μεγάλη
δραστηριότητα. Όταν άρχισε η Κατοχή, ο Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης διορίσθηκε από
τον Χρύσανθο, που παρέμενε για ένα διάστημα ακόμη Αρχιεπίσκοπος, ως εφημέριος του Ναού
του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός». Τον Νοέμβριο του 1941 ο Ιερώνυμος απεμακρύνθη από την
θέση του γραμματέα της Ιεράς Συνόδου, ενώ λίγο πριν από το τέλος της Κατοχής παραιτήθηκε
12